Σε πρωτοφανή επίπεδα ανέρχεται το κρατικό χρέος στη Γερμανία, αλλά και σε όλη την Ευρώπη λόγω της πανδημίας. Καραδοκεί μία νέα χρηματοπιστωτική κρίση;
Συμπληρωματικό προϋπολογισμό για το 2021 ενέκρινε την Πέμπτη η Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας, ανεβάζοντας τον νέο δανεισμό στο ποσό-ρεκόρ των 240 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ο υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς κάνει λόγο για ένα «θαρραλέο βήμα» με στόχο να αμβλυνθούν οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας. Με τα νέα δάνεια το δημόσιο χρέος της μεγαλύτερης ευρωπαϊκής οικονομίας ανέρχεται πλέον στο πρωτοφανές ποσό των 2,2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ σε ποσοστό επί του ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει το 80%. Ασφαλώς η Γερμανία δεν είναι η μόνη χώρα που αντιμετωπίζει τη δαμόκλειο σπάθη του χρέους. Σε όλη την Ευρώπη, από την Ελλάδα μέχρι τη Φινλανδία, το δημόσιο χρέος συνεχώς διογκώνεται. Σύμφωνα με τη Γιούροστατ το χρέος στην ευρωζώνη φτάνει πλέον, κατά μέσο όρο, στο 100% του ΑΕΠ, με ανοδική τάση.
Σε αναστολή το σύμφωνο σταθερότητας
Θεωρητικά ισχύει εδώ και πολλά χρόνια το σύμφωνο σταθερότητας, που υποχρεώνει όλα τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης να περιορίσουν το χρέος σε ποσοστό που δεν ξεπερνά το 60% του ΑΕΠ, αλλά και το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού σε ποσοστό που δεν υπερβαίνει το 3%. Ωστόσο, λόγω της πανδημίας, οι Ευρωπαίοι έχουν αναστείλει την εφαρμογή του συμφώνου σταθερότητας μέχρι τα τέλη του 2021, με προοπτική παράτασης. Αλλά για πόσο ακόμη μπορεί να λειτουργήσει η πολιτική της υπερχρέωσης;
«Για όσο χρειαστεί», υποστηρίζει ο Γκούντραμ Βολφ, επικεφαλής του Ινστιτούτου Bruegel των Βρυξελλών για την Ευρωπαϊκή Πολιτική. Μιλώντας στην DW ο Γερμανός οικονομολόγος εκτιμά ότι «οι κανόνες θα χαλαρώσουν και για τον επόμενο χρόνο. Έχει μία λογική αυτό, καθώς βρισκόμαστε σε μία πολύ ιδιαίτερη δημοσιονομική συγκυρία». Σε αντίθεση με τα όσα είχαν γίνει στη κρίση χρέους της ευρωζώνης πριν από δέκα χρόνια τα χρέη είναι λιγότερο επώδυνα, λέει ο Βολφ. Και αυτό γιατί το κόστος για την προμήθεια κρατικών ομολόγων είναι εξαιρετικά χαμηλό και ο κίνδυνος ανόδου των επιτοκίων μάλλον αμελητέος, καθώς οι κεντρικές τράπεζες και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα παραμένουν πιστές σε μία επεκτατική νομισματική πολιτική, που τυπώνει φρέσκο χρήμα ενισχύοντας την αγορά.
Ποιος πληρώνει τον λογαριασμό;
Ο Γκούντραμ Βολφ δεν διαβλέπει κίνδυνο για τη σταθερότητα του ευρώ. Αλλά ποιος θα κληθεί να πληρώσει τον λογαριασμό στο τέλος της ημέρας; Κατά την άποψη του Γερμανού οικονομολόγου η απάντηση είναι απλή: «Για τις χώρες με υψηλό χρέος το κλειδί είναι η ανάπτυξη. Όταν ανεβαίνουν οι ρυθμοί ανάπτυξης, το χρέος διευθετείται. Μία πολιτική λιτότητας ελάχιστα μπορεί να βοηθήσει». Στο ίδιο μήκος κύματος ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ, εκπρόσωπος των Χριστιανοδημοκρατών για θέματα δημοσιονομικής πολιτικής, εκτιμά ότι «προς το παρόν δεν ανησυχούμε για τη σταθερότητα του ευρώ, αλλά κάποια στιγμή θα πρέπει να επιστρέψουμε στο μονοπάτι της δημοσιονομικής πειθαρχίας». Ο ίδιος προτείνει να εφαρμόσουμε και πάλι τους κανόνες του συμφώνου σταθερότητας από το 2022. Σε διαφορετική περίπτωση, υποστηρίζει, «υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να μετατραπεί η εξαίρεση σε κανόνα και να δούμε ορισμένες χώρες να χρηματοδοτούν προϋπολογισμούς με νέα δάνεια και όχι μέσα από μεταρρυθμιστικές προσπάθειες». Ιδιαίτερα η κοινή ανάληψη χρέους ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης για την καταπολέμηση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, θα πρέπει να παραμείνει μία και μοναδική εξαίρεση, υποστηρίζει ο Βαυαρός ευρωβουλευτής. «Όποιος νομίζει ότι νοικοκυρεύει τον προϋπολογισμό του στέλνοντας στην Ευρώπη τα περιττά βάρη, στο τέλος θα αποτύχει», λέει.
Τελικά οι ίδιοι οι πολίτες της ΕΕ – οι επόμενες γενιές για την ακρίβεια – είναι εκείνοι που θα πληρώσουν τα «κοινά χρέη» της ΕΕ. Αυτό επισημαίνει και ο Γκούντραμ Βολφ από το Ινστιτούτο Bruegel. Γι αυτό άλλωστε, παρατηρούν με σαρκαστική διάθεση κάποιοι Ευρωπαίοι διπλωμάτες, το Ταμείο φέρει τη φιλόδοξη ονομασία «Next Generation EU». Το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα φτάνει ήδη το 200% και στην Ιταλία το 180%. Πριν από την πανδημία τα στοιχεία αυτά θα προκαλούσαν πανικό. Σήμερα ωστόσο όλοι βλέπουν πιο χαλαρά την περίπτωση της Ελλάδας. Τόσο ο οικονομολόγος Γκούντραμ Βολφ όσο και ο ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ εκτιμούν ότι η χώρα έχει υλοποιήσει αρκετές μεταρρυθμίσεις τα προηγούμενα χρόνια. Επιπλέον, υπενθυμίζει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Bruegel, «η ευρωζώνη είναι σήμερα πιο ισχυρή. Διαθέτουμε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας, έχουμε ένα νέο Ταμείο Ανάκαμψης, έχουμε και μία νομισματική πολιτική που έχει αντλήσει τα απαραίτητα διδάγματα από το παρελθόν».
Ανησυχίες για την Ιταλία
Ο Γερμανός ευρωβουλευτής Μάρκους Φέρμπερ επαινεί την Ελλάδα, λέγοντας ότι «είναι η μόνη από τις 27 χώρες της ΕΕ που συνδυάζει τη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης με ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα. Δεν με ανησυχεί τόσο πολύ η Ελλάδα, όσο η Ιταλία για να πω την αλήθεια». Από την πλευρά του ο Γκούντραμ Βολφ εκτιμά ότι ο νέος Ιταλός πρωθυπουργός και πρώην επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT) Μάριο Ντράγκι ποντάρει σε υψηλούς δείκτες οικονομικής ανάπτυξης και μπορεί να κερδίσει το στοίχημα. Αν όμως όχι; «Αυτό είναι μάλλον απίθανο», λέει ο Γερμανός οικονομολόγος. «Αυτή τη στιγμή όλες οι μεγάλες οικονομίες δανείζονται, οι κεντρικές τράπεζες προσφέρουν φθηνό χρήμα, τα επιτόκια και ο πληθωρισμός παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα». Κατά συνέπεια, ο δανεισμός συνεχίζεται. Και όταν περάσει η πανδημία, βλέπουμε…
Μπερντ Ρίγκερτ
Επιμέλεια: Γιάννης Παπαδημητρίου