Σάββατο 11 Απριλίου 2015

ΣΗΜΑΙΑ ”ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΥΜΒΟΛΟ”


ΣΗΜΑΙΑ ”ΤΟ ΙΕΡΟ ΣΥΜΒΟΛΟ”
Εισαγωγή

Η σημαία αποτελείται από ένα κομμάτι υφάσματος – παλαιότερα από βαμβάκι, λινό ή μετάξι, σήμερα από νάιλον ή πολυέστερ – το οποίο απεικονίζει κάποιο σχήμα ή έμβλημα, μιας και οι σημαίες, κατά γενική ομολογία, έχουν συμβολική σημασία. Η σημαία, όμως, δεν είναι απλώς “τεμάχιον υφάσματος”, όπως αναφέρει κάποια παλιά εγκυκλοπαίδεια, αλλά ένα σύμβολο που ενσαρκώνει ένα σωρό συναισθήματα και που εμφανίζεται σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία, από τα πεδία των μαχών μέχρι τα γήπεδα.

Η σημαία αποτελεί για μια χώρα, ένα κράτος, το ιερότερο σύμβολό του, το πιο τιμημένο και αγαπητό από το λαό του, την πολιτεία, το στράτευμα και την εκκλησία του, το οποίο είναι κι αυτό που ουσιαστικά το αντιπροσωπεύει σε κάθε επίσημο και ανεπίσημο βήμα στο οποίο εμφανίζεται, εντός και εκτός της εδαφικής του επικράτειας (διπλωματικές και ειρηνευτικές αποστολές, εκδηλώσεις, κατορθώματα, κατακτήσεις κ.τ.λ.).
Η σημαία αποτελεί για όλα τα κράτη ένα σύμβολο στο οποίο αποδίδεται ιδιαίτερη και πολλές φορές ανυπέρβλητη ευλάβεια: αποτελεί το υψηλότερο σύμβολο ενός κράτους, μιας και σ’ αυτό συμπυκνώνεται η ιστορία του, το παρελθόν του, το παρόν του, η προοπτική του στο μέλλον, και αυτός που την κρατάει πρέπει να είναι και αποφασισμένος να την υπερασπιστεί με όλα τα μέσα, ακόμη και με τη ζωή του, αν αυτό κριθεί αναγκαίο. Όλη η δυσνόητη ιδέα της πατρίδας και του κράτους περικλείεται μέσα στη σημαία.
Είναι τόσο στενά συνδεδεμένη η έννοια της σημαίας με την ελευθερία, ώστε και η ελάχιστη προβολή της σε εποχές σκλαβιάς και καταπίεσης σκορπάει ρίγη συγκίνησης, που αναστατώνουν τους σκλαβωμένους και τους ξεσηκώνουν σε επανάσταση, γι’ αυτό και πάντοτε οι κατακτητές λαμβάνουν δρακόντεια μέτρα για να μην εμφανίζεται η σημαία της σκλαβωμένης χώρας. Παράλληλα, η έκφραση αποστροφής ή σθεναρής αντίθεσης σ’ ένα κράτος ή ένα λαό εκτονώνεται συνήθως πάνω στη σημαία του, η οποία καίγεται κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων. Η σημαία στην Ελλάδα, καθώς και στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου, κυματίζει καθημερινά σε όλα τα διοικητικά και κυβερνητικά κτίρια, τα δικαστήρια, τα εκπαιδευτήρια, τις εκκλησίες και τα μοναστήρια, στις στρατιωτικές μονάδες, τις διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού, στα συμμαχικά στρατηγεία που υπηρετούν Έλληνες αξιωματικοί, στα πολεμικά και εμπορικά πλοία, αλλά και στην έδρα του ΟΗΕ, του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών στους οποίους συμμετέχει η Ελλάδα.
Ενώ κατά τις εθνικές επετείους (25η Μαρτίου, 28η Οκτωβρίου) και τοπικές εορτές (π.χ. απελευθέρωση του Κιλκίς) κοσμεί τα μπαλκόνια των σπιτιών, τις κολόνες των δρόμων και τους ανεμοθώρακες των λεωφορείων και των τρόλεϊ, ως σύμβολο ενότητας του λαού και διατήρησης της ιστορικής μνήμης. Όταν το κράτος πενθεί, η σημαία κυματίζει μεσίστια, όπως συμβαίνει και σε περιπτώσεις θρησκευτικού πένθους (Μεγάλη Παρασκευή). Σ’ αυτήν απονέμονται οι ύπατες τιμητικές διακρίσεις της πολιτείας, ο Πολεμικός Σταυρός Α΄ Τάξεως και ο Ταξιάρχης του Αριστείου Ανδρείας. Την Ελληνική σημαία φέρουν σε ευδιάκριτο σημείο όλα τα χερσαία, πλωτά και πτητικά μέσα των Ενόπλων Δυνάμεων, ενώ οι Έλληνες στρατιώτες/ ναύτες/ σμηνίτες ορκίζονται να υπερασπίζουν και με την τελευταία ρανίδα αίματός τους τη σημαία. Το Εθνόσημο – το οποίο και αποτελεί το έμβλημα της Ελληνικής Δημοκρατίας – αποτελεί παραλλαγή της σημαίας και φέρεται σε όλα τα καλύμματα κεφαλής (πηλήκιο, πηλήσκος, μπερές, δίκοχο, τζόκεϊ) των μελών του Στρατού Ξηράς, του Πολεμικού Ναυτικού, της Πολεμικής Αεροπορίας, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Λιμενικού Σώματος και του Πυροσβεστικού Σώματος.
Η σημαία αποτελεί ένα από τα υψηλά εκείνα σύμβολα που τιμά ο στρατός, όπως περιγράφεται αναλυτικότερα στο Στρατιωτικό Κανονισμό 20-1 (άρθρα 16, 18 και 63). Με τη σημαία καλύπτονται τα φέρετρα των αξιωματικών, ανθυπασπιστών, υπαξιωματικών και οπλιτών που απεβίωσαν κατά την υπηρεσία τους (πλην των αυτοκτονούντων)· ανάλογης τιμής τυγχάνουν οι αξιωματικοί σε πολεμική διαθεσιμότητα, καθώς και οι εν ενεργεία έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίτες (Κανονισμός Εξωτερικής Υπηρεσίας Στρατεύματος ΓΕΕΘΑ, 1992).

Κατά την έπαρση και υποστολή της, γίνεται απόδοση τιμών από Φρουρά (παρουσιάστε) και από ειδικά επιφορτισμένο σαλπιγκτή, ο οποίος παιανίζει ειδικό εμβατήριο. Παραλλαγή της εθνικής σημαίας αποτελούν οι πολεμικές σημαίες των Μονάδων, Συγκροτημάτων, Σχηματισμών και Παραγωγικών Σχολών, οι οποίες στο κέντρο του σταυρού φέρουν τον προστάτη Άγιο του Όπλου τους (τον έφιππο Άγιο Γεώργιο για το Πεζικό και τον υπόλοιπο Στρατό Ξηράς , πλην του Πυροβολικού, το οποίο δε διαθέτει πολεμική σημαία, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ επί νεφών για την Αεροπορία και την Αγία Ειρήνη για την Αστυνομία και – μέχρι το 1984 – την Χωροφυλακή· η πολεμική σημαία του Ναυτικού είναι απόλυτα όμοια με την εθνική σημαία).
Επίσης, σύμφωνα με τον “Κανονισμό περί Στολών” του Ελληνικού Στρατού, η Ελληνική σημαία φέρεται στις φαιοπράσινες στολές των εκτός συνόρων στρατιωτικών, οι οποίοι μεταβαίνουν στο εξωτερικό με οποιαδήποτε ιδιότητα. Η σημαία φέρεται, επίσης, στον αριστερό βραχίονα της ειδικής στολής ιπταμένου (χειριστή, ιπτάμενου μηχανικού και αεροναυτίλου). Η απώλεια της σημαίας στη μάχη θεωρείται ασύλληπτη ντροπή και αισχύνη, ενώ αντίθετα η απόκτηση σημαίας του εχθρού προκαλεί υπέρμετρη χαρά και ενθουσιασμό, αποτελώντας ένα από τα σημαντικότερα πολεμικά τρόπαια (Συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου). Έτσι, ο κάθε στρατιώτης που αγαπά και πιστεύει στο ιδανικό της πατρίδας, θα πρέπει να υπερασπίζει τη σημαία με κάθε δυνατό μέσο, προσφέροντας γι’ αυτήν ακόμη και το πολυτιμότερο αγαθό που διαθέτει, την ίδια του τη ζωή.
Ενδεικτικά, αναφέρουμε ένα μύθο που επικρατεί σχετικά με το Όπλο του Πυροβολικού: Το οπλόσημό του αποτελείται από μαύρο φόντο και χιαστί χρυσό πύραυλο και κανόνι, χωρίς όμως να φέρει δάφνη, όπως τα υπόλοιπα Όπλα και τα περισσότερα Σώματα, για ιστορικούς και αισθητικούς λόγους, έλκοντας την καταγωγή του από τη μαυροκίτρινη Βυζαντινή σημαία – το μαύρο χρώμα, που καθορίστηκε το 1914 (σε αντικατάσταση του ερυθρόδανου, το οποίο χρησιμοποιούνταν μεταξύ 1908-1914), συμβολίζει την πυρίτιδα και το κίτρινο τη σοφία.
Λόγω του μαύρου χρώματος του οπλοσήμου, της απουσίας δάφνης σ’ αυτό, αλλά και της μη ύπαρξης πολεμικής σημαίας για το Πυροβολικό, αρχικά από μια ζηλότυπη αντιπαλότητα προς το Όπλο (πολεμά εκ του μακρόθεν, αντίθετα από τα άλλα Όπλα που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή, ενώ υπάρχει μια νοοτροπία ότι το Πυροβολικό είναι κάπως πιο εκλεπτυσμένο όπλο, ο “πρίγκιπας” του Στρατού), επικράτησε μια περιδεής φήμη ότι τάχα το Πυροβολικό στερείται τη δάφνη επειδή είναι “άτιμο Σώμα”, γιατί δήθεν κατά τον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897 έχασε τη σημαία σε μια μάχη (υπάρχει και παραλλαγή που το φέρει να αποκοιμήθηκε στο πεδίο της μάχης).
Κάτι τέτοιο σαφώς δεν ισχύει (το Πυροβολικό ουδέποτε είχε σημαία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να τη χάσει!), ούτε ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι ενδεικτικό της σοβαρότητας που κατέχει στη συνείδησή μας η απώλεια της σημαίας.

Στο άκουσμα της λέξης σημαία ή με τη στιγμιαία στροφή του βλέμματος προς μια σημαία που κυματίζει, αυτόματα ενεργοποιούνται λανθάνοντες συνειρμοί και συναισθήματα. Το αναρτημένο σε κοντάρι (κοντός) «απλό τεμάχιο υφάσματος» μ’ ένα ή περισσότερα χρώματα και σύμβολα εξυπηρετεί αρχικά την ανάγκη του ανθρώπου να ανήκει σε μια ομάδα, σε μια φυλή, σ’ ένα κράτος. Αποτελεί το κοινό σημείο, την κοινή αναφορά ενός συνόλου ανθρώπων, οργανωμένο σε μία κρατική οντότητα. Η έννοια της σημαίας είναι συνδεδεμένη με την οργάνωση του κράτους. Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα του Ελληνικού έθνους ανέδειξε τη σημαία σε εθνικό σύμβολο, απογυμνώνοντάς την από την καθαρά εννοιολογική σημασία της. Ο ρόλος και η λειτουργία της σημαίας δεν περιορίζεται απλά και μόνο στην τυπική διάκριση μεταξύ των κρατών, αλλά υπερβαίνει κατά πολύ αυτή την πρακτική χρήση της.
Η σημαία είναι το ιερότερο σύμβολο που μέσα από τις παραστάσεις – σύμβολα και τα χρώματά της κωδικοποιεί την ιστορία και το γίγνεσθαι ενός λαού, συμπυκνώνει τους αγώνες και τις θυσίες του, και σηματοδοτεί την παρουσία του στον ανθρώπινο πολιτισμό. Εκφράζει και περικλείει τη θρησκευτική πίστη και τα οράματα του, και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιδέα της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας.
Η ύπαρξη πολεμικών σημαιών υποδηλώνει την αγάπη και τους δεσμούς με την πατρίδα και είναι συνυφασμένη με την τιμή των πολεμιστών. Οι στρατευμένοι ορκίζονται εθελοθυσία για να την προστατεύσουν και η κυρίευση της πολεμικής σημαίας του εχθρού στο πεδίο της μάχης προκαλεί ανείπωτη χαρά και ενθουσιασμό στο νικητή και αισχύνη στον ηττημένο.
Διάκριση Έθνους και Κράτους Αντίθετα με ό,τι πιστεύεται από πολλούς, σημαίες υπάρχουν μόνο εκεί που υφίστανται Κράτη, όχι Έθνη. Η σημαία είναι σήμερα εξ ορισμού ένα σύμβολο που εκφράζει κάποιο λαό που ζει σ’ ένα κρατικό σύνολο, μιας και εκπροσωπεί την κρατική του οντότητα. Τα έθνη δεν βρίσκουν την έκφρασή τους σε σημαίες, αλλά σε πολιτιστικά στοιχεία και συμβολισμούς, όπως η γλώσσα, η θρησκεία και η εθνική συνείδηση.
Ωστόσο, χρησιμοποιείται σήμερα ο όρος “εθνικός” κατ’ οικονομία και σαν ταυτόσημος του “κρατικός”, κάτι που φαίνεται να δέχεται σήμερα και η κοινωνιολογική επιστήμη και ορολογία. Έτσι, άνθρωποι με Αγγλικό-Ισπανικό-Γαλλικό πολιτιστικό υπόβαθρο ζουν σήμερα σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και, μολονότι μοιράζονται μια κοινή πολιτιστική καταγωγή και κουλτούρα, δεν τους εκφράζει η σημαία της Αγγλίας-Ισπανίας-Γαλλίας, αλλά η σημαία της χώρας από την οποία κατάγονται.
Παράλληλα, υπάρχει και η περίπτωση του Αραβικού έθνους ( το οποίο εκτείνεται από τις ακτές του Ατλαντικού μέχρι τον Περσικό Κόλπο και από τα βάθη της Ασίας μέχρι την κεντρική Αφρική) , για το οποίο δεν υπάρχει μία μόνη σημαία που να το συμβολίζει, παρά μόνο (είκοσι περίπου) ξεχωριστές κρατικές σημαίες Αραβικών κρατών, καθώς και του Κουρδικού έθνους, το οποίο επίσημα δεν έχει δική του σημαία (αν και οι Κούρδοι χρησιμοποιούν διάφορες ανεπίσημες σημαίες), απλούστατα γιατί δεν έχει κράτος.

Η αναφορά στην Ελληνική σημαία ως εθνικού συμβόλου, όσο και αν έχει επικρατήσει στη νοοτροπία των Ελλήνων και το νόημα των βιβλίων της διδασκόμενης ιστορίας, είναι εν μέρει λανθασμένη, γιατί εκφράζει καθαρά το Ελληνικό κράτος και την Ελληνική επικράτεια, δηλαδή η ύπαρξή της είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονη με το σύγχρονο Ελληνικό κράτος, το οποίο ιδρύθηκε το 1830, και καθόλου δεν ταυτίζεται (χρονικά και γεωγραφικά) με το Ελληνικό έθνος, που χάνεται στα βάθη των αιώνων και είναι διασπαρμένο σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης.
Το Ελληνικό έθνος προϋπήρχε του 1830, αλλά όσο ήταν υπόδουλο δεν διέθετε κράτος και, φυσικά, ούτε σημαία. Όμως, η ιδιαιτερότητα του Ελληνικού έθνους, το οποίο έχει μία κοινή θρησκεία, μία κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα και ένα μόνο κράτος, έχουν καθιερώσει τη σημαία (και τον Εθνικό Ύμνο) ως εθνικά σύμβολα, όσο κι αν αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματιστική έννοιά τους.
Ως αποτέλεσμα, οι Έλληνες της διασποράς χρησιμοποιούν την Ελληνική σημαία για να δείξουν την Ελληνικότητά τους, κάτι που δε φαίνεται να συμβαίνει με τα άλλα έθνη, εκτός αν εξαιρέσουμε το Γαλλικό (σε παλαιότερες εποχές και το Αγγλοσαξωνικό), π.χ. στο Γαλλόφωνο Quebec του Καναδά. Έτσι, Ελληνική σημαία θα δούμε τόσο στη μητροπολιτική Ελλάδα, όσο και σε όλο το μείζονα Ελληνισμό, όπου κι αν αυτός κατοικεί.
Η Γέννηση και η Ιστορία των Σημαιών
  Οι αρχαίοι Έλληνες δεν χρησιμοποιούσαν σημαίες, με την αυστηρή έννοια του όρου, αλλά διάφορα διακριτικά σημεία, τα λεγόμενα επίσημα, που διακοσμούσαν τις ασπίδες τους. Τα επίσημα περιλάμβαναν παραστάσεις ζώων και πτηνών (ίππος, φίδι, αετός κ.λπ), μυθικών τεράτων (Μέδουσα, Σφίγγα κ.ά.), σύμβολα (οφθαλμός, ρόδο, αφηρημένα ή μη κ.λπ), γράμματα (Λ, Α, Μ κ.λπ), και ποικίλες συμβολικές παραστάσεις.
Κατά αυτό τον τρόπο, πιθανότατα, η ασπίδα να επιτελούσε το ρόλο της σημαίας. Τα πολεμικά πλοία χρησιμοποιούσαν επίσημα ή σημεία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης) και παράσημα (Πλούταρχος), διακριτικά σημεία που υψώνονταν στο πρωραίο κατάρτι. Επίσης, ήταν σε χρήση η Φοινικίδα, ένα κομμάτι υφάσματος με βαθυκόκκινο χρώμα, από όπου πήρε και το όνομά της. Οι Φοινικίδες χρησιμοποιούνταν ως στοιχεία αναγνώρισης και σήμαιναν την έναρξη, με την ανύψωσή τους ή τη λήξη της μάχης, με την καταβίβασή τους.
Εκτός από την πολεμική τους χρήση, οι κόκκινες σημαίες χρησιμοποιούνταν και στις δημόσιες συνελεύσεις της Εκκλησίας του Δήμου. Στην αρχαία εποχή, οι πρώτοι που επιβεβαιωμένα έκαμαν χρήση σημαίας στην πόλεμο ήσαν οι Σκύθες. Υπάρχουν πληροφορίες ότι οι φάλαγγες του Μεγάλου Αλέξανδρου χρησιμοποιούσαν κόκκινες υφασμάτινες σημαίες, τις οποίες ύψωναν σε σάρισες και έδιναν το σήμα έναρξης της μάχης.
Αργότερα, βλέπουμε ότι και οι υπόλοιποι Έλληνες άρχισαν να κάνουν χρήση σημαιών, θεσμό τον οποίο υιοθέτησε η Εκκλησία του Δήμου, η οποία αρχικά μεταχειριζόταν κόκκινες σημαίες για να δηλώσει την έναρξη ή λήξη συγκέντρωσης και μετέπειτα για διάφορες άλλες συγκεντρώσεις και τελετουργίες. Από το έντονο αυτό κόκκινο χρώμα πήραν το όνομά τους (Φοινικίδες) και έτσι διασώθηκαν στην κλασική και ελληνιστική εποχή, τόσο στην κυρίως Ελλάδα όσο και στη Σικελία και στην Κάτω Ιταλία και, φυσικά, στο Βυζάντιο.

Οι σημαίες αυτές, μετά την κατάκτηση της Ελλάδας από τους Ρωμαίους, συνέχιζαν να κυματίζουν σε κάθε πόλη-κράτος, παράλληλα με την κοινή Ρωμαϊκή σημαία, στην οποία απεικονιζόταν ένας αετός (aquila). Όμως η χρήση των σημαιών, από την αρχαία ακόμη εποχή, δεν περιορίζεται μόνο στη χερσαία (στρατιωτική) χρήση, αλλά επεκτείνεται και στην ενάλια (ναυτική) χρήση, όπου, σύμφωνα με τα στοιχεία που διαθέτουμε, ξεκίνησε η χρήση τους με τη σημασία που τους αποδίδουμε σήμερα. Ονομάζονταν γενικά Επίσημα, καθώς και Σημεία (Ηρόδοτος, Θουκυδίδης και Σουίδας), Φοινικίδες (Πλούταρχος και Πολύαιμος) και Παράσημα (Πλούταρχος).
Ιδιαίτερες ναυτικές σημαίες φαίνεται ότι διέθεταν τόσο οι Μυκηναίοι, οι Ρωμαίοι και οι Βυζαντινοί, όσο και όλοι οι ανεπτυγμένοι λαοί του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Από τη Μεσαιωνική Εποχή και εντεύθεν, γίνεται ευρεία χρήση εμπορικών σημαιών, με τη χρήση σημαιών συγκεκριμένων Βασιλείων να φτάνει στο αποκορύφωμά της [Σκανδιναβία (13ος και 14ος αιώνας), Ισπανία και Πορτογαλία (15ος και 16ος αιώνας), Ολλανδία (16ος και 17ος αιώνας), Ηνωμένο Βασίλειο (17ος και 18ος αιώνας)].
Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους, εκτός από το δεκαεξάκτινο αστέρι της Βεργίνας, χρησιμοποιήθηκαν ευρύτατα και οι Φοινικίδες, αναρτώμενες στις σάρισες και επιτελούσαν τον ίδιο σκοπό. Αργότερα, αποτέλεσαν σημαίες επίλεκτων μονάδων του Μακεδονικού στρατού, ενώ στη συνέχεια υιοθετήθηκαν από όλα τα στρατιωτικά σώματα των Μακεδόνων. Στη Ρωμαϊκή περίοδο, η σημαία ονομαζόταν «Σίγνο» (λατ. Signum, σημείο). Αρχικά τα σίγνα ήταν ειδώλια ζώων ή πτηνών, τα οποία στερεώνονταν πάνω σε κοντό, ενώ αργότερα πήραν τη μορφή υφασμάτινων σημαιών, οι οποίες χαρακτηρίζονταν από την ποικιλία χρωμάτων, σχημάτων και παραστάσεων. Επί εποχής του στρατηγού Μάριου Γάιου (157-86 π.Χ.), το «σίγνο» ήταν κόκκινη σημαία και απεικόνιζε έναν ασημένιο αετό, σύμβολο της δύναμης του Δία, με ανοικτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στους όνυχες.
Ο κοντός της σημαίας διακοσμούνταν με μεταλλικές πινακίδες, στέμματα, μορφές Αυτοκρατόρων κ.ά. Τα σίγνα χρησιμοποιήθηκαν ως σημεία αναφοράς για τους στρατιώτες κάθε λεγεώνας, ενώ για το ιππικό έφεραν την ονομασία vexilla. Θεωρούνταν ιερά σύμβολα και φυλάσσονταν από άνδρες της Αυτοκρατορικής φρουράς. Επίσης, ήταν σε χρήση τα φλάμπουρα (φλάμουλες) (λατ. Flammulae), τα οποία ήταν σημαίες σε σχήμα φλόγας, με δύο ή και τρεις ερυθρές και κυανές «γλώσσες».
Ιδιαίτερα δημοφιλείς στην ξηρά έγιναν οι σημαίες κατά τη Βυζαντινή και Μεσαιωνική Εποχή, όπου, εκτός από τους Αυτοκράτορες, σημαίες είχαν και οι οικογένειες (φατρίες) των ευγενών και ηγεμόνων. Αρχικά, η χρήση τους ήταν καθαρά πρακτική, δηλαδή περιοριζόταν στη σηματοδότηση μιας εδαφικής θέσης που είχε καταληφθεί από τη φυλή/στρατιά ή στην εκ του μακρόθεν αναγνώριση ενός σημείου συγκέντρωσης (κάτι αντίστοιχο με τα σημερινά στρατόπεδα).
Δρασκελώντας τη Βυζαντινή Εποχή, και προχωρώντας στο χρόνο και, ιδιαίτερα, στη μεσαιωνική Ευρώπη (η οποία μαστιζόταν από συχνές και σποραδικές μάχες και πολύχρονους και οργανωμένους πολέμους), βλέπουμε ότι η χρήση των πολεμικών λαβάρων βρίσκει πρόσφορο έδαφος στον τομέα της αναγνώρισης στο πεδίο της μάχης.

Από εδώ γεννιούνται και οι ιδιαίτερες σημαίες, τα γνωστά οικόσημα των διαφόρων ευγενών. Από αυτά τα οικόσημα και τα Αυτοκρατορικά λάβαρα δημιουργούνται στην Αναγεννησιακή Εποχή οι σημαίες των Βασιλείων, οι οποίες στη νεότερη εποχή αποτέλεσαν τη χρωματική βάση για τις σημαίες των κρατών.
Τέλος, οι μεγάλες πόλεις, όπως το Βυζάντιο στην Προποντίδα – η σημαία του ήταν κόκκινη και έφερε την ημισέληνο (σύμβολο της Άρτεμης) – η Μίλητος στα παράλια της Μικράς Ασίας κ.ά. διατήρησαν, και μετά την κατάκτησή τους από τους Ρωμαίους, τις ιδιαίτερες σημαίες τους, τις οποίες ύψωναν στα εμπορικά τους πλοία. Το ειδωλολατρικό σίγνο αντικαταστάθηκε από τον Μ. Κωνσταντίνο, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του εναντίον του Μαξεντίου τον Οκτώβριο του 312 μ.Χ. Επειδή τη βάση του στρατεύματός του αποτελούσαν χριστιανοί, ο Μ. Κωνσταντίνος προσπαθούσε να επινοήσει διάφορες μεθόδους για να ανυψώσει το ηθικό τους και να πολεμήσουν με γενναιότητα και θάρρος.
Η εμφάνιση ενός φωτεινού σταυρού με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», ως θεϊκού οράματος, στο μεσημεριάτικο ηλιόλουστο ουρανό έδωσε την απάντηση και η σημαία που σχεδιάστηκε, ονομάστηκε λάβαρο. Έκτοτε ο σταυρός, ένα χριστιανικό σύμβολο, αντικατέστησε τον αετό. Στη συνέχεια, το λάβαρο του Μ. Κωνσταντίνου αποτέλεσε την αυτοκρατορική σημαία, ενώ ο στρατός χρησιμοποιούσε κίτρινη σημαία με το χριστόγραμμα, σε μαύρο χρώμα, στο μέσο της.
Ο τύπος της σημαίας αυτής ίσχυε και για το ναυτικό, ταυτόχρονα με μία άλλη, η οποία ήταν λευκή με γαλάζιο σταυρό στο μέσο. Σε κάθε μια από τις κόγχες του σταυρού υπήρχε το γράμμα Β, που σήμαινε Βασιλεύς. Βασιλέων. Βασιλεύων. Βασιλευόντων ή μετέπειτα Βασιλεύ. Βασιλέων. Βασιλέα. Βοήθει. Παράλληλα, συνεχίστηκε η χρήση της φοινικίδας, κυρίως στο ναυτικό, και των σημαιών των διαφόρων πόλεων, με τη διαφορά ότι τώρα υπήρχε συνδυασμός ειδωλολατρικών και Χριστιανικών συμβόλων, όπως π.χ. ανεστραμμένη ημισέληνος και Χριστόγραμμα. Ο σταυρός αντικαταστάθηκε για λίγο από τον αετό στη Βυζαντινή σημαία επί αυτοκράτορα Ιουλιανού (361-363), ο οποίος ήταν λάτρης της αρχαίας Ελλάδας και του Δωδεκαθέου.
Μετά το θάνατό του, ο αετός με την κεφαλή προς τα δεξιά, όχι μόνο δεν καταργήθηκε, αλλά καθιερώθηκε ως επίσημη σημαία του Βυζαντίου, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τονιστεί το μεγαλείο και η δύναμη της Αυτοκρατορίας. Ο πολεμικός στόλος υιοθέτησε διαφορετική σημαία από τον στρατό, η οποία απεικόνιζε την εικόνα της Παναγίας, το χριστόγραμμα και τον αετό με ανοικτές φτερούγες. Αρχικά ήταν κόκκινη και αργότερα κυανόλευκη, και διατηρήθηκε έτσι μέχρι την εποχή των Κομνηνών (11ος -12ος αι.).

Ο ιδρυτής της δυναστείας των Κομνηνών, Ισαάκιος Κομνηνός (1057-1059) υιοθέτησε το θυρεό της οικογένειάς του ως τη νέα σημαία του κράτους. Η μορφή του φτερωτού αετόμορφου δικέφαλου θηρίου έλκει την καταγωγή του από την παράδοση της Παφλαγονίας, τόπο καταγωγής του αυτοκράτορα, ο οποίος την απλοποίησε σ. έναν δικέφαλο αετό με ανοικτές φτερούγες και ανοικτούς όνυχες. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο υιοθέτησε τον αετό, προσθέτοντας στο δεξί του πόδι ένα Αυτοκρατορικό σκήπτρο και στο αριστερό μία ποιμαντορική ράβδο. Στη διάρκεια της Λατινοκρατίας, οι Φράγκοι και τα κράτη που προέκυψαν και διεκδίκησαν το προνόμιο του συνεχιστή του Βυζαντίου, οικειοποιήθηκαν τον δικέφαλο αετό. Το κράτος της Νίκαιας υπό τον Ιωάννη Γ΄ Βατατζή (1222-1254) παράλλαξε το έμβλημα, και ο δικέφαλος αετός κρατούσε ρομφαία στο δεξί του πόδι και υδρόγειο με σταυρό στην κορυφή στο αριστερό, ενώ διατηρήθηκε η επίστεψη του ενδιάμεσου των κεφαλών του αετού.
Μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγο (1261-1282), προστέθηκαν στέμματα πάνω από τα δύο κεφάλια του αετού. Το χρώμα της σημαίας ήταν κίτρινο και έφερε χρυσά κρόσσια. Ο τύπος της σημαίας αυτής διατηρήθηκε μέχρι την πτώση της «Βασιλίδος των Πόλεων», στις 29 Μαΐου 1453.
Η πρώτη κρατική σημαία εμφανίζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το Μάιο του 1776 (η γνωστή Αστερόεσσα) και καθιερώνεται επίσημα από το Ηπειρωτικό Κογκρέσο στις 14 Ιουνίου του 1777, ακολουθούμενη χρονικά από τη γαλλική (γνωστή και ως tricolore), η οποία, αν και υπήρχε από τον Ιούλιο του 1790, καθιερώθηκε στις 4 Φεβρουαρίου του 1794 από τη Γαλλική Εθνοσυνέλευση.
Αναλογιζόμενοι ότι η Ελληνική σημαία (γνωστή και ως Γαλανόλευκη) πρωτοεμφανίστηκε το Σεπτέμβριο του 1807 και καθιερώθηκε τον Ιανουάριο του 1822 από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου, τότε αντιλαμβανόμαστε ότι η βαμμένη με αίμα ηρώων και τιμημένη με τις ζωές χιλιάδων πολεμιστών σημαία της Ελλάδας αποτελεί μια από τις παλαιότερες ιστορικά σημαίες της σύγχρονης εποχής και, ως εκ τούτου, της αξίζει η απότιση του ελάχιστου φόρου τιμής της ιστορικής της διαδρομής.
Η Βυζαντινή Σημαία 

Η ιστορία των Βυζαντινών σημαιών είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και εθνικοϊστορικά σημαντική. Αρχικά, το Βυζάντιο χρησιμοποιούσε τη ρωμαϊκή σημαία, που σύμφωνα με την παράδοση σχεδίασε ο στρατάρχης Μάριος (157-86 π.Χ.) και έφερε την ονομασία σίγνο (signum). Η σημαία αυτή, η οποία ήταν κόκκινη και έφερε ασημένιο αετό με ανοικτές φτερούγες και χρυσούς κεραυνούς στα νύχια του, αποτελούσε ίσως το μοναδικό πράγμα που δεν άλλαξε στην πολυτάραχη Ρώμη, η οποία άλλαξε τόσες μορφές πολιτεύματος και υπέφερε αιματηρές και απειλητικές εμφύλιες και πολέμιες συγκρούσεις.
Η μοναδική τροποποίηση που έγινε στη Ρωμαϊκή σημαία ήταν να μεταβληθεί το χρώμα του αετού σε χρυσό και, ταυτόχρονα, να στερηθεί τους κεραυνούς του κατά την εποχή του Αυτοκράτορα Αδριανού (117-138 μ.Χ.). Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν την κόκκινη αυτή σημαία Φοινικίδα, λόγω ακριβώς του χρώματός της.

Η πρώτη καθαρά Βυζαντινή σημαία σχεδιάστηκε το 312 μ.Χ., όταν ο Μέγας Κωνσταντίνος (306-337), προετοιμάζοντας το στρατό του για να αντιμετωπίσει τον τύραννο Μαξέντιο, είδε θεϊκό οιωνό, ένα φωτεινό σταυρό να λάμπει στο μεσημεριάτικο ουρανό με την επιγραφή “EN ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”, τερματίζοντας τη χρήση της (ειδωλολατρικής) ερυθράς σημαίας με τον αετό. Τη νέα σημαία που σχεδίασε ονόμασε λάβαρο και μ’ αυτήν νίκησε στις 26 Οκτωβρίου του 312 στον Τίβερη ποταμό.
Έκτοτε, κάθε δυναστεία του Βυζαντίου χρησιμοποιούσε και τη δική της ιδιόμορφη σημαία· ανάμεσα στα σύμβολα που χρησιμοποιούνταν ήταν η ημισέληνος, η ανεστραμμένη ημισέληνος, ο σταυρός, το χριστόγραμμα κ.τ.λ. Το Ρωμαϊκό αετό στη βυζαντινή σημαία επανέφερε ο αυτοκράτορας Ιουλιανός (361-363), γνωστός και ως Αποστάτης ή Παραβάτης (λόγω των ειδωλολατρικών του αντιλήψεων), ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων στην Κωνσταντινούπολη. Μετά το θάνατό του, το μισητό πλέον μισοφέγγαρο (υπήρξε το έμβλημα της θεάς Αρτέμιδος) διαγράφηκε από τη σημαία, διατηρήθηκε όμως ο περήφανος αετός που έβλεπε δεξιά, ο οποίος και αποτελούσε άρρηκτα συνδεδεμένο σύμβολο με τους Έλληνες και το Βυζάντιο.
Όμως, η μεγάλη αλλαγή στη Βυζαντινή σημαία, η οποία και της έδωσε την τελική της (με μικρές παραλλαγές) μορφή, έγινε στα χρόνια του Ισαάκιου Κομνηνού (1057-1059). Ο φωτισμένος αυτός Αυτοκράτορας καταγόταν από Οίκο της Παφλαγονίας, όπου στην πόλη Γάγγρα υπήρχε ο θρύλος της ύπαρξης φτερωτού αετόμορφου και δικέφαλου θηρίου (γνωστού ως Χάγκα), το οποίο και κοσμούσε το θυρεό του κτήματος της οικογένειάς του στην Καστάμονη.

Έτσι και ο Ισαάκιος το χρησιμοποίησε ως έμβλημα του Βυζαντίου, πάνω σε κίτρινο φόντο, θέλοντας να κυβερνήσει υπό την ηθική προστασία του. Δε συνάντησε καμία αντίσταση, αφού ο αετός της σημαίας είχε ήδη δεχθεί τόσες πολλές τροποποιήσεις. Το ίδιο ακριβώς έμβλημα χρησιμοποίησε και το Οικουμενικό Πατριαρχείο (προσθέτοντάς του μία ποιμαντορική ράβδο στο αριστερό του πόδι και ένα αυτοκρατορικό σκήπτρο στο δεξί), απ’ όπου το οικειοποιήθηκαν οι Φράγκοι και οι Έλληνες το 1204 με την πρώτη άλωση της Πόλης.
Τότε άρχισε να χρησιμοποιείται από το Θεόδωρο Λάσκαρη Α΄ (1204-1222) στη Νίκαια, το παράλλαξε όμως ο Ιωάννης Γ΄ ο Βατάτζης (1222-1254), προσθέτοντας ρομφαία στο δεξί του πόδι και υδρόγειο με σταυρό στο αριστερό πόδι του αετού, ενώ παράλληλα μεγάλωσε τις πτέρυγές του και το ράμφος του έγινε ανοικτό, με τη γλώσσα του να κρέμεται, σημάδι της απειλητικότητάς του. Η σημαία αυτή διατηρήθηκε μέχρι τις 15 Αυγούστου 1261, όταν ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1261-1282) – ο οποίος και είχε την τύχη να ανακαταλάβει την Κωνσταντινούπολη – πρόσθεσε κορώνα πάνω από τα δύο κεφάλια του αετού, στοιχείο το οποίο διατηρήθηκε μέχρι και τη μοιραία εκείνη Τρίτη, 29η Μαΐου 1453, όταν ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής (1432-1481) κατέλαβε την Κωνσταντινούπολη.


Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Βυζαντινός στόλος χρησιμοποιούσε – κατά τα πρώτα κυρίως χρόνια της Αυτοκρατορίας – διαφορετική σημαία απ’ αυτήν που χρησιμοποιούσαν οι χερσαίες δυνάμεις: αρχικά, χρησιμοποιήθηκε λευκή σημαία που έφερε κυανό σταυρό με τέσσερα Β, ένα στην κάθε γωνία του, ενώ αργότερα, αφού επανήλθε ο αετός στην επίσημη Βυζαντινή σημαία, και πάλι ο στόλος χρησιμοποιούσε διαφορετική σημαία, η οποία έφερε την εικόνα της Παναγίας, αετό με ανοικτές πτέρυγες και το μονογράφημα του Χριστού. Η σημαία αυτή, αρχικά κόκκινη και, από την εποχή του Νικηφόρου Φωκά (963-969), κυανόλευκη, διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια των Κομνηνών (11ος – 12ος αιώνας). Μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, το δικέφαλο αετό χρησιμοποίησαν ως σύμβολο αρκετά κράτη, ανάμεσά τους η Ρωσική Αυτοκρατορία και διάφορα τευτονικά και φράγκικα κρατίδια. Ο δικέφαλος αετός επιζεί στις μέρες μας στην Αλβανική σημαία, ενώ χρησιμοποιούταν και στη Γερμανική Αυτοκρατορική σημαία μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, απ’ όπου τον “δανείστηκε” και τον παράλλαξε η Αυστρία, που χρησιμοποιεί μονοκέφαλο αετό στη σημαία της.
Ο δικέφαλος αετός είναι επίσης το έμβλημα του Γενικού Επιτελείου Στρατού (με την επιγραφή “ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ”), του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) της Κύπρου, καθώς και των ποδοσφαιρικών ομάδων ΑΕΚ (Αθλητική Ένωση Κωνσταντινούπολης) και ΠΑΟΚ (Πανθεσσαλονίκιος Αθλητικός Όμιλος Κωνσταντινουπολιτών).

Η Εμφάνιση των Πρώτων Ελληνικών Σημαιών
  Η εμφάνιση ποικίλων αυτοσχέδιων σημαιών στα διάφορα επαναστατικά κινήματα που εκδηλώθηκαν την επαύριον της Άλωσης, καταδείκνυε αφενός την επιθυμία του υπόδουλου Ελληνισμού να υιοθετήσει ένα κοινό σύμβολο που θα προσδιόριζε την εθνική του ταυτότητα, και αφετέρου τον τοπικιστικό χαρακτήρα των κινημάτων αυτών. Η διατήρηση του Βυζαντινού μονοκέφαλου ή δικέφαλου αετού σε συνδυασμό με το σταυρό ή την εικόνα ενός Αγίου που αποτελούσαν τα στοιχεία συσπείρωσης των Χριστιανών, συνιστούσαν τα κυριότερα κοινά σύμβολα των σημαιών αυτών.
Από τις σημαίες της προεπαναστατικής περιόδου ενδεικτικά αναφέρουμε εκείνη των Σπαχήδων (σώμα Χριστιανών ιππέων-πολεμιστών στην υπηρεσία της Υψηλής Πύλης από τον 15ο μέχρι τον 17ο αι.), η οποία ήταν χρώματος λευκού με γαλάζιο σταυρό, στη μέση του οποίου εικονιζόταν ο Άγιος Γεώργιος, και τη χρησιμοποιούσαν μόνο στην Ήπειρο, και τη σημαία του Ρήγα Φεραίου (1757- 1798), η οποία ήταν τρίχρωμη (κόκκινη, λευκή και μαύρη σε οριζόντιες σειρές) και απεικόνιζε το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς πάνω σε αυτό.
Στην περιοχή της Στερεάς Ελλάδας (Ρούμελη) κυριάρχησε ο μονοκέφαλος ή δικέφαλος αετός με τον σταυρό, ο λεγόμενος σταυραετός, ενώ στην Πελοπόννησο (Μοριάς), οι σημαίες απεικόνιζαν μορφές Αγίων και το σύμβολο του σταυρού, μαζί με διάφορες θρησκευτικές ή άλλες ρήσεις. Η ονοματολογία και η χρήση των σημαιών παρουσιάζουν ποικιλία. Υπήρχαν τα γνωστά φλάμπουρα, τα οποία ήταν συνήθως μονόχρωμα, έφεραν σταυρό, και χρησιμοποιούνταν από τους Αρματολούς και Κλέφτες στα πανηγύρια και τις εορτές, και τα μπαϊράκια, τα οποία ήταν δίχρωμες πολεμικές σημαίες που συνδύαζαν το κόκκινο με το λευκό ή το κυανό, μαζί πάντα με τον σταυρό. Οι Τούρκοι αποκαλούσαν τα μπαϊράκια πατσαβούρες ή παλιόπανα, εκφράζοντας έτσι την καταφρόνησή τους για τα σύμβολα των Ελλήνων.


Τα φλάμπουρα και τα μπαϊράκια φέρονταν σε κοντάρι (κοντός) με επίστεψη σιδερένιο σταυρό με αιχμηρή απόληξη, ενώ το κάτω μέρος του κοντού (σαυρωτήρ) ήταν επίσης μυτερό για να στερεώνεται στο έδαφος. Οι σημαιοφόροι, οι αποκαλούμενοι μπαϊρακτάρηδες ή φλαμπουριάρηδες, δεν επιλέγονταν τυχαία, αλλά ανάμεσα σε αυτούς που διακρίνονταν στο πεδίο της μάχης για τη γενναιότητα και το θάρρος τους, σε συνδυασμό με το παράστημα και τη λεβεντιά.
Η θέση του σημαιοφόρου ήταν τιμητική και συνάμα πολύ δύσκολη, αφού ουσιαστικά αποτελούσε τον φύλακα της τιμής του στρατιωτικού σώματος. Η σημαία τιμά τον φέροντα και όχι εκείνος τη σημαία, αλλά και ο σημαιοφόρος πρέπει να είναι αντάξιος της τιμής που του γίνεται. Τέλος, υπήρχαν οι παντιέρες που χρησιμοποιούνταν από τους ναυτικούς. Το 1800, τα Επτάνησα απέκτησαν την αυτονομία τους υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου και αποτέλεσαν την πρώτη αυτόνομη ελληνική πολιτεία με τη δική της επίσημη και αναγνωρισμένη σημαία. Το σύμβολο της Ιονίου Πολιτείας ήταν κυανού χρώματος και απεικόνιζε τον φτερωτό λέοντα της Βενετίας, σε κιτρινωπό χρώμα, να κρατάει το Ευαγγέλιο, από το οποίο εκπηδούσαν επτά λόγχες σε δέσμη, που συμβόλιζαν τα επτά νησιά της Πολιτείας.
Λίγο πριν την επίσημη έναρξη και κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης, και ενώ οργανωμένο Ελληνικό κράτος δεν υφίστατο, χρησιμοποιήθηκαν διάφορες σημαίες με ποικίλες παραστάσεις, οι οποίες εξυμνούσαν την παράδοση της φατρίας και εξέφραζαν τη θρησκευτική πίστη κάθε οπλαρχηγού. Το σύμβολο του σταυρού εξακολουθούσε να αποτελεί το κοινό σημείο αναφοράς των σημαιών αυτών. Ορισμένα επαναστατικά σώματα, παράλληλα με τον σταυρό, χρησιμοποιούσαν την κουκουβάγια, το φίδι κ.ά.
Κάθε σύμβολο, παράσταση και χρώμα είχε αλληγορική σημασία για τον σκλαβωμένο Ελληνισμό π.χ. η άγκυρα συμβόλιζε την ελπίδα και την εμμονή για την επίτευξη του τελικού σκοπού, ο Φοίνικας συμβόλιζε την αναγέννηση του έθνους μέσα από τις φλόγες της επανάστασης, το κόκκινο το αυτεξούσιο του Ελληνικού λαού, το λευκό την αθωότητα και την αγνότητα του Αγώνα κ.λπ. Την πρώτη επίσημη σημαία της Επανάστασης ύψωσε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Ιάσιο της Μολδαβίας, στις 22 Φεβρουαρίου 1821. Η σημαία αυτή ήταν τρίχρωμη, όπως και εκείνη του Ρήγα, στη μία όψη έφερε τον αναγεννώμενο φοίνικα με την επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΚΟΝΕΩΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ» και στην άλλη πλευρά την εικόνα των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», και χρησιμοποιήθηκε από τον Ιερό Λόχο στο Δραγατσάνι.
Ξεχωριστές προσωπικότητες και πρωταγωνιστές της εθνέγερσης των Ελλήνων χρησιμοποιούσαν δικές τους σημαίες. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε σημαία λευκή με κυανό σταυρό στη μέση, ο Παπαφλέσσας γαλάζια με λευκό σταυρό – θεωρήθηκε, κατά κάποιο τρόπο, προπομπός της επίσημης σημαίας του Ελληνικού κράτους – και ο Ανδρέας Μιαούλης λευκή με κίτρινο σταυρό στη μέση και την αναγραφή της χρονολογίας 1821 και της επιγραφής «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», ενώ στο αριστερό άνω άκρο υπήρχε κυανό πλαίσιο με λευκές διαγώνιες λωρίδες και κόκκινο σταυρό στη μέση.


Με την εξάπλωση της Επανάστασης από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα στα υπόλοιπα γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας εμφανίστηκαν κυρίως λευκές σημαίες με γαλάζιο ή ερυθρό σταυρό, με εικόνες Αγίων σε συνδυασμό με επιγραφές, όπως «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ» κ.ά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της ποικιλίας και της διαφορετικότητας των σημαιών ήταν το γεγονός ότι οι τρεις συνοικίες της Λιβαδειάς ύψωσαν η καθεμία τη δική της σημαία. Η Κύπρος, αναπόσπαστο κομμάτι του Ελληνισμού, δεν έμεινε αμέτοχη στον Αγώνα για την ελευθερία. Ένοπλο σώμα Κυπρίων εθελοντών αγωνιστών κατέφθασε στην Αθήνα τον Απρίλιο του 1821 για να λάβει μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης. Το σώμα έφερε δική του σημαία, η οποία ήταν λευκή με κυανό σταυρό στη μέση και στο άνω αριστερό τεταρτημόριο έφερε την επιγραφή «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΙ . ΠΑΤΡΗΣ ΚΗΠΡΟΥ».

Όσον αφορά στο ναυτικό, μετά τη Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), τα Ελληνικά πλοία ταξίδευαν υπό Ρωσική σημαία, τις λεγόμενες «Ρούσικες πανδιέρες». Αυτές παρουσίαζαν χρωματική ποικιλία, αλλά κυριαρχούσαν εκείνες που έφεραν τρεις οριζόντιες ζώνες, λευκή, γαλάζια και κόκκινη.
Όμως, στο πλαίσιο των προνομίων που παραχώρησε η Υψηλή Πύλη στους Έλληνες ναυτικούς προκειμένου να μην χάσει τον έλεγχο του εμπορίου, τα ελληνικά εμπορικά πλοία μπορούσαν να φέρουν τη λεγόμενη Γραικοτουρκική σημαία (Ραγιάδικη Οθωμανική παντιέρα), η οποία συνίστατο από τρεις οριζόντιες ζώνες, μία γαλάζια πλαισιωμένη από δύο ερυθρές, χωρίς όμως σταυρό. Κατά καιρούς όμως, χρησιμοποιήθηκαν και σημαίες άλλων κρατών, όπως η γαλλική, βενετική κ.ά. Στις επαναστατικές σημαίες των τριών μεγάλων νησιών (Σπέτσες, Ύδρα και Ψαρά) κυριαρχούσαν τα αλληγορικά σύμβολα της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας. Στο μέσο της σημαίας απεικονιζόταν το σύμβολο του σταυρού να πατάει πάνω σε ανεστραμμένη ημισέληνο, δεξιά του σταυρού η άγκυρα γύρω από την οποία τυλίγεται ένα φίδι (σύμβολο της δύναμης του Ελληνικού Έθνους) και η κουκουβάγια (σύμβολο της φρόνησης με την οποία έπρεπε να διεξαχθεί ο Αγώνας) που τσιμπάει τη γλώσσα του φιδιού, και από την άλλη πλευρά του σταυρού μία λόγχη ή σημαία με την κεφαλή του Θεμιστοκλή (Ύδρα).
Επίσης, έφεραν τις επιγραφές «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» (Σπέτσες και Ψαρά) και «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ» (Ύδρα). Στη Σάμο υψώθηκαν τρεις διαφορετικές σημαίες.
Οι Σημαίες κατά την Διάρκεια της Τουρκοκρατίας Οι υπόδουλοι Έλληνες ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την Οθωμανική κατοχή και, καθώς εξετάζουμε την ιστορία από τον 15ου μέχρι και τον 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι πολλές περιοχές επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών, με το δικό τους τρόπο και υπό την ηγεσία των τοπικών τους οπλαρχηγών.
Οι “επαναστάσεις” όμως αυτές, ανοργάνωτες, ασύντακτες, σποραδικές και ασυντόνιστες, ήταν καταδικασμένες εκ των προτέρων να αποτύχουν, έχοντας ως άμεσο αντίκτυπο την κατάπνιξή τους στο αίμα και την καταβολή ακόμη μεγαλύτερων και πιο δυσβάστακτων φόρων προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως είναι φυσικό, κάθε εξέγερση είχε και τη δική της ιδιόμορφη σημαία, επινόηση των οπλαρχηγών της περιοχής.





Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άρχισε να διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, οι οποίοι στους κόλπους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζονταν κυρίως θρησκευτικά, όχι εθνικά. Έτσι, άρχισε να σχηματίζεται η έννοια του Ελληνικού Έθνους. Η δημιουργία Ελληνικής σημαίας ήρθε στο προσκήνιο την αμέσως επόμενη της Αλώσεως: ο Ελληνισμός, ακέφαλος και αδιοργάνωτος, έπρεπε να βρει ένα σύμβολο το οποίο θα αναπαριστούσε τη συνοχή με το Βυζάντιο και θα περιέκλειε την εθνική και θρησκευτική ενότητά του.
Το πρότυπο του δικέφαλου και, μετέπειτα, μονοκέφαλου αετού κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον Ελληνικό χώρο αρκετές δεκαετίες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στα φλάμπουρα, τις σημαίες, τις παντιέρες και τα μπαϊράκια των υπόδουλων Ελλήνων, στις φουστανέλες και τα επιστήθια των αρματολών και κλεφτών, διατηρώντας έτσι την ιστορική μνήμη και την αντίσταση προς τον αλλόθρησκο κατακτητή, αλλά και τον άρρηκτο συσχετισμό με την Εκκλησία, η οποία διατήρησε το δικέφαλο αετό ως έμβλημά της μέχρι τις μέρες μας.
Η πρώτη απ’ αυτές τις σημαίες με το δικέφαλο αετό ήταν η σημαία του Πελοποννήσιου κλέφτη Κορκόνδειλα Κλαδά, η οποία ήταν κόκκινη με δικέφαλο αετό στη μέση και υψώθηκε το 1464 στη γενέτειρά του, ενώ από το 1479-1481 και 1481-1482 κυμάτιζε στη Μάνη και τη Χείμαρρα, αντίστοιχα.
Έκτοτε, διάφοροι κλεφταρματολοί και άλλοι επαναστάτες ανόρθωναν τη δική τους ιδιότυπη σημαία, με δικέφαλο ή μονοκέφαλο αετό, όπως ο Μερκούριος-Θεόδωρος Μπουά (Ήπειρος, γύρω στα 1490), ο οποίος ήταν και γενικός αρχηγός του Ιππικού του Βασιλείου της Γαλλίας, ο Χρήστος Μηλιώνης (Ήπειρος, γύρω στα 1750-1760), ο αρματολός του Παρνασσού Λάμπρος Τσεκούρας, του οποίου η σημαία έφερε και σταυρό (από εδώ βγήκε η λέξη “σταυραετός”, η οποία αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια), αλλά και οι Ρουμελιώτες (που αποτελούσαν και τον κορμό της Ελληνικής Χερσονήσου), των οποίων η σημαία έφερε αετό, σε συνδυασμό με το σταυρό.
 Ωστόσο, καθώς ο καιρός περνούσε και η σκλαβιά ρίζωνε, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να φτιάχνουν δικές τους ξεχωριστές σημαίες, πιο προσωπικές και διαφορετικές από την “αρχέτυπη” Βυζαντινή, με ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων, οι οποίες όμως – με ελάχιστες εξαιρέσεις – είχαν ένα κοινό σημείο: το Σταυρό ή/και την εικόνα ενός Αγίου. Ο σταυρός ήταν το σύμβολο αυτό που ένωνε τους Έλληνες με τη σκέψη της ελευθερίας και τους συνέδεε με το Χριστιανισμό.
Ακόμη και στις ξενοκίνητες επαναστάσεις, μαζί με τη σημαία του Αγίου Μάρκου των Ενετών, τη λευκή Ρωσική, την τρίχρωμη Γαλλική και την ερυθρόλευκη των Ιπποτών της Ρόδου, οι Έλληνες είχαν πάντα μαζί τους τις αυτοσχέδιες σταυροφορούσες σημαίες, οι οποίες ήταν αυτές που τους ενέπνεαν και τους έδιναν κουράγιο να συνεχίσουν το έργο τους. Δεν είναι λίγες φορές που κληρικοί, όντας επικεφαλής εξεγέρσεων, χρησιμοποιούσαν για σημαία το λάβαρο της εκκλησίας.

Από τις “νέες” αυτές σημαίες, η πρώτη που αναφέρεται είναι αυτή των Κρητών, οι οποίοι, ανακηρύσσοντας Δημοκρατία πριν από το 1453, ύψωσαν κόκκινη σημαία με την εικόνα του Απόστολου Τίτου, προστάτη του νησιού. Γνωστή, επίσης, είναι και η σημαία των Σπαχήδων (γνωστοί και ως Ντερεμπέηδες), η οποία ήταν άσπρη, έφερε γαλάζιο σταυρό και τον Άγιο Γεώργιο στη μέση.



Οι Σπαχήδες χρησιμοποιούσαν τη σημαία αυτή από το 1431 μέχρι και το 1639 στην περιοχή της Ηπείρου και της Πελοποννήσου – είναι οι μετέπειτα ονομαστοί μισθοφόροι Έλληνες στρατιώτες (stradioti) στη Δύση. Άλλες γνωστές σημαίες που έφεραν μορφές Αγίων ήταν η σημαία των Σουλιωτών (σταυρός με δάφνες με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου σε λευκό φόντο), των Πελοποννήσιων (οι στρατηλάτες Άγιος Γεώργιος και Άγιος Δημήτριος και η επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”).
Της Πάργας (κόκκινη σημαία με τη Βρεφοκρατούσα Παναγία χρυσοκέντητη στο κέντρο), της Λευκάδας (λευκή με τον Άγιο Τιμόθεο και την Αγία Μαύρα), των Μακεδόνων (έφερε τον Άγιο Δημήτριο), της Χειμάρρας (λευκή σημαία με τους ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ), της Θράκης και της Ρωμυλίας (έφερε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη).
 Αλλά και γνωστοί κλέφτες, αρματολοί και οπλαρχηγοί είχαν τις δικές τους σημαίες: Οι αδελφοί Καλλέργη, οι οποίοι κατάγονταν από τον Αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, στον αγώνα τους κατά των Βενετών στην Κρήτη (1665) χρησιμοποιούσαν το έμβλημα του οικοσήμου του, δηλαδή εννέα παράλληλες γαλάζιες και λευκές γραμμές, με λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο στην πάνω αριστερή γωνιά (όμοια δηλαδή με την πρώτη επίσημη ναυτική σημαία της Ελλάδας), με την επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”.
Η σημαία των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι συμμετείχαν κατά την από τη Ρωσία υποκινούμενη επανάσταση του 1769, ήταν λευκή με κυανό σταυρό· τη διατήρησαν μέχρι και τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Παρόμοια σημαία χρησιμοποιούσε ο Μελισσηνός Μακάριος, στην οποία το 1770 ο καπετάν Τζιουβάρας πρόσθεσε στο κέντρο του σταυρού στη μια πλευρά την εικόνα του Χριστού και στην άλλη της Παναγίας. Λίγο αργότερα, ο Ζαχαρίας, κλέφτης της Λακωνίας, υψώνει τρίχρωμη σημαία (άσπρο-κόκκινο-μαύρο) με χρυσό σταυρό. Οι οπλαρχηγοί των Αγράφων χρησιμοποιούσαν σημαία με κόκκινο σταυρό.
 Ο Ρήγας Φεραίος-Βελεστινλής (1757-1798) χρησιμοποιούσε σημαία με τρεις οριζόντιες γραμμές (κόκκινη, λευκή και μαύρη), με το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς στην επιφάνειά του· την επεξήγησε ο ίδιος στο έργο του Πολίτευμα του Ρήγα, ενώ την ίδια επεξήγηση για τα χρώματα έδωσε κι ο Υψηλάντης στη δική του σημαία (βλέπε πιο κάτω). Ο Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποιούσε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη σε λευκή σημαία με κυανό σταυρό.
Αργότερα, όταν το 1792 η Ρωσία υπόγραψε συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέχισε τον αγώνα της λευτεριάς και ύψωσε στο Πόρτο Κάγιο της Μάνης τη δική του σημαία, η οποία ήταν τρίχρωμη (κόκκινο, μαύρο, μπλε) και έφερε χιαστί δύο ναυτικές σπάθες, τρεις καρδιές σε κάθε λωρίδα και τη φράση LAMBRO CAZZONI PRINCIPE DI MAINA E LIBERATO DELLA GRECIA (Λάμπρος Κατσώνης, πρίγκηψ της Μάνης και ελευθερωτής της Ελλάδος).
Οι Κολοκοτρωναίοι, από τα τέλη του 18ου αιώνα, χρησιμοποιούσαν άσπρη σημαία με γαλάζιο σταυρό (σταυρός του Αγίου Ανδρέα), την οποία από το 1806 χρησιμοποιούσε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο Σκιαθίτης αρματολός Γιάννης Σταθάς χρησιμοποιούσε στο στολίσκο του κατά τα 1800 μια γαλανή σημαία με ένα λευκό φαρδύ σταυρό στο κέντρο, όμοια με την πρώτη επίσημη σημαία ξηράς της Ελλάδας.






Ο Μάρκος Μπότσαρης στο Σούλι υψώνει στις 26 Οκτωβρίου του 1820 λευκή σημαία με τον Άγιο Γεώργιο και την επιγραφή “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΣ” με δάφνη στη μέση. Αλλά και πολλοί άλλοι χρησιμοποίησαν σημαίες με γαλάζιο σταυρό, ο οποίος είτε στηριζόταν σε ανεστραμμένο μισοφέγγαρο είτε είχε στη μέση μια ανθισμένη δάφνη, παράλληλα με τις επιγραφές “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ” ή “ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ”.
Τέλος, να αναφέρουμε ότι άγνωστος καπετάνιος σχεδίασε άσπρο σταυρό πάνω σε μαύρο πανί, θέλοντας να παραστήσει την αδούλωτη ελληνική ψυχή, η οποία, παρά το ότι ήταν σκλαβωμένη (μαύρο), πολεμούσε (σταυρός) και πρόσμενε στη λύτρωση και αναγέννησή της (λευκό).
 Άξια μνείας είναι η ιστορία της σημαίας του Σουλιώτη Τούσια Μπότσαρη, ο οποίος λίγο πριν την Επανάσταση είχε σημαία, δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης, κίτρινη μεταξωτή κεντημένη με κρουστό πορφυρό μετάξι με παράσταση του Αγίου Γεωργίου στη μια πλευρά και του Αγίου Δημητρίου στην άλλη, με την επιγραφή “ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ”, την οποία και χρησιμοποίησε κατά τη δράση του εναντίον του Αλή Πασά και κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κατά την ηρωική έξοδο, η όμορφη αυτή σημαία περιήλθε στα χέρια του Κίτσου Τζαβέλλα, ο οποίος τη μετέφερε στην Ύδρα. Το 1832 την πήρε ο Κώστας Βέικος, για να την επιστρέψει το 1859 στους Τζαβελλαίους, οι οποίοι τελικά την παρέδωσαν στην οικογένεια του Μπότσαρη στο Μεσολόγγι.
Οι Σημαίες της Επανάστασης το 1821

Προτού ξεκινήσουμε την αναφορά μας στις σημαίες της Ελληνικής Επανάστασης, κατ’ αρχάς oφείλουμε να τονίσουμε ότι η Επανάσταση δεν ξεκίνησε σε όλη την Ελλάδα ταυτόχρονα σε μια μέρα και σε όλες τις περιοχές (χερσαίες και νησιώτικες), αλλά συνέβηκε έπειτα από μερικά γεγονότα, τα οποία ραγδαία επεκτάθηκαν στις γύρω περιοχές, αν και η επίσημη ημερομηνία της εξέγερσης είχε οριστεί η Παρασκευή 25 Μαρτίου 1821, όταν θα εορταζόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου.
Επίσης, στην παγίωση του “μύθου” της Αγίας Λαύρας συνέβαλε η συγγραφή το 1824 της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης από το Γάλλο ιστορικό Francois Pouqueville, ο οποίος διηγήθηκε φανταστικές λεπτομέρειες από τη δοξολογία και την “έναρξη” της Επανάστασης, υπερθεματίζοντας τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (προσωπικό του γνωστό) και το θρησκευτικό στοιχείο.
Επιπλέον, να εξηγήσουμε ότι ο όρος “Σημαίες της Επανάστασης” περιλαμβάνει τις ιδιαίτερες σημαίες κάθε περιοχής, οι οποίες βρίσκονταν σε χρήση κυρίως κατά τον πρώτο χρόνο του αγώνα, καθώς από το 1822 και εντεύθεν θεσπίζεται ειδικός νόμος αναφορικά με τη χρήση συγκεκριμένου είδους σημαίας, με σκοπό να υπάρχει οργανωμένη χρήση της. Αυτό όμως δε σημαίνει και ότι έπαψαν να υφίστανται ανυπερθέτως οι σημαίες της Επανάστασης μετά το 1822.







Κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και, συνεπώς, ένα ενιαίο σύμβολο του αγώνα, και έτσι ο κάθε οπλαρχηγός, εμπνευσμένος από το πάθος της ελευθερίας, τις ιστορικές του γνώσεις, τη θρησκευτική του προσήλωση, την προσωπική του φαντασία, τις οικογενειακές του παραδόσεις και το μίσος για τους Τούρκους, χρησιμοποιούσε τη δική του σημαία. Όλες, όμως, έφεραν το σημάδι του σταυρού (ένδειξη θρησκευτικής ευλάβειας), ενώ μερικές απ’ αυτές έφεραν την κουκουβάγια (σύμβολο σοφίας) ή τον αετό (σύμβολο ελευθερίας).

Σύνηθες σύμβολο ήταν και ο αναγεννώμενος Φοίνικας, όπως επίσης και το φίδι, κλαδιά δάφνης και άγκυρες (για τα νησιά). Οι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν προσφιλείς κλασικές ρήσεις όπως “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”, “ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ”, “(Η) ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ”, “ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ”, “ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ”, “Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ”, “ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ” κ.τ.λ.

Η εμμονή στην παρουσία του σταυρού, όμως, δεν οφειλόταν μόνο στο βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων, αλλά αποτελεί και μια προσπάθεια ετεροπροσδιορισμού προς την τουρκική ημισέληνο, η οποία κι αυτή κυριαρχεί στις σημαίες των Οθωμανών. 

Η παλαιότερη από τις επαναστατικές σημαίες, αν εξαιρέσουμε τις ήδη υπάρχουσες πριν από την Επανάσταση, ήταν αυτή της Φιλικής Εταιρείας. Κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού από λευκό ύφασμα και έφερε τα σύμβολα του εφοδιαστικού των ιερέων της Φιλικής Εταιρείας (τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες) και πάνω από αυτό κόκκινο σταυρό, περιβαλλόμενο από στεφάνι κλαδιών ελιάς· κάτω από το σταυρό υπήρχαν δύο λογχοφόρες σημαίες με τα αρχικά ΗΕΑ και ΗΘΣ (Ή Ελευθερία ή Θάνατος).
Παραλλαγές και προσθήκες (ανεστραμμένη ημισέληνος, φίδι, σταυρός, κουκουβάγια κ.τ.λ) στο εφοδιαστικό των ιερέων βρίσκουμε σε διάφορες σημαίες. Το Αχαϊκόν Διευθυντήριον φρόντισε να κατασκευάσει και να διανείμει αρκετές Φιλικές σημαίες στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου. Μία από αυτές ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης το 1821 στην Ήλιδα, τη μοναδική που σώζεται σήμερα (συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου).
Σ’ αυτήν τη σημαία ορκίζονταν, ενώπιον του ιερέα και του ευαγγελίου, οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και αυτή αρχικά προοριζόταν για να καθιερωθεί ως επίσημη σημαία της Επανάστασης και, μετέπειτα, του Ελληνικού κράτους.

Όταν στις 19 Ιανουαρίου του 1821 οργανώθηκε η πρώτη διοίκηση (Άρειος Πάγος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) και συστάθηκε το πρώτο πολίτευμα, χρησιμοποιήθηκε σημαία που παραπέμπει στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία· έφερε τρεις κάθετες γραμμές (πράσινη-λευκή-μαύρη) και τρεις αλληγορικές φιλικές παραστάσεις: το σταυρό (πίστη και ελπίδα για τη δίκαιη υπόθεση του Γένους), τη φλεγόμενη καρδία (αγνότητα του σκοπού της Επανάστασης και φλόγα για την ελευθερία) και την άγκυρα (σταθερότητα στον τελικό σκοπό και απόφαση για θυσία).







Η πρώτη, όμως, σαφώς επαναστατική σημαία είναι αυτή που υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ευλογήθηκε από το Μητροπολίτη Βενιαμίν στη Μονή των Τριών Ιεραρχών τέσσερις μέρες μετά· η τρίχρωμη αυτή σημαία (μαύρο-άσπρο-κόκκινο) είχε προταθεί από το Νικόλαο Υψηλάντη και άλλους Φιλικούς.

Από τη μια πλευρά έφερε το μυθικό αναγεννώμενο φοίνικα με την επιγραφή “ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ”, ενώ από την άλλη έφερε ερυθρό σταυρό πλαισιωμένο από στεφάνι δάφνης και την επιγραφή “ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ”, και η επεξήγησή της περιγράφεται στους Νόμους Στρατιωτικούς (άρθρα ΙΑ΄ και ΙΒ΄). Με τη σημαία αυτή πολέμησε και θυσιάστηκε ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι και μ’ αυτή έγινε ολοκαύτωμα στη Μονή του Σέκου ο Γεωργάκης Ολύμπιος (2 Σεπτεμβρίου του 1821).
Παραλλαγή της σημαίας ήταν η πίσω πλευρά, αντί της δάφνης, να φέρει τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Αυτή τη σημαία έφεραν και οι Μαυροφόροι του Υψηλάντη, το πρώτο τακτικό Ελληνικό στρατιωτικό σώμα της Ανεξαρτησίας· γι’ αυτούς, το λευκό συμβόλιζε την αδελφότητα, το κόκκινο τον πατριωτισμό και το μαύρο τη θυσία. Παρόμοια σημαία υψώθηκε και στον Πύργο του Ζαφειράκη, κατά την εξέγερση της Νάουσας το 1822, μετά το τέλος της δοξολογίας, ενώ διάφοροι άλλοι οπλαρχηγοί προσέθεσαν την επιγραφή “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ”.
 Είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρουσία του αναγεννώμενου φοίνικα στη σημαία του Υψηλάντη: ο Φοίνικας, μυθικό πτηνό της Αραβίας, είχε μορφή αετού με ερυθρόχρυσα φτερά και κύκλο ζωής γύρω στα 500 χρόνια· όταν αντιλαμβανόταν το θάνατό του, έκανε φωλιά από αρωματικά ξύλα, τα οποία άναβαν οι καυστικές ακτίνες του ήλιου και καιγόταν μαζί μ’ αυτά. Λίγες ώρες μετά, αναγεννιόταν από τις στάχτες του.
Παρόλο όμως το βαθυστόχαστο νόημα της σημαίας αυτής, δε χρησιμοποιήθηκε στην κυρίως Ελλάδα, γιατί άλλοι δύο πολέμαρχοι, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας Φωκιανός, χρησιμοποίησαν διαφορετικές σημαίες, ο μεν πρώτος κυανή με την Αγία Τριάδα και τους Άγιους Γεώργιο και Δημήτριο και κάτω, με χρυσά γράμματα, “ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ”, ο δε Φωκιανός άσπρη σημαία με τον Εσταυρωμένο.
Παράλληλα, όταν η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου έφερε στο προσκήνιο το θέμα της καθιέρωσης σημαίας, αποφασίστηκε να μη χρησιμοποιηθεί η σημαία αυτή λόγω του αφορισμού που υπέστη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από τον οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (μετά από αφόρητες πιέσεις και απειλές από την Πύλη για μαζικές σφαγές Ελλήνων), αλλά και λόγω των φιλικών συμβόλων που έφερε.

Στις 21 Μαρτίου του 1821, ο Ανδρέας Λόντος στην Πάτρα καταλαμβάνει το φρούριο της πόλης με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό στη μέση, η οποία και αργότερα ευλογήθηκε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, μέσα σε ζητωκραυγές του λαού. Είναι εμφανής η ομοιότητά της με μια παλιά Βυζαντινή σημαία.







Η παράδοση φέρει τους οχυρωμένους Τούρκους να τη βλέπουν και, ξεγελασμένοι από το χρώμα της, να τρέχουν προς βοήθεια των Ελλήνων, μιας και νόμισαν ότι ήταν Λαλιώτες Τούρκοι, αφήνοντας έτσι τους επαναστατημένους Έλληνες να πλησιάσουν ανενόχλητοι το Φρούριο.
 Την ίδια μέρα (κατ’ άλλους στις 17 ή 23 του Μάρτη), οπλαρχηγοί, πρόκριτοι, προεστοί, αρχιερείς και πολυάριθμα παλικάρια συγκεντρώνονται στη Μονή της Αγίας Λαύρας, έχοντας ως λάβαρο τη χρυσοκέντητη εικονισματοποδιά της Κοίμησης της Θεοτόκου που κοσμούσε την Ωραία Πύλη του ναού της Μονής, την οποία – σύμφωνα με την παράδοση – ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ορκίζοντάς τους.
Το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το οποίο φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μονής, είναι βυσσινί, κεντημένο με ασημένια και χρυσή κλωστή και στολισμένο με μαργαρίτες, με χρυσά κρόσσια ολόγυρα. Σε λίγες ώρες, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες κυριεύουν τα γειτονικά Καλάβρυτα, ενώ στις 24 Μαρτίου εισέρχονται στην Πάτρα ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ασημάκης Ζαΐμης και άλλοι οπλαρχηγοί, μαζί με τον Επίσκοπο Γερμανό, ο οποίος υψώνει στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, σύμβολο της Επανάστασης, υπό τις ιαχές και ενθουσιώδεις κραυγές των Ελλήνων, καθώς οι οπλαρχηγοί μοίραζαν εθνόσημα από κόκκινο ύφασμα με κυανό σταυρό.
Την επόμενη μέρα, το Επαναστατικόν Διευθυντήριον στην Πάτρα απευθύνει περήφανη ανακοίνωση προς τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών κρατών που βρίσκονταν στην πόλη, δηλώνοντας περίτρανα το σκοπό και τους στόχους της Επανάστασης. Πιο κάτω θα αναφέρουμε τις γνωστότερες από τις σημαίες της Επανάστασης.
 Οι Καλαρρυτήνοι της Ηπείρου είχαν λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό. Οι Βαρβιτσιώτες, οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, είχαν την τρίχρωμη σημαία του Υψηλάντη μαζί με γαλάζιο σταυρό. Ο Εμμανουήλ Παππάς των Σερρών, ο οποίος και κήρυξε την Επανάσταση στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο οπλαρχηγός της Θεσσαλομαγνησίας, Μήτρος Λιακόπουλος, και ο πρόκριτος της Νάουσας, Λογοθέτης Ζαφειράκης, χρησιμοποιούσαν λευκή σημαία με τον Άγιο Γεώργιο.
Επίσης, ο Δημήτριος Πλαπούτας χρησιμοποιούσε άσπρη σημαία με γαλάζιο σταυρό και στις τέσσερις γωνιές του ήταν γραμμένο το ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός Νικά). Ο Αθανάσιος Διάκος είχε λευκή σημαία, με τον Άγιο Γεώργιο στη μέση και την επιγραφή “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ”· σύμφωνα με την παράδοση, την έφτιαξε στη Μονή του Οσίου Λουκά, παρόντων των Επισκόπων Ταλαντίου Νεόφυτου και Σαλώνων Ησαΐα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως προαναφέραμε, χρησιμοποιούσε τη σημαία της οικογένειάς του, η οποία ήταν λευκή με γαλάζιο σταυρό στη μέση.
Στην Τρίπολη, σύμφωνα με την παράδοση, ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας έσχισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφαλά, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σημαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του Ελληνικού κράτους, υψώθηκε σ’ ένα ξέφρενο πανηγυρισμό στο Τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης.







Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γνωστότερη (μαζί με τη Μαντώ Μαυρογένους) γυναίκα του αγώνα, χρησιμοποιούσε σημαία η οποία είχε κόκκινο περίγυρο, μπλε φόντο και έφερε βυζαντινό μονοκέφαλο αετό και στο κάτω μέρος της το φοίνικα και την άγκυρα. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης, αρχίζει να χρησιμοποιεί κατάλευκη σημαία με κυανό σταυρό πλαισιωμένο από δάφνη.

Στις 28 Απριλίου του 1821, ένοπλοι των περιχώρων της Αθήνας υψώνουν στο Διοικητήριο της πόλης μια λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό – στην πάνω αριστερή πλευρά έφερε τη γλαύκα της Αθηνάς, ενώ στη δεξιά δύο άγρυπνους οφθαλμούς. Κάτω, ήταν γραμμένη η φράση “Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ” και στη μέση υπήρχαν οι 16 κόκκινες γραμμές, ο ιερός δεσμός της Φιλικής Εταιρείας.
Στη Θετταλομαγνησία, η οποία επαναστάτησε υπό τον Άνθιμο Γαζή και τους οπλαρχηγούς Βασδέκη, Γαρέφη, Κώστα Βελή, Νικόλαο Στουρνάρη και Γάτσο Αγγελή, κυριαρχούσε η σημαία του πρώτου, η οποία ήταν λευκή και έφερε κόκκινο σταυρό στο κέντρο και τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα τέσσερα λευκά τετράγωνα της σημαίας. Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Τσάμης χρησιμοποιούσε μια λευκή σημαία, με γαλάζιο σταυρό, η οποία στα δύο αριστερά της τετράγωνα έγραφε “ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ” και “ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ”.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σημαίες των μεγάλων νησιών του Αιγαίου, οι οποίες έμοιαζαν αρκετά μεταξύ τους και έφεραν έντονα τα αλληγορικά Φιλικά στοιχεία. Το πρώτο νησί που ύψωσε σημαία της Επανάστασης ήταν οι Σπέτσες (26 Μαρτίου του 1821), μιας και οι Μποτασαίοι και ο Γεώργιος Πάνου ήσαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.
Στις 2 Απριλίου του 1821, μετά το στολισμό των πλοίων τους με τη νέα σημαία, οι Σπετσιώτες κατευθύνθηκαν προς την Ύδρα, με σκοπό να την μπάσουν στην Επανάσταση – αντικρίζοντας το πρωινό της επόμενης μέρας τη σημαία του νησιού, – τη δέχτηκαν με ενθουσιασμό και άρχισαν να τη χρησιμοποιούν, παρά τις αντιρρήσεις μερικών. Η σημαία αυτή, που υψώθηκε για πρώτη φορά στις 31 Μαρτίου του 1821 από τον Αντώνιο Οικονόμο, δευτερεύοντα πλοίαρχο και νεομυημένο στη Φιλική Εταιρεία, ευλογήθηκε από τον Αρχιεπίσκοπο Γεράσιμο στις 18 Απριλίου του 1821.
Παρόμοια με τη σημαία των Σπετσών ήταν και η σημαία των Ψαρών, η οποία υψώθηκε στις 11 Απριλίου του 1821, όταν έφτασε το Σπετσιώτικο πλοίο του Τσούπα, καθώς και η Σαμιώτικη σημαία, την οποία πρώτος ύψωσε ο Κωνσταντίνος Λαχανάς στις 17 Απριλίου του 1821 στο Βαθύ της Σάμου, αγναντεύοντας από μακριά δύο Σπετσιώτικα πλοία. Στη Σάμο, όμως, γινόταν χρήση και άλλων δύο σημαιών: της επίσημης σημαίας της Διοικήσεως και της σημαίας που ύψωσε ο Λυκούργος Λογοθέτης στο Καρλοβάσι στις 8 Μαΐου του 1821, την οποία ευλόγησε ο Μητροπολίτης Κύριλλος.
Η σημαία της Διοικήσεως ήταν όμοια μ’ αυτήν της Φιλικής Εταιρείας, ενώ η σημαία του Λογοθέτη είχε κυανό φόντο και έφερε ερυθρό σταυρό πάνω από μια ανεστραμμένη ερυθρή ημισέληνο· κάτω από το σταυρό υπήρχε ένας μεγάλος πράσινος αετός που έτρωγε ένα πράσινο φίδι.







Οι σημαίες των τριών ναυτικών νησιών είχαν σύμβολα το σταυρό, το φίδι, την άγκυρα, την κουκουβάγια και το δόρυ, που όλα μαζί πατούσαν επί της ανεστραμμένης ημισελήνου. Οι σημαίες των Σπετσών και των Ψαρών έφεραν την επιγραφή “ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ”, της Ύδρας έφερε την επιγραφή “Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ”, ενώ και οι τρεις σημαίες της Σάμου έφεραν τα “ΗΕ” “ΗΘ” (Ή ελευθερία ή θάνατος).
Τα σύμβολα αυτά, όπως αναφέραμε, ήσαν άμεσα συσχετισμένα με τη Φιλική Εταιρεία: ο σταυρός συμβόλιζε τη Χριστιανοσύνη και τη δικαιοσύνη του αγώνα, η ανεστραμμένη ημισέληνος τον Ισλαμισμό και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, το δόρυ τη δύναμη των Ελλήνων, η άγκυρα τη σταθερότητα και την επιμονή του αγώνα, το φίδι τη γνώση και την ιερότητα του σκοπού τους, ενώ ο αετός τη βοήθεια του Θεού και της θρησκείας για τη διεξαγωγή του αγώνα. Επίσης, οι νησιώτες παρομοίαζαν το φίδι – το οποίο τρώει τα αυγά του αετού (του γένους) – με τους Τούρκους και τον αετό – που τρώει τη γλώσσα του φιδιού – με τους Έλληνες. Στη Μάνη, οι Μαυρομιχαλαίοι σήκωσαν τη σημαία του σταυρού και ενώθηκαν με τον Τζανετάκη-Γρηγοράκη στην ανατολική Λακωνία. Στις 17 Μαρτίου του 1821, περίπου 12.000 Μανιάτες πολεμιστές κηρύσσουν πόλεμο κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ξεκινώντας από την Αρεόπολη, μετά τη δοξολογία στον Ιερό Ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών.

Η σημαία της Μάνης ήταν λευκή με γαλάζιο σταυρό και τις επιγραφές “ΝΙΚΗ Η ΘΑΝΑΤΟΣ” και “Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ”. Να σημειώσουμε ότι εδώ χρησιμοποιείται η λέξη Νίκη και όχι η λέξη Ελευθερία, γιατί η Μάνη ήταν πάντα ελεύθερη: ολόκληρη η περιοχή της Μάνης υπήρξε αυτόνομη και ανεξάρτητη καθ’ όλη την Τουρκοκρατία, με αποτέλεσμα η λέξη Μάνη να σημαίνει συχνά τον τόπο όπου ζούσαν ελεύθεροι άνθρωποι κατά την περίοδο της δουλείας.
Κατά παρόμοιο τρόπο με τα μεγάλα νησιά του Αιγαίου, κινήθηκαν και τα μικρότερα, με πρώτη την Κάσο, ακολουθούμενη από την Κάρπαθο, τη Χάλκη, την Τήλο, τη Νίσυρο, την Κάλυμνο, τη Λέρο, την Πάτμο και την Αστυπάλαια. Τελευταία αναφορά μας στις επαναστατικές σημαίες, η σημαία του χωριού Λάβαρα στον Έβρο. Στο χωρίο αυτό, που πήρε το όνομά του λόγω της χρήσης λαβάρου (πριν από την Επανάσταση ονομαζόταν Σαλτίκιοι), στις 2 Μαΐου του 1821 σηκώθηκε μία επαναστατική σημαία η οποία είχε μαύρο σταυρό πάνω σε κυανό φόντο. Παρόμοια σημαία χρησιμοποίησαν και στη Σαμοθράκη.

Η Καθιέρωση της Πρώτης Επίσημης Εθνικής Σημαίας
  Κατά τη σύγκληση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης των Ελλήνων στην Πιάδα της Επιδαύρου την 1η Ιανουαρίου 1822, συζητήθηκε και αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων, η υιοθέτηση και καθιέρωση ενιαίας σημαίας για τον Αγώνα. Με το άρθρο (ρδ΄) του Προσωρινού Πολιτεύματος ορίστηκε η νέα σημαία να φέρει το σύμβολο του σταυρού και τα χρώματα κυανό και λευκό. Στις 15 Μαρτίου 1822, το Εκτελεστικό Σώμα συνεδρίασε στην Κόρινθο και με το Διάταγμα 540 καθόρισε το σχήμα και τις λεπτομέρειες της σημαίας.
Συγκεκριμένα, για τις Δυνάμεις Ξηράς (τάγματα Πεζικού και Φρούρια), η σημαία ήταν τετράγωνη, κυανού χρώματος και έφερε στο μέσο λευκό σταυρό που τη χώριζε σε τέσσερα ίσα μέρη και οι κεραίες του κατέληγαν στις τέσσερις πλευρές της σημαίας. Για το Ναυτικό καθορίστηκαν δύο τύποι, μία πολεμική και μία για τον εμπορικό στόλο.





 Η πολεμική ναυτική σημαία διαιρούνταν σε εννέα εναλλασσόμενες ισοπλατείς οριζόντιες ταινίες, πέντε κυανές και τέσσερις λευκές, και στην άνω εσωτερική γωνία της σχηματιζόταν κυανό τετράγωνο με λευκό σταυρό στη μέση, ακριβώς όπως και η σημερινή. Η σημαία των εμπορικών πλοίων ήταν κυανού χρώματος και στην άνω εσωτερική γωνία υπήρχε λευκό τετράγωνο με κυανό σταυρό.

Αρχικά, η γαλανόλευκη σημαία δεν έτυχε καθολικής αποδοχής από τους οπλαρχηγούς λόγω του έντονου τοπικιστικού πνεύματος που τους χαρακτήριζε. Αυτό δικαιολογεί και τη μνεία που έγινε για τη σημαία κατά την Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Τροιζήνα τον Μάιο του 1827, η οποία απλώς επικύρωσε τις αποφάσεις των Α΄ και Β΄ Εθνοσυνελεύσεων.

Για την επιλογή των σχημάτων και των χρωμάτων, καθώς και την αλληγορική τους σημασία, έχουν ειπωθεί ποικίλες και διαφορετικές γνώμες και εκδοχές, οι οποίες όμως αποτελούν υποθέσεις. Εξάλλου, στα επίσημα έγγραφα της εποχής ή μεταγενέστερα δεν υπάρχουν σαφή στοιχεία που να αιτιολογούν την προτίμηση αυτών των χρωμάτων, του είδους και του σχήματος της σημαίας. Παρακάτω παρατίθενται ορισμένες από αυτές τις εκδοχές:

– Το κυανό χρώμα συμβολίζει τον ουρανό και το λευκό τον αφρό των κυμάτων της θάλασσας που περιβάλλει τη χώρα μας.
– Το λευκό συμβολίζει την αγνότητα του σκοπού των Ελλήνων και το κυανό υποδηλώνει τη θεϊκή παρέμβαση, αφού ο Θεός ενέπνευσε στο Έθνος τη μεγαλουργή ιδέα να αναλάβει και να φέρει σε αίσιο πέρας έναν άνισο αλλά δίκαιο αγώνα.
– Τα χρώματα παραπέμπουν στη ναυτική βράκα (κυανό) και στη φουστανέλλα (λευκό)
– Οι εννέα κυανές και λευκές οριζόντιες παράλληλες λωρίδες αντιπροσωπεύουν τις συλλαβές του «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ» ή συμβολίζουν τη θάλασσα και τους κυματισμούς της.
– Η κυανόλευκη σημαία είναι όμοια με εκείνη του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, την οποία υιοθέτησε αργότερα η κρητική οικογένεια των Καλλέργηδων στη διάρκεια του Βενετο-Τουρκικού πολέμου (1645-1669), με την προσθήκη της επιγραφής «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».

Σύμφωνα με την άποψη του Σπυρίδωνα Τρικούπη, η μη επιλογή της σημαίας της Φιλικής Εταιρείας ή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, ως Εθνικής Σημαίας από την Α΄ Εθνοσυνέλευση, αποσκοπούσε στη διάψευση των εσφαλμένων εντυπώσεων που είχαν δημιουργηθεί στις Ευρωπαϊκές αυλές, και ιδιαίτερα στην Ιερά Συμμαχία, για τον σκοπό της Επανάστασης, την οποία θεωρούσαν ότι επρόκειτο για επαναστατικό κίνημα κάποιας μυστικής οργάνωσης με επιδίωξη την ανατροπή των υφιστάμενων πολιτικών και κοινωνικών συστημάτων στην περιοχή των Βαλκανίων.

Οι ποικίλες απόψεις και θέσεις, που επιχειρούν να αποκρυπτογραφήσουν τα σύμβολα της Ελληνικής Σημαίας, αποδεικνύουν την πολυδιάστατη σημασία και αξία που έχει το ιερότερο σύμβολο του Έθνους για κάθε Έλληνα.

Διάφορες Σημαίες της Νεότερης Εποχής

Στη διάρκεια των Κρητικών επαναστάσεων υψώθηκαν σημαίες που έφεραν ποικίλες επιγραφές που συναντάμε στην περίοδο της Επανάστασης, καθώς και άλλες, όπως «ΚΡΗΤΗ ΕΝΩΣΙΣ», «ΕΝΩΣΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ», κ.ά. οι οποίες εξέφραζαν με εμφατικό τρόπο τον προαιώνιο πόθο του Κρητικού λαού, την Ένωση της μεγαλονήσου με τη μητέρα Ελλάδα.



 Εκτός από τις επιγραφές, οι οποίες συνήθως ήταν ερυθρού χρώματος, απεικονίζονταν οι μορφές της Παναγίας, του Αγίου Γεωργίου και άλλων Αγίων. Αργότερα, η νεοσυσταθείσα Κρητική Πολιτεία (1899-1909) απέκτησε τη δική της σημαία, γαλάζιου χρώματος, με λευκό σταυρό στο μέσο, εκτός από το άνω εσωτερικό τετράγωνο που ήταν ερυθρό και εντός αυτού υπήρχε χρυσοκέντητο αστέρι. Αυτός ο τύπος της σημαίας κυμάτιζε κατά την άφιξη του πρίγκιπα Γεωργίου στο νησί στις 9 Δεκεμβρίου 1898 για να αναλάβει τα καθήκοντα του ύπατου αρμοστή.


Η Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 9ης Ιουλίου 1832 δεν προέβλεπε την ενσωμάτωση της Σάμου στο νεοσυσταθέν Ελληνικό κράτος. Η Σάμος ανακηρύχθηκε σε αυτόνομη Ηγεμονία φόρου υποτελής στον σουλτάνο τον Ιούλιο του 1834 και το καθεστώς της ρυθμιζόταν από τον «Προνομιακόν Χάρτην» της 10ης Δεκεμβρίου 1832.

Ως Ηγεμονία έφερε δύο σημαίες, μία του καθεστώτος και μία για τα εμπορικά πλοία. Η σημαία της Ηγεμονίας ήταν χρώματος κυανού με ερυθρό σταυρό μέσα σε λευκό τρίγωνο, στο μέσο της σημαίας, ενώ εκείνη των εμπορικών πλοίων ήταν όμοια με την Εθνική Σημαία, με τη διαφορά ότι τα δύο άνω τετράγωνα ήταν ερυθρά και όχι γαλάζια.

Η σημαία του εθελοντικού σώματος του Παναγιώτη Δαγκλή, που πολέμησε για την απελευθέρωση της Ηπείρου, ήταν βαθύ κυανού χρώματος με λευκό σταυρό και την ένδειξη 1854. Το Ελληνικό εθελοντικό σώμα που έλαβε μέρος στον Κριμαϊκό Πόλεμο του 1854 έφερε σημαία λευκού χρώματος με σταυρό μέσα σε κυανό τετράγωνο και την επιγραφή «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) υψώθηκαν γαλανόλευκες σημαίες, σημαίες με τον δικέφαλο αετό και επιγραφές, όπως «ΑΜΥΝΕΣΘΑΙ ΠΕΡΙ ΠΑΤΡΙΣ», και λάβαρα.

Νόμοι και Διατάγματα που Αφορούν στην Εθνική Σημαία

Από τη διακήρυξη της πολιτικής ύπαρξης του Ελληνικού Έθνους και την καθιέρωση της πρώτης επίσημης σημαίας του κράτους, σημειώθηκαν διάφορες τροποποιήσεις και αλλαγές όσον αφορά στον τύπο της σημαίας. Οι τροποποιήσεις αυτές αντανακλούσαν την πολιτική διαδρομή του Ελληνικού κράτους από τη σύστασή του μέχρι σήμερα. Στις 30 Ιουλίου 1828, ο Κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, με το ψήφισμα ΙΒ΄, υπ. αριθ. 3529, εξομοίωσε τη σημαία των εμπορικών πλοίων με εκείνη των πολεμικών, ως αναγνώριση των πολύτιμων υπηρεσιών τους στον Αγώνα.
Στις 4 Απριλίου 1833, με Βασιλικό Διάταγμα (ΦΕΚ 21/3-6-1833, σ. 155) καθορίστηκε η μορφή της πολεμικής ναυτικής σημαίας (l. enseigne) και της εμπορικής σημαίας, η οποία, σε αντίθεση με την πολεμική, δεν έφερε τα παράσημα του κράτους. Αργότερα, στις 28 Αυγούστου 1858, με νέο ΒΔ (ΦΕΚ 41/13-9-1858, σ.σ. 267-269) καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες για την κατασκευή, τις διαστάσεις και τη χρήση των διαφόρων διακριτικών που αφορούσαν αυτές τις δύο σημαίες.







Η άφιξη του Γεωργίου Α΄ δεν επέφερε σημαντικές αλλαγές στη σημαία του κράτους. Με το ΒΔ «Περί Σημαιών» (ΦΕΚ 5/3-2-1864, σ.σ. 16-17), στις 28 Δεκεμβρίου 1863, καθορίστηκε η σημαία να φέρει στο μέσο του σταυρού τα εμβλήματα του κράτους και τα οικόσημα της Βασιλικής οικογένειας. Επίσης, οι σημαίες των ταγμάτων Πεζικού έφεραν τα εμβλήματα του κράτους, ενώ εκείνες του Πολεμικού Ναυτικού και των Φρουρίων έφεραν το Βασιλικό στέμμα, στο μέσο του σταυρού.
Στις 31 Μαΐου 1914, με ΒΔ (ΦΕΚ 175/30-6-1914, σ.σ. 933-936) καθορίστηκε, μεταξύ άλλων, η σημαία των Υπουργείων, Πρεσβειών, Δημόσιων και Δημοτικών καταστημάτων, η οποία ήταν όμοια με εκείνη των Φρουρίων. Επίσης, καθιερώθηκε η εμπορική ναυτική σημαία, η οποία ήταν πανομοιότυπη με την Εθνική, να αποτελεί τη μόνη επιτρεπόμενη σημαία που θα χρησιμοποιείται από τους ιδιώτες.

Στις 25 Μαρτίου 1924, η Δ΄ Συντακτική Συνέλευση αποφάσισε την έκπτωση της Βασιλικής δυναστείας και την ανακήρυξη της Δημοκρατίας. Η πολιτειακή αλλαγή είχε αντίκτυπο και στην Εθνική Σημαία, από την οποία αφαιρέθηκαν τα Βασιλικά σύμβολα. Αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου 1935, η Ε΄ Εθνική Συνέλευση, στο πλαίσιο της κατάργησης της «αβασιλεύτου Δημοκρατίας», επανέφερε τα Βασιλικά εμβλήματα στις σημαίες.

Η Επίσημη Εθνική Σημαία

Μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας το 1974, εκδόθηκαν ο Νόμος 48/1975 (ΦΕΚ 108/7-6 1975, σ.σ. 617-618) και το Προεδρικό Διάταγμα 515/1975 (ΦΕΚ 170/13-8-1975, σ.1143), που καθόριζαν με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές της σημαίας.

Όμως, το 1978 εκδόθηκε ο Νόμος 851 «Περί της Εθνικής Σημαίας, των Πολεμικών Σημαιών και του Διακριτικού Σήματος του Προέδρου της Δημοκρατίας» (ΦΕΚ 233, τ. Α/21-12-1978, σ.σ. 2250-2252), ο οποίος καθορίζει ότι η Εθνική Σημαία είναι κυανόλευκη, αποτελείται από εννέα ισοπλατείς οριζόντιες λωρίδες, πέντε κυανές και τέσσερις λευκές, με εναλλαγή των χρωματικών τόνων, έτσι ώστε η πρώτη και η τελευταία λωρίδα να είναι κυανή. Στην άνω εσωτερική γωνία μέσα σε κυανό τετράγωνο υπάρχει λευκός σταυρός, οι κεραίες του οποίου εκτείνονται στις πλευρές του τετραγώνου. Η αναλογία πλάτους προς το μήκος της σημαίας είναι 2 προς 3. Ο κοντός είναι χρώματος λευκού και στην κεφαλή φέρει λευκή σφαίρα με σταυρό, όταν πρόκειται για σημαία στρατοπέδων, δημόσιων και δημοτικών αρχών κ.λπ. ή δίχως σταυρό για σημαία που επαίρεται από ιδιώτες, σε καταστήματα, γραφεία κ.λπ. Επίσης, καθορίστηκαν οκτώ μεγέθη σημαιών, πάλι ανάλογα με τη χρήση και τον προορισμό της κάθε μίας, και κυμαίνονται από 6,48х4,32 μ. μέχρι 0,27х0,18 μ.
Ωστόσο, το άρθρο 9 του Νόμου κατήργησε, μεταξύ άλλων, το άρθρο 1 του Νόμου 48/1975 και το ΠΔ 515/1975, και ουσιαστικά έθεσε εκτός ισχύος την Εθνική Σημαία όπως αυτή καθιερώθηκε από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της 15ης Μαρτίου 1822 και ίσχυσε χωρίς σημαντικές μεταβολές μέχρι το 1978.




Η Ιστορία της Ελληνικής Πολεμικής Σημαίας

Η πολεμική σημαία κατέχει ξεχωριστή θέση στη στρατιωτική ιστορία των λαών και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την τιμή και το γόητρο κάθε στρατιωτικού σώματος που δικαιούται να τη φέρει.
Από τη συγκρότηση των πρώτων Ελληνικών τακτικών στρατιωτικών σωμάτων απονεμήθηκαν γαλανόλευκες σημαίες, οι οποίες αποτέλεσαν κατά κάποιο τρόπο τις πρώτες επίσημες πολεμικές σημαίες. Παρόμοιες σημαίες δόθηκαν και σε φιλελληνικά σώματα, όπως στη Γερμανική Λεγεώνα ή διέθεταν δικές τους ξεχωριστές σημαίες, όπως εκείνη που είχε το ιππικό του Φαβιέρου.
Σημαντικός σταθμός για τις σημαίες των ταγμάτων Πεζικού και Ευζώνων ήταν τα διατάγματα της 9ης Απριλίου 1864 «Περί σημαιών» (ΦΕΚ 16/25-4-1864, σ. 85) και της 26ης Σεπτεμβρίου 1867 «Περί σημαίας των ταγμάτων του Πεζικού και των Ευζώνων» (ΦΕΚ 61/19-10-1867, σ. 700-701). Σύμφωνα με αυτά, οι σημαίες κατασκευάζονταν από κυανό μεταξωτό ύφασμα με χρυσά κρόσσια ολόγυρα, και έφεραν στο μέσο σταυρό από λευκό μεταξωτό ύφασμα, στο κέντρο του οποίου υπήρχε η μορφή του Αγίου Γεωργίου.
Επίσης, καθορίζονταν οι διαστάσεις των διαφόρων μερών της σημαίας. Ειδικά για τις σημαίες των Ευζωνικών ταγμάτων, αυτές ήταν όμοιες με εκείνες του Πεζικού, με τη μόνη διαφορά ότι στην επιφάνεια της σφαίρας, που κοσμούσε το άνω άκρο του κοντού της σημαίας, αναγραφόταν το γράμμα Ε αντί του γράμματος Π. Στη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων ορισμένες από τις πολεμικές σημαίες έφεραν κεντητές επιγραφές με τα ονόματα των μαχών στις οποίες έλαβαν μέρος οι μονάδες τους. Επί Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ εκδόθηκε ΒΔ «Περί των Σημαιών του Βασιλείου της Ελλάδος και άλλων διακριτικών σημάτων» (ΦΕΚ 175/30-6-1914), το οποίο καθόριζε, μεταξύ άλλων, όπως μόνο τα συντάγματα Πεζικού και Ευζώνων από τα στρατιωτικά σώματα να φέρουν πολεμική σημαία.


Η Πολεμική Σημαία Σήμερα 

Το 1980, εξεδόθη το Προεδρικό Διάταγμα 348 (ΦΕΚ 98, τ.Α/17-4-1980, σ.1486), το οποίο καθορίζει με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές για την κατασκευή των πολεμικών σημαιών του Στρατού Ξηράς, της Πολεμικής Αεροπορίας και – μέχρι το 1984 – του Σώματος της Χωροφυλακής. Σύμφωνα με το διάταγμα αυτό, η πολεμική σημαία αποτελείται από κυανό ορθογώνιο τετράγωνο ύφασμα, πλευράς ενός μέτρου, με λευκό σταυρό, στο μέσο του οποίου, και από τις δύο πλευρές, απεικονίζεται η μορφή του προστάτη Αγίου του κάθε Κλάδου.
Για τον Στρατό Ξηράς είναι ο Άγιος Γεώργιος, έφιππος να σκοτώνει τον δράκοντα, για την Πολεμική Αεροπορία ο Αρχάγγελος Μιχαήλ επί νεφών και η Αγία Ειρήνη για την Αστυνομία και τη Χωροφυλακή. Κατασκευάζεται από μεταξωτό ύφασμα και στις τρεις ελεύθερες πλευρές της φέρει επίχρυσα κρόσσια, μήκους 5 εκατοστών, που συμβολίζουν τις ψυχές που εμπιστεύεται η πατρίδα σε αυτή. Με τον ίδιο τρόπο κατασκευάζονται οι πολεμικές σημαίες της Σχολής Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ) και του Ναυτικού Αγήματος.
Η σημαία του Πολεμικού Ναυτικού είναι όμοια με την Εθνική Σημαία. Ο κοντός της πολεμικής σημαίας είναι μήκους 2,30 μέτρων και φέρει επένδυση από βελούδινο ύφασμα, χρώματος βαθύ κυανού. Στο άνω άκρο του κοντού υπάρχει μεταλλική σφαίρα και επ’ αυτής σταυρός. Η μεταλλική σφαίρα φέρει χαραγμένη την ταυτότητα της μονάδας στην οποία ανήκει η σημαία. Δύο χρυσόχρωμα μεταξωτά κορδόνια, μήκους 1,5 μέτρων, τα οποία απολήγουν σε θυσάνους, ίδιου νήματος με τα κορδόνια, κρέμονται από τη βάση της σφαίρας.
 Από τις μονάδες του Στρατού, της Αεροπορίας και του Ναυτικού απονέμεται πολεμική σημαία μόνο σ’ εκείνες στις οποίες ανατίθεται πολεμική αποστολή, απόρροια της οποίας είναι η εμπλοκή σε μάχη εξ επαφής με τον εχθρό. Το Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (ΣΑΓΕ) καθορίζει τις μονάδες αυτές και η απονομή της πολεμικής σημαίας γίνεται με Προεδρικό Διάταγμα.
Στον Στρατό Ξηράς, πολεμική σημαία απονέμεται στις μονάδες ελιγμού, δηλαδή τις ταξιαρχίες Πεζικού και Τεθωρακισμένων, τα συντάγματα Πεζικού, Ευζώνων, Καταδρομών, Πεζοναυτών και Αλεξιπτωτιστών, τη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων (ΣΣΕ) και την Προεδρική Φρουρά. Ειδικά για το Όπλο του Πυροβολικού, αντί της πολεμικής σημαίας, τα πυροβόλα είναι η «σημαία» του Όπλου και γι’ αυτό δεν εγκαταλείπονται ποτέ στο πεδίο της μάχης.
Στην Πολεμική Αεροπορία, απονέμεται στις πτέρυγες και σμηναρχίες Μάχης, και στη Σχολή Ικάρων. Τέλος, όσον αφορά στο Πολεμικό Ναυτικό, πολεμική σημαία απονέμεται στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων (ΣΝΔ), στο Ναυτικό Άγημα και στα πολεμικά πλοία. Πολεμική σημαία έχει απονεμηθεί και στην Ελληνική Αστυνομία, και την οποία φέρει η Σχολή Αξιωματικών.
Το 1985, με την υπ. αριθ. Φ.463.11/362353/Σ.930/20-3-1985/ΓΕΕΘΑ (Στρατιωτικό Δελτίο Ν-Δ-Α αριθ. 5) απόφαση του Υπουργού Αναπληρωτού Εθνικής Άμυνας ρυθμίζονται οι λεπτομέρειες για τα μεγέθη της Εθνικής Σημαίας και τις διαστάσεις της σφαίρας και του σταυρού, που επαίρονται από τις μονάδες και τις υπηρεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων. Συγκεκριμένα, κάθε στρατόπεδο φέρει μία μόνο σημαία, ανεξάρτητα από τον αριθμό των μονάδων που είναι εγκατεστημένες, ενώ οι μονάδες που είναι εγκατεστημένες σε μεμονωμένα κτήρια, όπως π.χ. η Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού, μπορούν να φέρουν σημαία. Επίσης, για όλες τις μονάδες προβλέπεται σημαία θυέλλης σε ημέρες σφοδρών ανέμων.
Η πολεμική σημαία ηγείται της μονάδας που τη φέρει στο πεδίο της μάχης και σε περίπτωση απώλειάς της καταρρακώνεται η τιμή και το ηθικό του στρατιωτικού σώματος, ενώ δεν δικαιούται να φέρει άλλη εκτός και αν κυριεύσει εχθρική σημαία. Επίσης, χρησιμοποιείται σε επίσημες τελετές π.χ. παρελάσεις, ορκωμοσίες κ.λπ. κατά τις οποίες ο σημαιοφόρος συνοδεύεται από τιμητική φρουρά. Οι πολεμικές σημαίες, όταν δεν χρησιμοποιούνται, φυλάσσονται σε κατάλληλο χώρο με την ευθύνη και μέριμνα των διοικητών μονάδων στις οποίες ανήκουν.
  Γενικές Διατάξεις περί Σημαίας

Η έπαρση της σημαίας τελείται κάθε μέρα στις 0800 και παραμένει στη θέση της μέχρι τη δύση του ηλίου. Στη διάρκεια των αθλητικών εκδηλώσεων παραμένει σ. έπαρση, ενώ στη διάρκεια εθνικού ή θρησκευτικού πένθους, οι σημαίες κυματίζουν μεσίστιες. Κατά τον εορτασμό εθνικών και τοπικών επετείων, ο σημαιοστολισμός διατηρείται και κατά τη νύχτα, εφόσον ο εορτασμός διαρκεί περισσότερες από μία ημέρες.
Κατά την έπαρση, υποστολή ή διέλευση της Εθνικής ή πολεμικής σημαίας με τη συνοδεία τιμητικής φρουράς, όλοι οφείλουν να στραφούν προς το μέρος της, να λάβουν τη στάση προσοχής και να αποδώσουν τον απαιτούμενο χαιρετισμό μέχρι την ολοκλήρωσή της. Ειδικά, για το στρατιωτικό προσωπικό, οφείλει να αποδώσει τον δέοντα σεβασμό και χαιρετισμό, σύμφωνα με τα άρθρα 16 (§11-16, σ. 20) και 18 (§2α, σ. 23) του Στρατιωτικού Κανονισμού (ΣΚ 20-1), ενώ λαμβάνεται ως σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα (άρθρο 63, §2γ(6), ΣΚ 20-1, σ. 61) η μη απονομή του οφειλόμενου χαιρετισμού στη σημαία και στα θρησκευτικά σύμβολα.
Στη διάρκεια παρελάσεων, που πραγματοποιούνται εντός συνόρων, με την παρουσία άλλων σημαιών, η Εθνική Σημαία τοποθετείται στο δεξιό αυτών των σημαιών, ενώ παρουσία λαβάρων, τοποθετείται μπροστά και στο μέσο αυτών. Οι σημαίες ξένων κρατών πρέπει να έχουν τις ίδιες διαστάσεις με την Εθνική Σημαία, όταν επαίρονται σε εκδηλώσεις που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της χώρας. Η Εθνική Σημαία απαγορεύεται να φέρει διακριτικά οργανώσεων, σωματείων, ιδρυμάτων κ.λπ. ή οποιαδήποτε άλλη παράσταση που αλλοιώνει το σχήμα της. Απαγορεύεται η χρησιμοποίησή της ως αντιπροσωπευτικό σύμβολο διαφόρων οργανώσεων, σωματείων και συλλόγων. Απαγορεύεται να ακουμπάει στο έδαφος και να αναρτάται σε εξώστες και παράθυρα χωρίς κοντό.
Δεν αποτελεί αντικείμενο προς εμπορική εκμετάλλευση, όπως συμβαίνει κατά κόρον στη διάρκεια αθλητικών αγώνων π.χ. ποδοσφαιρικοί αγώνες Εθνικών Ομάδων, όπου βλέπουμε το ιερότερο σύμβολο του Ελληνικού Έθνους τυπωμένο στα πιο απίθανα σημεία ή προϊόντα π.χ. παπούτσια, μπλουζάκια κ.λπ. Όταν παλαιώσει ή καταστραφεί, δεν καταλήγει στα απορρίμματα, αλλά καίγεται. Η πολιτεία έχει θεσπίσει νόμους και διατάξεις που προβλέπουν την τιμωρία για τους παραβάτες. Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Νόμου 851/1978, οι παραβάτες τιμωρούνται με κράτηση δύο (2) μηνών ή επιβολή προστίμου ή και τα δύο, εφόσον με άλλες διατάξεις δεν προβλέπεται βαρύτερη ποινή.


Ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 181 του Ποινικού Κώδικα, όποιος αφαιρεί, καταστρέφει, παραμορφώνει ή ρυπαίνει την Εθνική Σημαία ή έμβλημα της κυριαρχίας του Ελληνικού κράτους τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών, και με το άρθρο 155 προβλέπεται φυλάκιση μέχρι έξι (6) μηνών ή χρηματικό πρόστιμο όσων προσβάλλουν, καταστρέφουν ή ρυπαίνουν σημαίες και εμβλήματα ξένων κρατών που έχουν αναγνωριστεί επίσημα από την Ελλάδα και τελούν σε ειρήνη. Η δίωξη ασκείται μόνο ύστερα από αίτηση της ξένης κυβέρνησης.
Εθνόσημο 
  Το έμβλημα (εθνόσημο) της Ελληνικής Δημοκρατίας αποτελείται από ένα κυανό θυρεό που σχηματίζει μία αιχμή στο μέσο της κάτω πλευράς του. Στη μέση ο θυρεός φέρει έναν λευκό σταυρό ο οποίος περιβάλλεται εξ ολοκλήρου από δύο κλαδιά δάφνης. Το εθνόσημο ζωγραφίζεται ή υφαίνεται, κυρίως πάνω στα πηλίκια, στις στολές ή στα κουμπιά των στρατιωτικών, των οργάνων των σωμάτων ασφαλείας κλπ.
Το Ελληνικό “εθνικό σημείο” προβλέφθηκε από το Προσωρινό Πολίτευμα της Ελλάδος (Σύνταγμα της Επιδαύρου της 1ης Ιανουαρίου 1822) και καθορίστηκε με διάταγμα στις 15 Μαρτίου του ίδιου έτους. Τα γνωρίσματά του ήταν το κυανό και λευκό χρώμα και το κυκλικό σχήμα. Το Ελληνικό εθνόσημο υπέστη πολλές, μέχρι σήμερα, μεταβολές στο σχήμα και στις παραστάσεις μετά την πρώτη καθιέρωσή του, κυρίως εξαιτίας των πολιτειακών μεταβολών.
Το πρώτο Ελληνικό εθνόσημο έφερε έμβλημα την Αθηνά και την κουκουβάγια και μετά την άφιξη του Καποδίστρια προσετέθη και ο φοίνικας σαν σύμβολο αναγέννησης. Κατά τη διάρκεια της Βασιλείας του Όθωνα, το Βασιλικό έμβλημα, με τα δυο στεφανωμένα λιοντάρια που κρατούσαν το θυρεό με το Βασιλικό στέμμα, έγινε το εθνόσημο του κράτους.
Το Βαυαρικό έμβλημα αντικαταστάθηκε από το Δανικό μετά την άφιξη του Γεωργίου του Α΄. Μετά την ανακήρυξη της δημοκρατίας το 1924 το εθνόσημο είχε απλή μορφή λευκού σταυρού πάνω σε γαλάζιο πλαίσιο. Το Δανικό έμβλημα επανήλθε με την επαναφορά της Βασιλείας μέχρι το 1967.

Επίλογος

Χρέος του καθενός από εμάς είναι να γνωρίζουμε τι γιορτάζουμε, τι τιμούμε και γιατί, κάθε φορά που η γαλανόλευκη επαίρεται ή παρελαύνει επίσημα. Η θυσία του νεαρού Κύπριου Σολωμού Σολωμού για να δει τη σημαία της πατρίδας του να κυματίζει και πάλι στο κατεχόμενο από τον Αττίλα Κυπριακό έδαφος αποτελεί έμπνευση για όλους εκείνους που επιλέγουν να βαδίσουν στα χνάρια του και αγωνίζονται να διατηρήσουν τις αξίες και τα ιδανικά που γέννησε αυτός ο τόπος.
Η παράδοση της Εθνικής Σημαίας στο έλεος της φωτιάς στη διάρκεια των εορτασμών του Πολυτεχνείου από μια μερίδα ανεγκέφαλων και ανιστόρητων «πολιτών», θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο καταπολεμούν το σύστημα, σίγουρα δεν συνάδει με την ιστορία, τους αγώνες, τις θυσίες και την προσφορά της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό. Βιώνουμε μία εποχή στην οποία οι ισορροπίες και οι ανακατατάξεις διαδέχονται η μία την άλλη με ταχύτατους και απροσδιόριστους ρυθμούς. Μέσα σ. έναν κυκεώνα προκλήσεων και ανατροπών, ελάχιστες αξίες και θεσμοί, σύμβολα και ιδέες παραμένουν χωρίς να αλλοιωθούν. Σ’ αυτά ανήκει και η σημαία, η οποία κατέχει, μαζί με τη θρησκευτική πίστη, ξεχωριστή θέση στην ιστορία, στη ψυχή και την ύπαρξη κάθε λαού.

Η Εθνική Σημαία, όποια μορφή και αν είχε, συμβόλιζε και συμβολίζει την αδιάκοπη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, πορεία του πολιτισμού, της ιστορίας και της παράδοσης του Ελληνικού Έθνους μέσα στο χρόνο. Στο σύμβολο του σταυρού, στις γαλάζιες και λευκές ταινίες της ενσαρκώνεται η ιδέα της πατρίδας και τα ιδανικά του Έλληνα. Η γαλανόλευκη ηγήθηκε των αγώνων του Στρατού Ξηράς στην Ελληνική επικράτεια, αλλά και στη Μικρά Ασία, στη Μέση Ανατολή, στην Ιταλία, στην Κορέα, στο Κοσσυφοπέδιο και αλλού.
Κυματίζει στις Ελληνικές και ξένες θάλασσες, και στο γαλάζιο Ελληνικό ουρανό, σηματοδοτώντας την εθνική και πολιτική ύπαρξη μας.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ 
ΠΗΓΕΣ :