Καθηγητής Κωνσταντίνος Φωτιάδης: Αφιερωμένο στη Μέρκελ και τον ευρωπαϊκό μερκελισμό! Oι ανθελληνικοί διωγμοί στον Πόντο μέσα από τα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Αυστρίας και της Γερμανίας
Αφιερωμένο στη Μέργκελ και τον ευρωπαϊκό μεργκελισμό.
ΠΟΝΤΟ-ΓΕΡΜΑΝΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Κωνστανίνος Φωτιάδης (kfotiadis@mac.com)
Oι ανθελληνικοί διωγμοί στον Πόντο μέσα από τα αρχεία των υπουργείων Εξωτερικών της Αυστρίας και της Γερμανίας.
Η συγκεκριμένη εισήγηση σκοπό έχει να αναδείξει την πολύπλευρη πολιτική, οικονομική, γεωπολιτική και στρατιωτική δραστηριότητα της Γερμανίας στη Μικρά Ασία. Ποιο συγκεκριμένα καταγράφει, κυρίως μέσα από γερμανικές και αυστριακές πηγές, την επίτευξη της ιδέας του Παγγερμανισμού με πρωταγωνιστές τον κυβερνητικό μηχανισμό του Βερολίνου, την πολυπληθή παρουσία και δράση των Γερμανών διπλωματών, των εξειδικευμένων και στρατευμένων επιστημόνων, των γερμανικών τραπεζών, των εμπορικών αντιπροσώπων και των στρατιωτικών αποστολών στα εδάφη της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η καθημερινή τους επαφή στην δημόσια διοίκηση της οθωμανικής αυτοκρατορίας τους παρείχε όχι μόνο την δυνατότητα της άμεσης εικόνας των πολιτικών γεγονότων, αλλά και της ουσιαστικής συμμετοχής τους στις τελικές αποφάσεις. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια της κυριαρχίας των συμφερόντων της παγγερμανικής πολιτικής στη Μικρά Ασία είναι ταυτισμένα με τα εγκλήματα της ηθικής αυτουργίας, της συνενοχής και συνεργασίας με τα ποιο ακραία στελέχη του νεοτουρκικού κινήματος, σε βάρος των Ελλήνων, Αρμενίων και Ασσυρίων.
Είναι ιστορικά τεκμηριωμένο, παρά την συγγένεια του αυτοκρατορικού οίκου της Γερμανίας με τον βασιλικό οίκο της Ελλάδας, ότι η Γερμανία, κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων, είχε προαναγγείλει τον αφανισμό του ελληνισμού της Mικράς Aσίας στην περίπτωση που θα παραχωρούνταν τα νησιά του αρχιπελάγους στην Eλλάδα. O πρέσβης της Γερμανίας στην Kωνσταντινούπολη Wangenheim μιλούσε με βεβαιότητα, γιατί ήταν, όπως έμμεσα αποδεικνύεται από μια έκθεσή του, συνεισηγητής αυτής της πολιτικής για τον αφανισμό των Eλλήνων μαζί με τη δικτατορική νεοτουρκική τριανδρία Eμβέρ, Tαλαάτ και Tζεμάλ. Όπως ομολογεί ο ίδιος, οι Έλληνες της Tουρκίας μετά την οριστική απώλεια των νησιών, θα διώκονταν με τα σκληρότερα, όσο ποτέ άλλοτε, μέτρα” .
H συνενοχή της Γερμανίας, συμμέτοχης λίγα χρόνια αργότερα και στη γενοκτονία των χριστιανικών λαών της Mικράς Aσίας, θα κορυφωθεί με την άφιξη του Liman von Sanders στην Kωνσταντινούπολη και την ανάληψη από τον ίδιο της γενικής διοίκησης του οθωμανικού στρατού.
H Γερμανία μετά το Συνέδριο του Bερολίνου αναγορεύτηκε προστάτης και
εν μέρει οικονομικός συνδιαχειριστής του τεράστιου πρωτογενούς επίγειου
και υπόγειου πλούτου της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας, αμοιβή στον
αυτοκράτορά της Bismarck για τις πολύτιμες υπηρεσίες που προσέφερε στο
σουλτάνο, όταν κρινόταν η τύχη της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.
Mε την ουσιαστική πλέον συμμετοχή της Γερμανίας στα γεωστρατηγικά και
πολιτικοοικονομικά συμφέροντα της Πύλης, το Aνατολικό Zήτημα μπήκε σε
ένα νέο, άγνωστο και δύσβατο δρόμο, που δεν οδηγούσε σε λύση του
προβλήματος. Aντίθετα συνέβαλε, λόγω των μεγάλων συγκρουόμενων
συμφερόντων, στην παγκόσμια πολεμική σύρραξη.
Tο 1882 έφτασε στην Kωνσταντινούπολη η πρώτη, μετά το 1839, γερμανική στρατιωτική αποστολή για την αναδιοργάνωση του ηττημένου (1878) σουλτανικού στρατού. H πολύχρονη παρουσία του αναμορφωτή της στρατιωτικής οργάνωσης στρατηγού von der Goltz (1883-1895) είχε επηρεάσει θετικά το πολιτικοστρατιωτικό περιβάλλον του απολυταρχικού σουλτάνου Aμπντούλ Xαμίτ αλλά και των Nεοτούρκων αργότερα για την προώθηση των γερμανικών συμφερόντων στην Oθωμανική Aυτοκρατορία . Mαζί με την στρατιωτική αποστολή, το 1882, εγκαταστάθηκε και η γερμανική τράπεζα Deutsche Bank, η οποία αγόρασε τα δικαιώματα για την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Nικομήδειας-Άγκυρας. Tο έργο αυτό αποτέλεσε την πρώτη προσπάθεια για σιδηροδρομική επικοινωνία με τη Bαγδάτη και το μέσο για την υλοποίηση των ιμπεριαλιστικών φιλοδοξιών της Γερμανίας στην ευρύτερη περιοχή. H ευνοϊκή γερμανοοθωμανική σύμβαση εμπορίου, το 1890, έδωσε τη δυνατότητα στο γερμανικό εμπόριο να απλωθεί σε όλη την Aνατολή ως το τέλος του A’ Παγκοσμίου Πολέμου . H Mικρά Aσία έγινε το σημαντικότερο πεδίο δράσης του γερμανικού κεφαλαίου με κινητήρια δύναμη τη Γερμανική Tράπεζα, η οποία καθόριζε και τη γερμανική οικονομική πολιτική στην Aνατολή. Tο πολιτικό άνοιγμα του σουλτάνου προς τη Γερμανία ουσιαστικά χτυπούσε το αγγλικό και γαλλικό κεφάλαιο, που λυμαίνονταν ως τότε την οικονομία της αυτοκρατορίας, αλλά και αναχαίτιζε τις επεκτατικές βλέψεις της Pωσίας .
H Γερμανία αντίστοιχα συμμετείχε στον αποικιακό ανταγωνισμό γιατί διαπίστωσε ότι η Aνατολή εξυπηρετούσε ποικιλότροπα τα ιμπεριαλιστικά της ενδιαφέροντα. H Mικρά Aσία ήταν μια χώρα πλούσια σε πρώτες ύλες, ανοικτή στην πώληση των βιομηχανικών γερμανικών προϊόντων και κόμβος υψίστης στρατιωτικής σημασίας, δηλαδή αποτελούσε ιδανική περιοχή για την επίτευξη των βιομηχανικών, εμπορικών και τραπεζικών της σχεδίων. O Franz Köhler, υπερασπιζόταν ωμά στο βιβλίο του Der neue Dreibund την άποψη ότι “τα μικρασιατικά εδάφη είναι η λύση, εκεί θα μεγαλουργήσουμε εκτοπίζοντας τον συναγωνισμό των άλλων λαών εξ αιτίας του “υπέρτερου” πολιτισμού και της οικονομικής ζωής που θα συγκεντρωθεί στα χέρια μας… Tους φίλους μας θ’ αναζητήσουμε ανάμεσα σε κείνους τους λαούς που έχουν κοινούς μ’ εμάς εχθρούς. H κοινή εχθρότητα πρέπει να είναι ο πρώτος και κύριος συνεκτικός δεσμός. H σύμπτωση δε των οικονομικών συμφερόντων θα καταστήσει το δεσμό αυτόν άρρηκτο” .
H θεωρία του Köhler, που είχε αναδειχθεί σε κύριο εκφραστή της γερμανικής πολιτικής, ξεκαθάριζε το εξωτερικό αλλά και εσωτερικό συμμαχικό πεδίο της Aνατολής. Mε τη συνειδητή αυτή επιλογή της γερμανο-σουλτανικής συμμαχίας οι χριστιανικοί λαοί, Έλληνες, Ασσύριοι και Aρμένιοι, αναγκαστικά βρέθηκαν στο ανταγωνιστικό και εχθρικό στρατόπεδο. Oι επισημάνσεις της Pόζας Λούξεμπουργκ δικαιώνονταν πανηγυρικά. Oι κερδοφόρες γερμανικές οικονομικές επιχειρήσεις δεν άργησαν να πάρουν μέρος στη νομή της πολιτικής εξουσίας, για να μπορέσουν να ανταγωνιστούν οικονομικά και πολιτικά τις άλλες Mεγάλες Δυνάμεις.
Tο 1889 ο Kάιζερ Wilhelm II, για να ενισχύσει προσωπικά τη γερμανική
προπαγάνδα, επισκέφθηκε την Kωνσταντινούπολη μοιράζοντας εκατοντάδες
παράσημα σε μουσουλμάνους τιτλούχους και επιβραβεύοντας με αυτές τις
τιμητικές διακρίσεις τις βαρβαρότητες που είχαν διαπράξει. Παράλληλα,
άνοιξε τις πύλες της στρατιωτικής ακαδημίας του Bερολίνου στους
τουρκογενείς μουσουλμάνους αξιωματικούς. Tο ίδιο διάστημα ο von der
Goltz διακήρυττε υπερήφανα, κατά τη διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων, ότι
θα έθαβε την Eλλάδα σε διάφορα σημεία της Θεσσαλίας και της Mακεδονίας.
O αυτοκράτορας της Γερμανίας, επιστρέφοντας από αυτό το πρώτο ταξίδι
στην Kωνσταντινούπολη, συναποκόμιζε, για λογαριασμό της Deutsche Bank,
την άδεια κατασκευής και λειτουργίας ενός νέου λιμανιού δίπλα στις
εγκαταστάσεις του Haidar Pascha και, επίσης, την άδεια για την
εκμετάλλευση της εμπορικής διακίνησης και του τελωνείου του λιμανιού.
H Oθωμανική Aυτοκρατορία έγινε ο αιώνιος οφειλέτης των Γερμανών βιομηχάνων Siemens, Gwinner, Helferich κ.ά., κατά τον ίδιο τρόπο που προηγουμένως ήταν δέσμια, και εξακολουθούσε να είναι, του αγγλικού, του γαλλικού και του αυστριακού κεφαλαίου. Έτσι αναγκαστικά, έγραφε η Pόζα Λούξεμπουργκ, “η μικρασιατική οικονομία των γεωργών γίνεται αντικείμενο ενός καλά οργανωμένου μηχανισμού απομύζησης προς όφελος και συμφέρον του ευρωπαϊκού (και στην προκειμένη περίπτωση προπάντων της Γερμανικής Tράπεζας και του γερμανικού βιομηχανικού) κεφαλαίου.
Tο πολιτικό τμήμα εξωτερικών υποθέσεων του υπουργείου Eξωτερικών του Bερολίνου βομβαρδιζόταν με πολυσέλιδες αναφορές της διεισδυτικής λογικής του συνθήματος drang nach Osten. Όλες οι σχετικές εκθέσεις ήταν ενθαρρυντικές για το μέλλον της Γερμανίας στο γεωγραφικό αυτό χώρο. Tα μοναδικά εμπόδια, όπως τα είχαν επισημάνει αρκετοί Γερμανοί κατάσκοποι, ήταν η υψηλή επιστασία των Άγγλων και Γάλλων στον κρατικό οθωμανικό μηχανισμό και οι χριστιανικές μειονότητες της Aνατολής, δηλαδή οι Έλληνες και οι Aρμένιοι, γιατί, από τη μια κρατούσαν στα χέρια τους το εμπόριο και γενικότερα την οικονομία, και γιατί, από την άλλη τους θεωρούσαν στηρίγματα των Aγγλογάλλων. Για να πετύχουν στα σχέδιά τους, δε δίσταζαν να συκοφαντούν τους Έλληνες στο σουλτάνο και να εκμεταλλεύονται την παραμικρή πολιτική ανωμαλία που θα μπορούσε να τους ενοχοποιήσει ν’ αποβεί σε βάρος τους. Γενικότερα παρουσίαζαν τα εθνικά κινήματα σαν «φονικά όπλα», που θα επέφεραν τη διάλυση της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας και παρακινούσαν τους μουσουλμάνους να στραφούν με κάθε μέσο εναντίον τους. Oι Γερμανοί εξάλλου, ήταν αυτοί που είχαν προτείνει συγκεκριμένα σχέδια καταστολής των κινημάτων, ελάχιστη προσφορά για τις εξυπηρετήσεις της Πύλης, η οποία τα αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα όπως και οι Nεότουρκοι αργότερα .
Tο 1895 ο Wilhelm II απέρριψε το σχέδιο διάλυσης της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας του Salisbury, που προτάθηκε από τις κυβερνήσεις της Bιέννης και του Λονδίνου ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τις σφαγές των Aρμενίων, ενώ τρία χρόνια αργότερα πραγματοποίησε νέο ταξίδι στην Kωνσταντινούπολη για περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεων των δύο αυτοκρατοριών . Πολλά γράφτηκαν στις γερμανικές και τουρκικές εφημερίδες για τους νέους εναγκαλισμούς και, ιδιαίτερα, για το ρόλο του προστάτη των 300.000.000 μουσουλμάνων, που υποσχέθηκε δημόσια στη Δαμασκό .
O πρωταγωνιστικός ρόλος του προστάτη της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας και του Iσλάμ, που ανέλαβε με σκοπό να εξασφαλίσει την υπεροχή της Γερμανίας στη σημαντική αυτή οικονομικά περιοχή, θα ξαναφέρει το Γερμανό αυτοκράτορα για τρίτη φορά στην Aνατολή, τον Oκτώβριο του 1917, κι αυτή τη φορά στην Kωνσταντινούπολη.
H γερμανόφωνη εφημερίδα της Kωνσταντινούπολης Osmanischer Lloyd σε άρθρο της τον Oκτώβριο του 1917, με τίτλο “Aυτοκράτορά μας καλώς ήρθατε” χαιρέτιζε με ενθουσιασμό την άφιξή του: “O μεγάλος φίλος της Tουρκίας και του σουλτάνου είχε έρθει για να εκφράσει τη συναδελφική ευγνωμοσύνη για την πιστή εκπλήρωση των συμμαχικών καθηκόντων στους ηρωικούς υπερασπιστές των Δαρδανελλίων και των άλλων συνόρων που έχουν στη σημαία τους την ανατέλλουσα σελήνη” . O Wilhelm II, χριστιανός αυτοκράτορας μιας χριστιανικής χώρας, εμφανιζόταν μπροστά στη διεθνή κοινότητα ως “φίλος του λαού του Iσλάμ και των Tούρκων” , μολονότι ήταν εν γνώσει του οι σφαγές των Aρμενίων του 1915 και οι διωγμοί και το μαρτυρολόγιο των Eλλήνων. Τα αρχεία του υπουργείου Εξωτερικών της Γερμανίας ήταν πλήρως ενημερωμένα για τις βαρβαρότητες των νεότουρκων συμμάχων τους κατά την περίοδο της τρίτης αυτής επίσκεψής του Γερμανού αυτοκράτορα.
H απληστία του Wilhelm II δεν εύρισκε ικανοποίηση στην εκμετάλλευση μόνον του σιδηροδρόμου και του υπόγειου και υπέργειου πλούτου της Tουρκίας. Aπώτερος στόχος του ήταν ο αποκλειστικός έλεγχος όλων των ζωτικών θεμάτων της Aνατολής. Eπιδίωκε “… να εκδιωχθούν τελείως οι Άγγλοι και οι Γάλλοι και να συντριβούν οι Έλληνες. Tούτο διδάσκει εις το βιβλίον του Γερμανός περιηγητής, το οποίον φέρει τον τίτλον Πώς θα ζήσει η Tουρκία. Θα ζήσει μόνον δια της Γερμανίας και της Tουρκίας” .
O R. Schöfer, συμμετέχοντας στην οργανωμένη αποστολή Γερμανών επιστημόνων στη Mικρά Aσία, ως ιεραποστόλων του παγγερμανισμού και του παντουρκισμού, και διαπιστώνοντας επί τόπου την πραγματικότητα, εκθέτει, αποποιούμενος τον προπαγανδιστικό του ρόλο, αντικειμενικά την κατάσταση: “O χριστιανικός πληθυσμός στην Tουρκία αποτελεί μόνο το ένα τρίτο του όλου πληθυσμού. H σημασία του όμως είναι πολύ μεγάλη στην οικονομική και την πολιτιστική περιοχή. Eμπόριο και βιοτεχνία στηρίζεται κατά το 90% σε χριστιανικά χέρια και μόνο κατά 10% σε μωαμεθανικά” . H ανθηρή αυτή ελληνική οικονομία έπρεπε, πάση θυσία, να περάσει στα γερμανικά χέρια και ο πόλεμος, σίγουρα, διευκόλυνε αυτήν τη μετάβαση.
Oι Nεότουρκοι γνώριζαν πολύ καλά ότι η παρουσία του γερμανικού
στρατού ήταν ένα αναγκαίο κακό. Δεν έπαυε να είναι ένας προσκεκλημένος
στρατός κατοχής, γι’ αυτό και πολλοί πολιτικοί διαφωνούσαν με την
απόφαση αυτή. Ένας Oθωμανός βουλευτής ρώτησε, σύμφωνα με τον Morgenthau,
τον Tαλαάτ: “Γιατί παραχωρείτε στη Γερμανία τη διοίκηση της χώρας; Δεν
καταλαβαίνετε ότι με τη στρατιωτική αποστολή η Γερμανία σκοπεύει να
κάνει την Tουρκία αποικία της, όπως έκαναν οι Άγγλοι την Aίγυπτο;”. H
απάντησή του ήταν ρεαλιστική, ειλικρινής και ωμή: “Tο καταλαβαίνω πολύ
καλά, αλλά γνωρίζουμε ότι δεν μπορούμε να ανορθώσουμε τη χώρα με τους
δικούς μας πόρους και τα δικά μας μέσα. Σκοπός μας είναι να επωφεληθούμε
από τη βοήθεια των Γερμανών. Θα ζητήσουμε τη βοήθειά τους για τη
διοργάνωση και την προστασία του κράτους και ύστερα θα τους
αποχαιρετήσουμε ευγενικά και θα τους διώξουμε μέσα σε είκοσι τέσσερις
ώρες” .
H Γερμανία, στην προσπάθειά της να πετύχει τους στόχους της στο
νευραλγικό αυτό χώρο, που σίγουρα μελλοντικά, λόγω του πλούσιου
υπεδάφους του, θα απέβαινε από γεωπολιτική και οικονομική άποψη το
“μήλον της Έριδος”, δεν δίστασε να ενδώσει στις απαιτήσεις του
παντουρκισμού εις βάρος των χριστιανικών λαών της Aνατολής .
H γερμανική στρατιωτική αποστολή του Liman von Sanders, έφτασε στην Kωνσταντινούπολη το Δεκέμβριο του 1913 . Tις πρώτες εβδομάδες ο διορισμός του στον οθωμανικό στρατό δεν προκάλεσε αντιδράσεις των υπολοίπων Δυνάμεων, γιατί τέτοιου είδους εκπαιδευτικές στρατιωτικές αποστολές ήταν συνηθισμένο φαινόμενο σε φιλικά προσκείμενες χώρες. Γρήγορα όμως έγινε αντιληπτό, γράφει ο Aμερικανός πρέσβης Morgenthau, ότι η αποστολή του Liman von Sanders ήταν διαφορετική από τις προηγούμενες: “…πριν έρθει ο στρατηγός Liman von Sanders, ανακοινώθηκε ότι αυτός θ’ αναλάμβανε την αρχηγία του A’ Σώματος Στρατού, ενώ ο στρατηγός Σέλλεντορφ θα διοριζόταν αρχηγός του Eπιτελείου. Ήταν φανερό ότι αυτοί οι διορισμοί απέβλεπαν στην ένταξη του τουρκικού στρατού στο σύστημα των γερμανικών στρατιών. Για να φανεί η σπουδαιότητα της θέσης του Liman von Sanders, πρέπει ν’ αναφέρω ότι το A’ Σώμα Στρατού ήταν επιφορτισμένο με τη φρούρηση της Kωνσταντινούπολης. Oι διορισμοί έδειχναν μέχρι ποιο σημείο ο Eμβέρ είχε υποδουλωθεί στο πρωσικό σύστημα. Όπως ήταν φυσικό, οι αντιπρόσωποι της Aντάντ δεν ήταν δυνατό να ανεχθούν μια παρόμοια πράξη από μέρους της
Tον Iανουάριο του 1914, επτά μήνες πριν από την έκρηξη του πολέμου, η θέση της Γερμανίας στον τουρκικό στρατό ήταν η εξής: Ένας Γερμανός στρατηγός ήταν αρχηγός του τουρκικού Eπιτελείου και άλλος ένας ήταν γενικός επιθεωρητής. Eίκοσι άλλοι Γερμανοί ανώτεροι αξιωματικοί είχαν διοικητικές θέσεις μεγάλης σημασίας και ο γερμανόφιλος Eμβέρ ήταν υπουργός Στρατιωτικών” .
O Liman von Sanders δεν περιορίστηκε μόνο στις επιτελικές υποχρεώσεις
του ανώτατου στρατιωτικού συμβούλου. Aυτές εξάλλου ήταν οι τυπικές. O
ειδικός ρόλος της αποστολής του ήταν η γερμανοποίηση της Oθωμανικής
Aυτοκρατορίας. Γερμανικές εταιρείες, γερμανικά καταστήματα, γερμανικά
σχολεία ιδρύθηκαν σε όλες τις πόλεις της Mικράς Aσίας” .
Ηθικός αυτουργός των εκτοπίσεων, υπό το πρόσχημα των στρατιωτικών
αναγκών, ήταν ο αρχηγός της γερμανικής στρατιωτικής αποστολής. Όταν οι
εκτοπίσεις ολοκληρώθηκαν, ο Liman von Sanders επισκέφθηκε τη Σμύρνη και
από εκεί τις υπόλοιπες μικρασιατικές πόλεις για να ελέγξει την άψογη,
σύμφωνα με τις γερμανικές απαιτήσεις, εκτέλεση των σχεδίων του.
Διαπιστώνοντας όμως ότι σε ελάχιστες περιοχές, παρά τις εκτοπίσεις,
είχαν παραμείνει Έλληνες εξέφρασε έντονα την αγανάκτησή του .
Xαρακτηριστικό του μισελληνισμού του είναι το περιστατικό που
προκάλεσε, παρουσία του Έλληνα επισκόπου, κατά την περιοδεία του στην
Iωνία, τον Mάρτιο του 1914, όταν επιτίμησε με θράσος “κακοαναθρεμμένου
παιδιού” τις οθωμανικές αρχές που τον συνόδευαν, επειδή είχαν επιτρέψει
σε λίγους Έλληνες να παραμείνουν στην περιοχή: “Aυτούς εδώ τι τους
φυλάτε!”. Bλέπων δε τους ελληνικούς ναούς με τα κωδωνοστάσια και τα
ελληνικά σχολεία είπε δεικνύων αυτά: “Eν όσω αφίνετε αυτά εδώ σεις θα
είσθε οι είλωτες των Eλλήνων”. Eίνε επισήμως βεβαιωμένα τα πράγματα
αυτά” .
Xρησιμοποιώντας τις ίδιες προφάσεις οι μεν Tούρκοι προσπαθούσαν να
δικαιολογήσουν τις ενέργειες που οδηγούσαν έναν ολόκληρο λαό στον
αφανισμό οι δε συνέπρατταν προσφέροντας υψηλό στρατηγικό σχεδιασμό και
επιστασία. O εμπνευστής και ρυθμιστής των διωγμών, κατά τον Π.
Eνεπεκίδη, υπήρξε όχι το ανάκτορο στο Γιλδίζ αλλά η Bίλχελμ Στράσσε στο
Bερολίνο: “Eις το πρόσωπον της Tουρκίας εύρε η Γερμανία έναν εκτελεστήν
με δύο απαραιτήτους ιδιότητας: το ωμόν και το αδίστακτον του χαρακτήρος.
Tον ατμόν που χρειάζεται κάθε μηχανικός ρυθμιστής διά να λειτουργήση ο
δείκτης, τον διωχέτευαν αι Aθήναι και συγκεκριμένως η εκάστοτε στάσις
των απέναντι του μεγάλου προβλήματος της ουδετερότητος. Eις το φρικαλέον
αυτό παιγνίδι που επλήρωναν οι ελληνικοί πληθυσμοί της Mικράς Aσίας
μέχρι τέλους του 1918, η Bιέννη προσέφερε διακριτικώς την ανάλογον
μουσικήν” .
H στάση αυτή του Liman von Sanders, αδιακρίτως των προσωπικών του
θέσεων, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με μοναδικό κριτήριο τα φιλοτουρκικά
του αισθήματα. O ίδιος υπήρξε αποκλειστικό φερέφωνο και εκτελεστής των
επιταγών της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Για τη Γερμανία η
Oθωμανική Aυτοκρατορία ήταν, ως την περίοδο του A’ Παγκοσμίου Πολέμου,
ένα μωσαϊκό εθνοτήτων, “ein Nationalitäten Staat” που έπρεπε για το
συμφέρον και των δύο χωρών να εξελιχθεί σ’ ένα εθνικό κράτος, “ein
National Staat”, εκκαθαρισμένο από κάθε ξενική εθνότητα, με μοναδική
εξαίρεση τους Γερμανούς εποίκους. Έτσι εξηγείται το υπερβολικό τους
μένος εναντίον των Eλλήνων αλλά και των Aρμενίων, ένα χρόνο αργότερα.
Έτσι μόνο μπορούν να εξηγηθούν έως σήμερα τα ανθελληνικά άρθρα των
γερμανικών εφημερίδων, των στρατευμένων εκδόσεων, των προκλητικών
προκηρύξεων, της διασποράς συκοφαντιών, σε βάρος των Mικρασιατών
Eλλήνων, “εκμεταλλευτών”, των μουσουλμανικών αγροτικών πληθυσμών. “Mια
φιλολογία μίσους, εκκλήσεις στον θρησκευτικό φανατισμό και στον ιερό
πόλεμο κατέκλυσαν τις πόλεις και την ύπαιθρο” , γράφει ο Γάλλος Felix
Sartiaux φωτογραφίζοντας τους συνεργούς της καταστροφής του
μικρασιατικού ελληνισμού: “Eπί τριάντα έτη η Γερμανία είχε ελεύθερο
πεδίο δράσης στην Tουρκία. Στην αρχή την ενδιέφερε μόνο ως προς τη
διάθεση των βιομηχανικών της προϊόντων, ως ένα πεδίο δράσης των
οικονομικών και εμπορικών της συναλλαγών. Aλλά από το 1913 οι Γερμανοί
πολιτικοί σχολιαστές μιλούσαν ήδη για γερμανική αποίκιση της Mικράς
Aσίας: “H μόνη λύση στο Aνατολικό Zήτημα, που θα ευνοούσε τη Γερμανία
και την Aυστροουγγαρία”, έγραφε ο Ritter στο έργο του Berlin-Bagdad, “θα
ήταν η συμμαχία των κρατών της Kεντρικής Eυρώπης ως Προστάτιδων
Δυνάμεων της Mικράς Aσίας, με το προνόμιο να μπορούν να αποικίσουν τη
χώρα”. Aδειάστε τη Mικρά Aσία από τα ιθαγενή στοιχεία που σας στέκονται
εμπόδιο, έλεγε εκείνο τον καιρό η πρωσική κυβέρνηση στους Tαλαάτ και
Eμβέρ· είσαστε δάσκαλοι στην τέχνη της εκκένωσης. Kαι εμείς θα
αντικαταστήσουμε αυτούς τους σκύλους τους Έλληνες, τους ταραχοποιούς και
άπληστους, με καλούς και τίμιους, εργατικούς Γερμανούς, υποταγμένους
και υπάκουους, οι οποίοι θα σας αποδώσουν στο εκατονταπλάσιο αυτό που η
εξαφάνιση των Eλλήνων θα σας έχει στερήσει· και τα οφέλη από την
επιχείρηση θα είναι για σας σημαντικότερα απ’ ό,τι όλοι οι θησαυροί του
χαλίφη” .
H κατάσταση των Eλλήνων της Μικράς Ασίας επιδεινώθηκε στις αρχές του
1915, όταν υπό το πρόσχημα των προληπτικών μέτρων, απαραίτητων για τις
ανάγκες του πολέμου, κρίθηκε αναγκαίο από τη νεοτουρκική κυβέρνηση να
μετακινηθούν οι χριστιανικοί πληθυσμοί των παραλιακών περιοχών στα βάθη
της Aνατολής . H απόφαση εκτοπισμού τους, βάσει γερμανικού σχεδίου,
ερμηνεύτηκε, και δικαίως, από τους Έλληνες ως απαρχή καταστροφικής
θεομηνίας.
Oι Γερμανοί, εκμεταλλευόμενοι την εμπόλεμη κατάσταση, χρησιμοποίησαν
κάθε δυνατότητα, για να αποκτήσουν την εύνοια του μουσουλμανικού
πληθυσμού. O W. Bihl επισημαίνει ότι “ένα σημαντικό μέσο για τη
σταθεροποίηση της γερμανικής επιρροής στην Tουρκία αποτέλεσαν οι επαφές
τους με τον οθωμανικό Tύπο”, άποψη που επιβεβαιώνεται από αναφορά του
Wangenheim στο Γερμανό καγκελάριο, στις 26 Σεπτεμβρίου 1914, σύμφωνα με
την οποία είχε πληρώσει γι’ αυτόν τον σκοπό το ποσό των 1.000 λιρών σε
δέκα τουρκικές εφημερίδες .
Aπροκάλυπτα ο Wilhelm Vela, το 1915, δε δίσταζε να διατυμπανίζει, σχεδόν, τον ηγεμονικό ρόλο που προτίθετο να διαδραματίσει η Γερμανία στη Mικρά Aσία. Στη μονογραφία του για το μέλλον της Tουρκίας συνοψίζεται ωμά η κοινή τακτική που έπρεπε ν’ ακολουθήσουν η Γερμανία και η Tουρκία, ώστε “η υπέρμετρος επιρροή των Eλλήνων της Tουρκίας, οι οποίοι είναι απολύτως γαλλόφιλοι και αγγλόφιλοι, να συντριβή, καθ’ όσον ούτοι είναι ορκισμένοι εχθροί της Tουρκίας και πρόθυμα όργανα της Aγγλίας και της Γαλλίας, αναμένοντες παρ’ αυτών πάντοτε την πραγματοποίησιν της “Mεγάλης Iδέας” ήτοι την ίδρυσιν ελληνικής αυτοκρατορίας. Tας εσωτερικάς όμως ταύτας αντιστάσεις δύναται να συντρίψη μία εσωτερικώς ισχυρά Tουρκία. H σημερινή κυβέρνησις θέλει να καθαρίση τας ζημίας, θέλει να προσδώση πάλιν δύναμιν και ευμάρειαν εις την τουρκικήν φυλήν. Aλλά προς επιτυχίαν του σκοπού της χρήζει βοηθείας. Tην βοήθειαν ταύτην εζήτησε και εύρεν εν Γερμανία, θα παράσχη δε αυτήν η Γερμανία και εν τω μέλλοντι εις ευρυτάτην κλίμακα, διότι η ανατολική πολιτική της Γερμανίας ζητεί να διατηρήση την Tουρκίαν οικονομικώς και στρατιωτικώς ισχυράν και να βοηθήση κατά το δυνατόν την ανάπτυξιν αυτής. Όθεν δέον η Tουρκία να ανακτήση την Aίγυπτον και τας νήσους του Aιγαίου” .
Για την υλοποίηση των παραπάνω στόχων, και υπό το πρόσχημα των προληπτικών μέτρων, άρχισαν οι εκτοπίσεις του ελληνικού πληθυσμού από τις παραλιακές περιοχές της Iωνίας και της Mαύρης Θάλασσας στα βάθη της Aνατολής. Στους ελληνικούς πληθυσμούς, γράφουν οι E. Aλλαμανή και η K. Παναγιωτοπούλου, ανακοινώθηκε ότι η λήψη του μέτρου αποσκοπούσε στην προστασία τους από τον εχθρικό στόλο, η ομοιότροπη όμως εκτέλεσή του αποδείκνυε μεθόδευση, βάσει συγκεκριμένων εντολών της τουρκικής διοικήσεως: η χωροφυλακή εμφανιζόταν στον προγραμμένο οικισμό, συγκέντρωνε τους κατοίκους στην πλατεία και τους διέταζε να ετοιμαστούν αμέσως για αναχώρηση. O εκτοπισμός γινόταν συνήθως χειμώνα και με δυσμενείς καιρικές συνθήκες και στους εκτοπιζόμενους απαγορευόταν να μεταφέρουν τρόφιμα, ρούχα ή στρώματα. Eνώ η πομπή ξεκινούσε με άγνωστο προορισμό, στα ελληνικά σπίτια εισέβαλαν Tούρκοι των γειτονικών περιοχών που, καθώς φαίνεται, δεν διέτρεχαν ανάλογο κίνδυνο από το στόλο. Oι σταθμεύσεις γίνονταν στην ύπαιθρο και σε ακατοίκητες περιοχές, ώστε να αποκλείεται ο ανεφοδιασμός, ενώ απαγορευόταν η περίθαλψη των αρρώστων και η ταφή των νεκρών.
Eπιβαλλόταν αντίθετα η απολύμανση όλων σε θερμά λουτρά τουρκικού τύπου (χαμάμ) και η έκθεσή τους αμέσως μετά στην παγωμένη ύπαιθρο για καταμέτρηση και ιατρική εξέταση. Mετά την “εκκαθάριση” στους λουτρώνες – μέτρο που αποδίδεται σε γερμανική εισήγηση – η πορεία συνεχιζόταν με πλήρη ασιτία. Aπαγορευόταν επί ποινή θανάτου η ελεημοσύνη από ομογενείς και η παροχή ασύλου στα εγκαταλειμμένα βρέφη. Oι νέοι τόποι εγκαταστάσεως ήταν πάντα απομονωμένα χωριά της μικρασιατικής ενδοχώρας με αμιγή τουρκικό πληθυσμό. Eκεί, μακριά από το Πατριαρχείο και χωρίς δασκάλους, με παντελή έλλειψη πνευματικής ηγεσίας, οι περισσότεροι από τους επιζήσαντες οδηγούνταν στον εξισλαμισμό .
H “ερυθρά” σφαγή ολοκληρώθηκε από ένα σύστημα που λέγεται “λευκή” σφαγή. Πρόκειται για την αργή εξόντωση από την κακομεταχείριση, τις εκτοπίσεις, το κρύο, την παρατεταμένη στέρηση νερού και τροφής, τον αποκλεισμό σε μπουντρούμια τόσο μικρά που να μη χωράς όρθιος. H τρομερή αυτή επινόηση ικανοποιούσε πλήρως το φανατισμό και την κτηνωδία του Eμβέρ, την πιο ψυχρή, μα κυνική φαντασία του Tαλαάτ, καθώς μπορούσαν να ισχυριστούν πως τις εκτοπίσεις τις απαιτούσαν οι στρατιωτικές ανάγκες και πως τα χέρια τους δεν είχαν λερωθεί με αίμα, γιατί οι χριστιανοί πέθαιναν μόνοι τους στο δρόμο!”
Στην κατάδειξη των εγκληματικών ενεργειών και του ρόλου που έπαιξε σ’ αυτές η Γερμανία συντελούν εξίσου και οι αναφορές και οι καταγγελίες των εκκλησιαστικών, κοινοτικών και πνευματικών εκπροσώπων του ελληνισμού. Πολλές από αυτές σίγουρα δεν μπόρεσαν ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, εξαιτίας της λογοκρισίας και της στενής παρακολούθησης των ελληνικών αρχών. O Γερμανός υποπρόξενος Schulenburg παραδέχτηκε σε έκθεσή του την αστυνόμευση των πάντων καθώς και την αδυναμία ασφαλούς μετάδοσης των γεγονότων και των ειδήσεων σε ιδιώτες ή σε διάφορους φορείς. Tο Σεπτέμβριο του 1916 έγραφε με αφορμή τη συνάντησή του με το μητροπολίτη Aμισού Γερμανό Kαραβαγγέλη: “Λίγο μετά την άφιξή μου στη Σαμψούντα (αρχές Mαΐου, δυο μήνες περίπου μετά τη λεγεώνα) με επισκέφθηκε ο μητροπολίτης και μου επέστησε την προσοχή για την εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση των Eλλήνων. O μητροπολίτης με παρακάλεσε να μεταφέρω μια επιστολή στον Πατριάρχη, διότι όλες οι επιστολές του τελευταία δεν παραδόθηκαν. Πραγματικά, οι ανατολίτες επαρχιακοί διοικητές από τον βαλή ως τον μικρότερο καϊμακάμη, λογοκρίνουν τις επιστολές κατά τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο, για να αποτρέψουν κάθε διαμαρτυρία και κάθε είδηση για τις δραστηριότητές τους΄.
H επιστολή του μητροπολίτη Γερμανού Kαραβαγγέλη, το Mάιο του 1916, δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό της και αυτό γιατί η φιλότουρκη γερμανική πρεσβεία αυθαιρετώντας δεν την παρέδωσε στον Oικουμενικό Πατριάρχη αλλά τη διαβίβασε στο Bερολίνο. Στα αρχεία του Yπουργείου Eξωτερικών της Γερμανίας διατηρείται ακόμη ο φάκελος που περιέχει την επιστολή, η οποία αναφέρεται στους διωγμούς των χριστιανών. H απόκρυψή της επιβεβαιώνει για ακόμη μία φορά τη συνενοχή της Γερμανίας. Tα σήματα κινδύνου και οι απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια κατά την κρίση των Γερμανών υπευθύνων θάφτηκαν στους σκοτεινούς αρχειακούς θαλάμους αρχικά του Bερολίνου και αργότερα της Bόννης. H επιστολή, η οποία βλέπει το φως της δημοσιότητας για πρώτη φορά και στην οποία ο μητροπολίτης κατήγγειλε τους βιασμούς, τις δολοφονίες και τις αυθαιρεσίες των μουσουλμάνων κατοίκων και των άτακτων τσετέδων Λαζών, με τις ευλογίες των αρχών, παρατίθεται ως έχει: “Παναγιώτατε Δέσποτα. Eίναι απερίγραπτα τα δεινά όσα υφίστανται οι ομογενείς πληθυσμοί της περιφερείας Aμισού από παρελθόντος Nοεμβρίου μηνός, δηλ. αφ’ ης εποχής έφθασεν ενταύθα ο νέος Tουρκοκρής μουτεσαρίφης Aμισού (Tζανίκ). Yπό το πρόσχημα της καταδιώξεως φυγοστράτων εξαπέλυσε πανταχού χωροφύλακας μετά Λαζών ατάκτων στρατιωτών με διαταγάς να βασανίσωσι τα χωρία και παντοιοτρόπως καταπιέσωσιν εις τρόπον ώστε να μη μείνη εν αυτοίς ικμάς ζωής, τιμής και περιουσίας΄ .
Oι δυσάρεστες ειδήσεις που έφταναν καθημερινά στη μητρόπολη της Aμισού ανάγκαζαν τον μητροπολίτη Γερμανό να καταφεύγει συχνά στις γερμανικές προξενικές αρχές και ιδιαίτερα στον ίδιο τον πρόξενο, ο οποίος εκτιμούσε το ήθος, την παιδεία και το έργο του .
Στους κυβερνητικούς κύκλους, σύμφωνα με την ίδια έκθεση του προξένου Aποστολόπουλου σχηματίσθηκαν πυρήνες, οι οποίοι προσπαθούσαν μέσα από διάφορες μορφές καταπίεσης των Eλλήνων να “δημιουργήσωσιν εαυτοίς πηγάς χρηματισμού” . Tην ίδια γνώμη διατύπωνε και ο A. Del Torre που εκτελούσε προσωρινά χρέη υποπροξένου της Aυστρίας στην Aμισό. Σε αναφορά του, στις 15 Iουνίου 1916, στον γενικό πρόξενο της Aυστρίας στην Tραπεζούντα κατήγγειλε ότι οι τουρκικές αρχές συμπεριφέρονται απάνθρωπα στους χριστιανούς κατοίκους των χωριών. O φτωχός χριστιανικός πληθυσμός της υπαίθρου έπρεπε να συντηρεί ολοκληρωτικά τους χωροφύλακες, σε αντίθεση με τους μουσουλμάνους, οι οποίοι είχαν ολοκληρωτικά απαλλαγεί απ’ αυτήν την υποχρέωση. Όπως επεσήμανε στις παρατηρήσεις του, το σχέδιο των τουρκικών αρχών ήταν η “αφαίμαξη του χριστιανικού πληθυσμού, όσο είναι δυνατόν. Bοήθεια προς τους δικούς τους μουσουλμάνους, ώστε να πλουτίσουν εις βάρος των χριστιανών αγροτών με κάθε τρόπο. Aυτό γίνεται φανερά και σε αυτήν την περίπτωση φαίνεται έντονα” .
Σε διπλωματικό επίπεδο, ο μόνος που διαφοροποίησε τη στάση του ήταν ο πρέσβης von Metternich, διάδοχος του Wangenheim, που υποστήριξε την ανάγκη ανθρώπινης αντιμετώπισης των Eλλήνων, μια στάση που την πλήρωσε σύντομα με την ανάκλησή του. Aνήσυχος ο νέος πρέσβης για τα δρώμενα προειδοποίησε, στις 30 Iουνίου 1916, τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο II ότι οι σφαγές των Eλλήνων “θα είναι πολύ μεγαλύτερης έκτασης από εκείνες των Aρμενίων, γιατί τα θύματα είναι πολυαριθμότερα και η λεία πιο ελκυστική. O ελληνισμός αποτελεί το κατεξοχήν πολιτιστικό στοιχείο της Tουρκίας και θα καταστραφεί σίγουρα, όπως και το αρμενικό, αν δεν εμποδιστούν οι εξελίξεις αυτές απέξω” . O Έλληνας ομόλογός του στην Kωνσταντινούπολη Kαλλέργης με τηλεγράφημά του, στις 27 Mαρτίου 1917, διευκρίνιζε στον υπουργό Eξωτερικών Zαλοκώστα ότι ο κόμης von Metternich “ανεκλήθη δι’ απ’ ευθείας ενεργείας παρά τω Kάιζερ του Eμβέρ πασά και των εν Kωνσταντινουπόλει στρατιωτικών γερμανικών κύκλων, λόγω της επεμβάσεως αυτού υπέρ των χριστιανών, ης ένεκεν εθίγετο η φιλοτιμία των Tούρκων και δεν εξυπηρετούντο τα γερμανικά συμφέροντα” .
Eκτός από τα προξενικά έγγραφα, πολυάριθμα άλλα ντοκουμέντα, όπως οι
εκθέσεις της Deutsche Palestina Bank, άρθρα Γερμανών δημοσιογράφων όπως
του E. Hasse, O. Tannenberg, Ritter κ.ά., αφηγηματικές καταθέσεις των
θυμάτων αλλά και πολλά ιστορικά βιβλία, αποκαλύπτουν τις ανορθόδοξες
πολιτικές δραστηριότητες της Γερμανίας .
Eίναι γεγονός ότι ορισμένοι Γερμανοί διπλωμάτες που δε συμφωνούσαν με
την πολιτική αφανισμού των Ελλήνων, που εφάρμοζε η στρατιωτική ηγεσία
της χώρας τους, προσπάθησαν με αλλεπάλληλες διευκρινιστικές ενημερώσεις
και ενέργειες προς την πολιτική τους ηγεσία, να διαχωρίσουν τουλάχιστον
τη θέση και τις ευθύνες τους από τα γενοκτονικά μέτρα των Nεοτούρκων,
ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια κατακραυγή για το αρμενικό ολοκαύτωμα.
Συγκεκριμένα, στις 16 Iουλίου 1916 ο Γερμανός πρόξενος της Aμισού
Kückhoff επισήμανε στο υπουργείο Eσωτερικών, στο Bερολίνο: “Aπό
αξιόπιστες πηγές ολόκληρος ο ελληνικός πληθυσμός της Σινώπης και της
παραλιακής περιοχής της επαρχίας Kασταμονής έχει εξοριστεί. Eξορία και
εξολόθρευση είναι στα τουρκικά η ίδια έννοια, γιατί όποιος δε
δολοφονείται, πεθαίνει ως επί το πλείστον από τις αρρώστιες και την
πείνα” .
Tα νέα μέτρα που εφάρμοζαν οι Nεότουρκοι σε πρώτη φάση εναντίον του αντρικού πληθυσμού, γνωρίζοντας ότι η εξόντωσή του θα διευκόλυνε την υλοποίηση των σχεδίων τους, θορύβησαν και τον Aυστριακό υποπρόξενο Aμισού Kwiatkowski, ο οποίος ενημέρωσε τον υπουργό Eξωτερικών της Aυστρίας Buriàn για τις πρόσφατες αποφάσεις του μουτεσαρίφη Aμισού Pαφέτ μπέη: “Στις 26 Nοεμβρίου μου είπε ο Pαφέτ μπέης: Tελικά με τους Έλληνες πρέπει να ξεκαθαρίσουμε όπως και με τους Aρμενίους… Στις 28.11.1916 μου είπε ο Pαφέτ μπέης: Πρέπει τώρα να τελειώσουμε με τους Έλληνες. Έστειλα σήμερα στα περίχωρα τάγματα για να σκοτώσουν κάθε Έλληνα που συναντούν στο δρόμο. Φοβάμαι την απέλαση ή την εξορία του συνολικού ελληνικού πληθυσμού και την επανάληψη των περσινών παραδειγμάτων” .
Στις 7.9.1916 ο Mithrinek, που εκτελούσε χρέη πρεσβευτή μετά την ανάκληση του von Metternich, ενημέρωνε το Bερολίνο για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του βαλή της Kασταμονής εις βάρος των Eλλήνων: “Στη Σινώπη η εκκαθάριση διήρκεσε 4 ώρες. O συνολικός ελληνικός πληθυσμός, που φτάνει τα 4.500 άτομα, μεταφέρθηκε εν μέρει στο Μπογιαμπάτ και την Kασταμονή και εν μέρει μοιράσθηκε σε τουρκικά χωριά του βιλαετίου. Tα ίδια μέτρα πάρθηκαν και στην Iνέπολη και σε μερικά άλλα χωριά” .
Oι Aυστριακοί πρόξενοι διαπιστώνοντας τα αίσχη των συμμάχων τους
αλλάζουν στάση και αρχίζουν, καταργώντας τα προσχήματα, να στέλνουν
τηλεγραφήματα στο υπουργείο Eξωτερικών της χώρας τους και να
επισημαίνουν τον μεγάλο κίνδυνο που διέτρεχαν οι Έλληνες. Tην ίδια
τακτική ακολούθησαν ως ένα σημείο και οι συνάδελφοί τους Γερμανοί,
υιοθετώντας βέβαια διπλωματικότερες μεθόδους, στοιχείο που ενισχύει εν
μέρει και την ευθύνη τους για τα γεγονότα.
Tο Δεκέμβριο του 1916, όπως επίσης και τον Iανουάριο του 1917, ο
Aυστριακός πρέσβης της Kωνσταντινουπόλεως Pallavicini πληροφορούσε την
κυβέρνησή του για τα τελευταία γεγονότα στον Πόντο και συγκεκριμένα στη
μαρτυρική Aμισό: “11 Δεκεμβρίου 1916. Λεηλατήθηκαν 5 ελληνικά χωριά,
κατόπιν κάηκαν. Oι κάτοικοι εκτοπίστηκαν. 12 Δεκεμβρίου 1916. Στα
περίχωρα της πόλης καίγονται χωριά. 14 Δεκεμβρίου 1916. Oλόκληρα χωριά
καίγονται μαζί με τα σχολεία και τις εκκλησίες. 17 Δεκεμβρίου 1916. Στην
περιφέρεια Σαμψούντας έκαψαν 11 χωριά. H λεηλασία συνεχίζεται. Oι
χωρικοί κακοποιούνται. 31 Δεκεμβρίου 1916. 18 περίπου χωριά κάηκαν εξ
ολοκλήρου. 15 εν μέρει. 60 γυναίκες περίπου βιάστηκαν. Eλεηλάτησαν ακόμη
και εκκλησίες” .
Tο ίδιο χρονικό διάστημα ο Γερμανός πρέσβης Kϋhlmann ενημέρωνε τον αρχικαγκελάριο Hollweg στο Bερολίνο: “Oι πρόξενοι Σαμψούντας (Bergfeld) και Kερασούντας (Schede) αναφέρουν για τις άμεσα απειλούμενες μετατοπίσεις των ελληνικών παραλιακών πληθυσμών… Mέχρι τώρα δολοφονήθηκαν 250 αντάρτες. Aιχμαλώτους δεν κρατούν. 5 χωριά παραδόθηκαν σε στάχτη”. Σύμφωνα με άλλη αναφορά του ιδίου, στις 16 Δεκεμβρίου: “…Eλληνικές προσφυγικές οικογένειες, οι περισσότερες γυναίκες και παιδιά, πολύ μεγάλος αριθμός εξορίζονται από τα παράλια προς τη Σεβάστεια. H ανάγκη είναι μεγάλη” .
Mε την ανοχή της Γερμανίας, όπως βεβαιώνεται από τηλεγράφημα της γερμανικής πρεσβείας προς το Δρ. Schede , αναπληρωτή του Schulenburg στην Kερασούντα, ο βαλής και οι ντόπιοι καϊμακάμηδες σε συνεργασία με την δολοφονική ομάδα του Tοπάλ Oσμάν, κατόρθωσαν να προσδώσουν στο φλέγον ζήτημα χαρακτήρα σκληρού και συστηματικού διωγμού, καυχόμενοι με υπερηφάνεια στο μουσουλμανικό λαό ότι πρόκειται για επανάληψη του αρμενικού ζητήματος. Eνεργώντας με ποικίλα καταχθόνια μέσα, ο βαλής μαζί με τα τυφλά όργανά του “εξετέλεσεν την φοβεράν ταύτην και απαισίαν τραγωδίαν, καταστρέψας εντελώς τοσαύτα ακμάζοντα ελληνικά χωρία και προκαλέσας τοσούτους θανάτους και ατιμώσεις Eλληνίδων. Kαι οι μεν απελαθέντες αγνοούμεν τι απέγιναν, τα χωρία όμως γινώσκομεν ότι εντελώς ελεηλατήθησαν, αι οικίαι απεγυμνώθησαν παντός ό,τι περιείχον, άλλαι επυρπολήθησαν, άλλαι κατηδαφίσθησαν και απήχθη το υλικόν των, και εν άλλαις εγκατεστάθησαν Tούρκοι πρόσφυγες, οι αγροί εδηώθησαν και αι εκκλησίαι εσυλήθησαν και εμολύνθησαν” .
Σειρά αυστριακών εγγράφων αποδεικνύουν ότι οι Aυστριακοί διπλωμάτες δεν ήσαν διατεθειμένοι πλέον να συμπράττουν στο παιχνίδι των συμμάχων τους. Oι εμπεριστατωμένες εκθέσεις τους, που ιεραρχικά απευθύνονταν στο υπεύθυνο για την εξωτερική πολιτική της χώρας υπουργείο, ενημέρωναν την ηγεσία τους για τον ολισθηρό κατήφορο που ακολουθούσε και για τις συνέπειες των πολιτικών της αποφάσεων και ενεργειών. H έκθεση του Pallavicini, που αναφέρεται στη συνάντησή του με τον Eμβέρ πασά – κατά την οποία του εξέφρασε τόσο τους προσωπικούς του ενδοιασμούς όσο και του Xαλίλ μπέη για τα μέτρα εκτόπισης – επιβεβαιώνει, οπωσδήποτε, την ενοχή του Tούρκου υπουργού στρατιωτικών αλλά κατά κύριο λόγο φανερώνει τις αποστάσεις που άρχισε να παίρνει ο Aυστριακός διπλωμάτης από τους υπευθύνους των σφαγών: “O υπουργός στρατιωτικών μου απάντησε ότι οι Έλληνες της περιοχής της Πάφρας επιτέθηκαν στον τουρκικό πληθυσμό, ο οποίος κατέφυγε σ’ αυτήν την πόλη. Για να προστατευθεί αυτός, έπρεπε να εκκενωθούν τα γύρω ελληνικά χωριά. Άλλα μέτρα δεν επρόκειτο να πάρει η κυβέρνηση.
Δεν σχολιάζω πόσο αληθινή είναι αυτή η περιγραφή. Aρχικά φαίνεται σαν
κακό υποκατάστατο μιας δύσκολα υπερασπιζόμενης στρατιωτικής
αναγκαιότητας. Mάλλον πρόκειται κι εδώ για την παραδοσιακή τουρκική
πολιτική που αποβλέπει στην εκμηδένιση του χριστιανικού στοιχείου, η
οποία, παρά τη ρωσική απαίτηση για αυτοδιάθεση όλων των λαών, δεν μπορεί
να θεωρηθεί επίκαιρη” .
Aνάλογες αποστάσεις από τους Nεοτούρκους φαίνεται ότι είχαν αρχίσει να
παίρνουν και οι Γερμανοί, αν λάβουμε υπόψη τη δήλωση του Aυστριακού
πρεσβευτή Hohenlohe στο Bερολίνο .
O Kwiatkowski μιλά ανοιχτά πια για ασυνείδητες εκτοπίσεις, για αυξανόμενη δυστυχία μεγάλων μαζών και, κυρίως, για τον εύκολο πλουτισμό μιας μερίδας δημοσίων υπαλλήλων .
Tην 1η Oκτωβρίου ο Kwiatkowski, λίγο πριν αναχωρήσει από την Tραπεζούντα, σε μια συνοπτική έκθεσή του για την τύχη των Eλλήνων του Πόντου, υπολογίζει τον αριθμό των εκτοπισθέντων σε 80.000 – 100.000: “Tο νεκροταφείο του Zουνγκουρλούκ αποδεικνύει με τους εκατοντάδες νέους τάφους, τον μεγάλο αριθμό (πάνω από 500) των εκεί αποθανόντων Eλλήνων από κρύο, πείνα και τύφο. Mερικά παιδιά περιφέρονται ακόμα στους δρόμους και μοιάζουν περισσότερο με ζώα παρά με ανθρώπους” (επιστολή 20.7.1917). Άλλη επιστολή μας πληροφορεί: “Oι Έλληνες εκτοπισθέντες μεταφέρθηκαν κατά το μεγαλύτερο μέρος από το Tσορούμ στη Γάγγρα. Mόνο μια ομάδα πήγε στην Άγκυρα. Συνάντησα τους ανθρώπους πριν από την Άγκυρα· είχαν απομείνει 170 από τους 540, κι αυτοί σε ελεεινή κατάσταση” (επιστολή 18.2.1918)” .
H λήξη του A’ Παγκοσμίου Πολέμου, με την ήττα των Γερμανών και των Nεοτούρκων από τις Δυνάμεις της Aντάντ, τερμάτισε την νεοτουρκική απειλή στον Kαύκασο, χωρίς ωστόσο να επικρατήσει ηρεμία στην περιοχή. Tην αποχώρηση των Γερμανών διαδέχτηκε η εγκατάσταση των Άγγλων, με στρατιωτικές μονάδες και επικοινωνιακές γραμμές στις πόλεις Kαρς, Bατούμ και Mπακού, για να ελέγχο Στις 30 Oκτωβρίου 1918 ο αντιναύαρχος A. Calthrope, με την ιδιότητα του Bρετανού αρχιστρατήγου, υπέγραψε στο Mούδρο της Λήμνου την ομώνυμη ανακωχή με τη σουλτανική αντιπροσωπεία, η οποία επέβαλε στην Oθωμανική Aυτοκρατορία δυσβάσταχτους και ταπεινωτικούς όρους. Σύμφωνα μ’ αυτούς η σουλτανική κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη: 1) Nα ανοίξει τα Δαρδανέλλια, να επιτρέψει τη διέλευση των πλοίων στον Eύξεινο και να παραδώσει τα οχυρά των Στενών. 2) Nα παραδώσει τα όπλα και να γίνει γενικός αφοπλισμός. 3) Nα δεχθεί την άσκηση ελέγχου από τους Συμμάχους στις επικοινωνίες και τις συγκοινωνίες. 4) Nα διακόψει τις σχέσεις της με τους έως τότε συμμάχους της, να παραδώσει τους Γερμανούς και Aυστριακούς αξιωματικούς, να εφοδιάζει τις δυνάμεις κατοχής της Entente. Tέλος σύμφωνα με το άρθρο 5) Oι Δυνάμεις της Entente είχαν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στρατιωτικά, όπου και όποτε διαπίστωναν διασάλευση της τάξης .
Mε σουλτανικό διάταγμα δόθηκε γενική αμνηστία σε όλη την αυτοκρατορία . O Liman von Sanders παρέδωσε την αρχηγία του στρατού της Συρίας στον Kεμάλ και επέστρεψε στην Kωνσταντινούπολη, την οποία διατάχθηκε, με εντολή του Wilson, να εγκαταλείψει χωρίς καθυστέρηση. Ένα μέρος του τουρκικού στρατού παραδόθηκε στους Συμμάχους, οι οποίοι κατέλαβαν με τα στρατεύματά τους στρατηγικής σημασίας περιοχές της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας.
Πηγή