Σάββατο 11 Απριλίου 2015

Πάν, ο πιο αδικημένος θεός των Ελλήνων!




Η Αρκαδία  αποτελεί τη γενέτειρα των Θεών του Ελληνικού Πανθέου.
Φιλοξένησε  στη γη της  , τη γέννηση και  την ανατροφή τους από τις Νύμφες στα βουνά της.

Ο Πάνας (αρχ. Παν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης, (άνθρωποι και ζώα) σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας, αλλά και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής.
Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», πλέον ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών αλλά και των αλιέων με μόνιμη διαμονή του σε χώρους της φύσης (όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν αυτού.
Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ήταν γιος:
  • (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέστη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
  • (Αρκαδία): Του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέστη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
  • Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
  • Του Ουρανού και της Γης, ή
  • Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή τέλος του Απόλλωνα και της Οινόης.


Σύμφωνα με το μύθο, ο Πάνας γεννήθηκε στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο Ερμής και μητέρα του η Δρυόπη. Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ήταν γιος του Ερμή και της Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης. Γεννήθηκε με πόδια και κέρατα τράγου και είχε μακριά γένια. Η μητέρα του τρόμαξε από την όψη του και τον παράτησε. Ο πατέρας του Ερμής μάζεψε το βρέφος και το έφερε στον Όλυμπο για να το δείξει στους υπόλοιπους θεούς. Όμως ο Πάνας δεν έμεινε εκεί. Έφυγε και έζησε μαζί με τις Νύμφες στην Αρκαδία.

Θεότητα της άγριας φύσης, των βουνών, δασών και της γονιμότητας. Ήταν τραγοπόδαρος θεός, δηλαδή στα κάτω άκρα του, είχε πόδια τράγου και αυτιά, κέρατα κατσίκας.
Θεός των βοσκών. Προστάτης των κτηνοτρόφων και των γεωργών. Έγινε ακόλουθος του Διονύσου και η λατρεία του επεκτάθηκε σε όλο τον ελλαδικό χώρο.





 Ο Πάνας αγάπησε μια Νύμφη, τη Σύριγγα. Αυτή τρόμαξε όταν τον είδε για πρώτη φορά και άρχισε να τρέχει. Ο Πάνας προσπάθησε να τη φτάσει και αυτή, για να σωθεί, έπεσε στο ποτάμι. Στο μέρος όπου έπεσε, φύτρωσαν καλαμιές. Ο Πάνας απογοητεύτηκε και για να γλυκάνει τον πόνο του, έκοψε μια καλαμιά και έφτιαξε τον αυλό του. Σε ανάμνηση της αγαπημένης του Νύμφης, ονόμασε τον αυλό σύριγγα.

Η θρησκεία στην Αρκαδία, είχε τις ρίζες της στη  γη της και ήταν πάντοτε δεμένη με τις αρχαίες φυλές του ελληνικού κόσμου. Η σύνδεση αυτή αποτελεί και μια εξήγηση του ιδιόρρυθμου και ευλαβικού χαρακτήρα αυτής της θρησκείας. Και οι πρώιμοι Έλληνες, οι Αρκάδες, διατήρησαν πιστότερα από όλους τους άλλους Έλληνες, τον πρωτογονικό συμβολισμό , τους θρησκευτικούς θρύλους και τις απλές λαϊκές παραδόσεις. Η εμφανής ευσέβεια τους , η οποία έγινε αντικείμενο αναφοράς από τους ιστορικούς (Πολύβιος «η προς το θείο ευσέβεια) , εκφράστηκε με τελετές και εορτές μυστικιστικού τύπου (πχ  Λύκαια Μυστήρια)  , γνωστά για την λαμπρότητα σε όλον τον αρχαϊκό ελληνικό και μη, κόσμο.
Η θεότητα  που χαρακτήρισε την αρχαία αρκαδική θεολογία και αποτέλεσε και συνεχίζει  να αποτελεί σύμβολό της, είναι ο  Πάνας.
Αποδίδεται  ως ο  Αρκαδικός δαίμων. Η λέξη «δαίμων» προερχόμενη από τη αρχαία ελληνική λέξη «δαίω», (μοιράζω, αποδίδω σε κάποιον αυτό που το αξίζει)
και αποδόθηκε  στους θεούς, ως φορείς της διανομής τύχης και της δικαιοσύνης του καθενός, ασχέτως αν αργότερα, έγινε συνώνυμο του διαβόλου και των εκπτώτων ταγμάτων του.
Ο ομηρικός ύμνος  τον παρουσιάζει ως «υιό του Ερμή»  με τραγοπόδαρα και δύο κέρατα , που αρεσκόταν σε θορυβώδεις  χορούς  και έτρεχε μαζί με τις Νύμφες στα λιβάδια και στα  σύνδεντρα, στα ρυάκια και στις πυκνές λόγμες  με την υπέροχη ατιμέλητη κώμη του»
Ο Πάνας είναι  η χορευτική θεότητα των ερημιών , των βουνών  και ανάμεσα του  στα Αρκαδικά βουνά, οι νύμφες των  βουνών , οι Ορειάδες, αόρατοι μουσουργοί , τραγουδάνε από τα βάθη των σπηλαίων, υφαίνοντας αραχνοϋφαντα  υφάσματα που κατά τον θρύλο , κανένας θνητός δε μπορούσε να δει.
Ο τραγοπόδαρος θεός δεν είναι μόνο επιδέξιος  χορευτής αλλά , όπως έχει γραφεί και  πιο παλιά ( βλ. «Τα μουσικά όργανα στην Αρχαία Αρκαδία») είναι και  εξαίρετος μουσικός. Ο ήχος της  φλογέρας του, αποτελεί την αφορμή για  το ξεκίνημα του χορού στον οποίο συμμετέχουν οι Νύμφες, οι Χάριτες και οι Ώρες , συνεπαρμένες από το γλυκό ήχο της καλαμένιας φλογέρας του Πανός.
Και ο μύθος  αναφέρει τον Πάνα, γονυπετούντα να εξομολογείται τον έρωτα του, στην Σύριγγα  . Αυτή όμως τρομαγμένη από την σωματική δυσμορφία του Πάνα, καταφεύγει στις όχθες του θεού Λάδωνα, ικετεύοντάς τον, να την σώσει από τον Πάνα. Και αίφνης, ο Λάδωνας, εισακούοντας την παράκληση της Σύριγγας, την μεταμορφώνει σε καλάμι, με αποτέλεσμα, ο Πάνας , απλώνοντας το χέρι του για να την πιάσει, αντί για την αγαπημένη του, βρίσκει στο χέρι του , ένα καλάμι.
Εκφράζοντας την απογοήτευσή του  ο Πάνας, κόβει καλάμια , με διαφορετικό  μήκος μεταξύ τους , και , ενώνοντάς  τα με κερί , δημιουργεί τον αυλό, την Σύριγγα, το μουσικό όργανο των βοσκών.  Και η «πολύμηλος» Αρκαδία (ενν. γεμάτη πρόβατα) αποκτά το ποιμενικό της  σύμβολο, την τοπική της θεότητα  .
Σε άλλα γλυπτά, ο Πάνας παρουσιάζεται να παίζει φλογέρα πλάι στον Απόλλωνα και να παρουσιάζεται  ως ισάξια θεότητα , με αυτή του δωδεκαθέου
Κατά τον  Διονύσιο από την Αλικαρνασσό, ο  Πάνας είναι « Αρκάδι δε Αρχαιότατος  και τιμιώτατος»
Η αρκαδική αυτή θεότητα , που θεωρείται ως ο αρχαιότερος  θεός του Πανθέου της πατρώας  θρησκείας, λατρεύτηκε από άκρη σε άκρη των Αρκαδικών βουνών (Μαίναλο, Κυλλήνη, Παρθένιο, Λύκαιο, Νόμιο , Ερύμανθος) και δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι  κάθε  αρκαδικός ορεινός όγκος πλημμυριζόταν από την Πανική θεότητα «Υψηλών ορέων έφοροι , κεραοί χοροπαίκται Πάνες, βουχίλου κράντορες Αρκαδίης»
Κατά τον  Παυσανία , το ιερό βουνό του Πανός , είναι το Μαίναλο , όπου οι πλησίον του βουνού κάτοικοι ,ισχυρίζονταν ότι είχαν ακούσει τον ήχο της σύριγγας του Πάνα
«Το δε όρος το Μαινάλιον ιερόν  μάλιστα είναι Πανός ΄ νομίζουσι, ώστε οι περί αυτό και επακροάσθαι  συρίζοντος του Πανός , λέγουσι»,
ενώ  ο ίδιος (ο Παυσανίας) , αναφέρει και ότι στο Λύκαιο όρος, λάμβαναν χώρα , όπως γράφτηκε πρόσφατα , τα «Διάπανα», αγώνες , προς τιμήν του Πάνα, ταυτόχρονα, με τα Λύκαια, (προς τιμή του Δία) , με αποτέλεσμα να κυριαρχεί η θέση ότι επρόκειτο , για θεότητα διπλής υποστάσεως , τον Διοπάνα.
Ο περιηγητής, συνεχίζοντας την  αφήγησή  του για τον Πάνα, αναφέρει ότι:
«Της Λυκοσούρας δε , έστι εν δεξιά Νόμια όρη καλούμενα και Πανός τε Ιερόν εν αυτοίς, έστι Νομίου και το  χωρίον ονομάζουσι Μέλπειαν, το από της σύριγγος μέλος ενταύθα Πανός ευρεθήναι λέγοντες. Κληθήναι δε τα όρη, Νόμια, προχειρότατον μεν έστι εικάζειν επί του Πανός, ταις νομαίς, αυτοί δε οι Αρκάδες νύμφης είναι φασίν όνομα»
Δηλαδή:
Στα δεξιά της Λυκοσούρας, υπάρχουν τα Νόμια όρη, όπου υπήρχε και το ιερό του Νομίου Πανός και το χωριό το ονομάζουν Μέλπεια, από τη σύριγγα  του (του Πάνα) που βρέθηκε εκεί. Είναι εύκολο να θεωρήσει κανείς ότι τα όρη, ονομάστηκαν Νόμια, από τα βοσκοτόπια (που υπήρχαν εκεί) , ενώ κατά τους Αρκάδες, (ονομάστηκαν έτσι) από το όνομα κάποιας Νύμφης.


Στο όρος Παρθένιο, όπου υπήρχαν χελώνες , οι οποίες ήταν αντικείμενο ευλάβειας  από τους κατοίκους , ως ιερές του Πάνα, αν και το όστρακό τους ήταν κατάλληλο για την κατασκευή λύρας , λέγεται, ότι   ο Πάνας παρουσιάστηκε ενώπιον του δρομέα Φειδιππίδη, (που είχε αποσταλεί εκ μέρους των Αθηναίων , προκειμένου να ζητήσει τη συνδρομή των Σπαρτιατών , εν όψει της περσικής επίθεσης ) και του παραπονέθηκε δεν του πρόσφεραν τις δέουσες τιμές, ενώ αυτός , θα ήταν χρήσιμος στον αγώνα τους, κατά των Περσών.
«Απωτέρω δε ολίγον Πανός  εστί , ένθα Φειδιππίδη φανήναι τον  Πάνα και ειπείν ά προς αυτόν Αθηναίοι τε και κατά ταύτα Τεγεάται λέγουσι»(Παυσανίας «Τα Αρκαδικά )
Μετά την νίκη στο Μαραθώνα, οι Αθηναίοι δεν ξέχασαν τον Αρκάδα θεό και ανέγειραν ιερό στην Ακρόπολη, αφιερωμένο σε αυτόν , ενώ σε άγαλμα του γλύπτη Σιμωνίδη , αναγράφεται  « Τον τραγόπουν εμέ Πάνα, τον  Αρκάδα, τον κατά Μήδων, τον μετ΄ Αθηναίων , στήσατο Μιλτιάδης» και αργότερα, ετελούντο εορτές προς τιμήν του, τρεις φορές τον χρόνο.
Ο Πάνας θεωρείτο ότι κατείχε  το χάρισμα της προφητείας. Λέγεται μάλιστα , ότι ο Απόλλωνας διδάχθηκε τη μαντική από τον Πάνα και αργότερα έφτασε στους Δελφούς , κατόπιν χρησμού της Θέμιδος. Από την αρχαία Αρκαδική πόλη Ακακήσιο, όπου έκαιγε «άσβεστο πυρ» , ο Πάνας έδινε τους χρησμούς του, με την ιέρεια του , την νύμφη Ερατώ , γυναίκα του μετέπειτα βασιλιά της Αρκαδίας.
«Λέγεται δε ως προς τα έτι  παλαιότερα και μαντεύοιτο ούτος ο θεός , προφήτιν δε Ερατώ Νύμφην  αυτώ γενέσθαι ή Αρκάδι της Καλλιστούς συνώκησε»



Το άλλο πρόσωπο  του Πάνα
Πέραν της  συνηθισμένης εικόνας που η ιστοριογραφία  έχει καταγράψει για τον Πάνα και  τον παρουσιάζει σαν τον εύθυμο , ανέμελο, ερωτύλο θεό , που η μόνη του ασχολία είναι η μουσική και η καλοπέραση  , ο Πάνας αποτελούσε τιμωρητική οντότητα , θεότητα που μπορούσε να προκαλέσει τρόμο και φόβο στους ανθρώπους, σε περίπτωση διαταρασσόταν η ηρεμία και ο ύπνος του.
Στις εκφάνσεις  οργής του Πανός , οι οποίες περιελάμβαναν  ορμητικούς χειμμάρους , ηλίαση κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς  λιποθυμία ή συγκοπή (Ευριπίδης-Μήδεια)   αποδόθηκε και η ερμηνεία της  λέξης Πανικός , που χρησιμοποιείται ως τις μέρες μας, δηλαδή το «πανικόν δείμα» , με αποτέλεσμα οι Αρκάδες ποιμένες να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί ως προς τη διατήρηση της ηρεμίας της φύσεως , τις ώρες που αυτή ησυχάζει.
Σήμερα
Παρά την  σκληρή όψη του, που ορισμένες  φορές , ο Πάνας εξωτερίκευε, είναι  δεδομένο και αναμφίβολο , ότι  ως πανάρχαιη ελληνική θεότητα , έχει αφήσει το στίγμα του, ως ο φορέας της μελωδίας , ως επιδέξιος  χορευτής, ως αγρονόμος, μηλονόμος (προστάτης των κοπαδιών) θηρονόμος και  αιγελάτης.
Σε καμιά περίπτωση , η πραγματική του υπόσταση  δεν   ανταποκρίνεται με την γελοιοποιητική ροπή και τάση που επικράτησε τις κατά πρώιμες χριστιανικές εποχές, όπου καταπολεμήθηκε οποιοδήποτε υπόλειμμα «εθνικής» παράδοσης,
μέσω της  οποίας ο Πάνας εμφαίνεται ως ασόβαρος, φιλόσαρκος, σάτυρος , φορέας του κακού και του ανήθικου.

Ορφικός Ύμνος προς τον Πάνα

Πᾶνα καλῶ κρατερόν, νόμιον, κόσμοιο τὸ σύμπαν,
οὐρανὸν ἠδὲ ѳάλασσαν ἰδὲ χѳόνα παμβασίλειαν
καὶ πῦρ ἀѳάνατον· τάδε γὰρ μέλη ἐστὶ τὰ Πανός.
ἐλѳέ, μάκαρ, σκιρτητά, περίδρομε, σύνѳρονε Ὥραις,
αἰγομελές, βακχευτά, φιλένѳεε, ἀστροδίαιτε,
ἁρμονίαν κόσμοιο κρέκων φιλοπαίγμονι μολπῆι,
φαντασιῶν ἐπαρωγέ, φόβων ἔκπαγλε βροτείων,
αἰγονόμοις χαίρων ἀνὰ πίδακας ἠδέ τε βούταις,
εὔσκοπε, ѳηρητήρ, Ἠχοῦς φίλε, σύγχορε νυμφῶν,
παντοφυής, γενέτωρ πάντων, πολυώνυμε δαῖμον,
κοσμοκράτωρ, αὐξητά, φαεσφόρε, κάρπιμε Παιάν,
ἀντροχαρές, βαρύμηνις, ἀληѳὴς Ζεὺς ὁ κεράστης.
σοὶ γὰρ ἀπειρέσιον γαίης πέδον ἐστήρικται,
εἴκει δ’ ἀκαμάτου πόντου τὸ βαѳύρροον ὕδωρ
Ὠκεανός τε πέριξ ἐν ὕδασι γαῖαν ἑλίσσων,
ἀέριόν τε μέρισμα τροφῆς, ζωοῖσιν ἔναυσμα,
καὶ κορυφῆς ἐφύπερѳεν ἐλαφροτάτου πυρὸς ὄμμα.
βαίνει γὰρ τάδε ѳεῖα πολύκριτα σαῖσιν ἐφετμαῖς·
ἀλλάσσεις δὲ φύσεις πάντων ταῖς σαῖσι προνοίαις
βόσκων ἀνѳρώπων γενεὴν κατ’ ἀπείρονα κόσμον.
ἀλλά, μάκαρ, βακχευτά, φιλένѳεε, βαῖν’ ἐπὶ λοιβαῖς
εὐιέροις, ἀγαѳὴν δ’ ὄπασον βιότοιο τελευτὴν
Πανικὸν ἐκπέμπων οἶστρον ἐπὶ τέρματα γαίης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Τον Πάνα προσκαλώ τον ισχυρό, τον ποιμενικό το σύμπαν του κόσμου τον ουρανό 
και τη θάλασσα και την γη πού είναι βασίλισσα των πάντων,
και το αθάνατον πυρ διότι αυτή είναι τα μέλη του Πάνα. 

Έλα εσύ πού είσαι μακάριος,
πηδηχτής, πού τρέχεις γύρω και κάθεσαι στον ίδιο θρόνο με τις ώρες εσύ
πού τα μέλη σου μοιάζουν με της γίδας, ό μανιακός, που εύκολα ενθουσιάζεσαι και
περνάς τη ζωή σου μέσα σε σπήλαια· εσύ υφαίνεις την άρμονία του κόσμου με
παιχνιδιάρικο τραγούδι, είσαι ό βοηθός των φαντασμάτων και ό δημιουργός μεγάλων
φόβων στους ανθρώπους· χαίρεσαι να είσαι στις πηγές με γιδοβοσκούς και
βοίδοβοσκούς και βλέπεις μακρυά, είσαι κυνηγός, φίλος της Ηχούς, και χορεύεις μαζί με
τις νύμφες παράγεις τα πάντα, είσαι πατέρας των πάντων, εσύ ό θεός με τα πολλά
ονόματα είσαι κυρίαρχος του κόσμου, συντελείς στην αύξηση, φέρεις το φως, είσαι ό
καρποφόρος Παιάν χαίρεσαι στα σπήλαια, υπερβολικά θυμώνεις, και είσαι αληθινός Ζευς
με κέρατα διότι εις εσένα στηρίζεται το απέραντο δάπεδο της γης και υποχωρεί το
βαθύ ρεύμα του ακαταπόνητου πόντου.
καί ο Ωκεανός ελίσσεται γύρω από τη γη μέσα στα νερά· και το εναέριο μέρος
(μερίδιο) της τροφής, πού είναι σπινθήρας ζωής στα ζωντανά και το μάτι του
ελαφρότατου πυρός επάνω από την κορυφή διότι αυτά τα θεϊκά, πού είναι πολυποίκιλα,
κινούνται δια των δικών σου εντολών συ μεταβάλλεις τη φυσική
κατάσταση όλων τον πραγμάτων κατά τις δικές σου προβλέψεις και τρέφεις το γένος
των ανθρώπων στον απέραντο κόσμο.
Άλλα βάδιζε στις ιερές σπονδές συ ό μακάριος, πού είσαι γεμάτος από
βακχική μανία. Ο ενθουσιώδης, και δώσε να έχουμε καλό τέλος του βίου και δίωξε
τη μανία του πανικού στα πέρατα της γης.
 

 


 
Ο αστεροειδής 4450 Παν (4450 Pan), που ανακαλύφθηκε το 1987, πήρε το όνομά του από τη θεότητα αυτή.
Η αρχαία τέχνη τον απεικόνισε στις διάφορες ασχολίες του και σε ερωτικές σκηνές  με τους Σάτυρους, τον Ερμή και τον Διόνυσο. Σε αττικά αγγεία των κλασικών χρόνων σε ανάγλυφα εδώλια, νομίσματα, τοιχογραφίες,ψηφιδωτά, και σε σαρκοφάγους των ρωμαϊκών χρόνων ο Παν κατέχει ιδιαίτερη θέση.Σημαντικοί γλύπτες της αρχαιότητας έλαβαν τα θέματά τους από τον Πάνα, όπως ο Πραξιτέλης και ο Ζεύξις μερικά των οποίων διασώζονται σε ρωμαϊκά αντίγραφα. Χαρακτηριστικό είναι το σύμπλεγμα του Πάνα που εκτίθεται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας όπου η Αφροδίτη απειλεί τον Πάνα με το σανδάλι της.Στους νεότερους χρόνους ο Πάνας συνέχισε ν΄ αποτελεί έμπνευση καλλιτεχνών όπως οι γλύπτες Φραγκαβίλα, Ροντέν και οι ζωγράφοι Ρομάνο, Ρούμπενς, Πουσέν και ακόμη ο Πικάσο
Χαρακτηριστικός επίσης, σχετικά με το πρόσωπό του, είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του “παν – παν – παν…. με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, καταλήφθηκαν από πανικό (λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) όπου και υποχώρησαν.