Δευτέρα 22 Μαρτίου 2021

Η Έννοια του Χρόνου κατα τον Πλάτωνα & τον Αριστοτέλη και ο συσχετισμός χρόνου - ουρανίων σωμάτων (κατά τον πρώτο), και χρόνου.



Οι Αρχαίοι Έλληνες, γενικώς, είχαν μία κυκλικήαντίληψη περί του χρόνου. Δεν απέδιδαν στον χρόνο το νοερό σχήμα της ημιευθείαςπου ξεκινά από ένα σημείο –την αρχή της δημιουργίας του κόσμου- και κατευθύνεταιστο τέλος του. Αυτό που απεικονίζει προσφυέστερα την αντίληψή τους για τηνέννοια αυτή είναι η περιστροφική ανακύκληση των αστέρων[1]

Ακριβώς αυτήν την έννοια αποδίδει στον χρόνο οΠλάτων. Ο Πλάτων σε ένα από ταέργα της τελευταίας φάσεως της συγγραφικής του δραστηριότητας, τον Τίμαιο,επιχειρεί να απαντήσει στο ερώτημα της δημιουργίας του κόσμου. Εκεί αναφέρεταικαι στην έννοια του χρόνου καθώς και στη σχέση του με τα ουράνια σώματα. Κατάτον Πλάτωνα ο χρόνος είναι η κινητή εικόνα της αιωνιότητας: «Σκέφτηκε (οδημιουργός) επομένως να δημιουργήσει κάποια κινητή εικόνα της αιωνιότητας. Ενώλοιπόν έβαζε τάξη στον ουρανό έφτιαξε και τη ρυθμικά κινούμενη εικόνα της ακίνητηςστην ενότητά της αιωνιότητας – το δημιούργημα που έχουμε ονομάσει χρόνο»[2].Και στη συνέχεια αιτιολογεί την άποψή του λέγοντας ότι οι ημέρες και οι νύκτεςδεν υπήρχαν πριν δημιουργηθεί ο ουρανός. Αυτά τα ονομάζει «μέρη του χρόνου»[3].Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι τα είδη του χρόνου. Όλα αυτά είναισυνυφασμένα με τον υλικό κόσμο. Το αιώνιο ον όμως είναι υπεράνω του χρόνου καιτης κινήσεως. Ο χρόνος: «μιμείται την αιωνιότητα και κινείται ρυθμικά σεκύκλους»[4]

Οχρόνος, είναι λοιπόν σύμφυτος με τον ουρανό, και θα υπάρχει ο ένας όσο υπάρχεικαι ο άλλος: «Χρόνος δù οὖν μετù οὐρανοῦ γέγονεν, ἵνα ἅμα γεννηθέντεςκαὶ λυθῶσι, ἄν ποτε λύσις τις αὐτῶν γένηται»[5].Μάλιστα, ακριβώς για να εξυπηρετηθεί η ύπαρξη του χρόνου, ο Θεός δημιουργεί τονΉλιο, τη Σελήνη και τους Πλανήτες: «ἵνα γεννηθῇ χρόνος, ἥλιος καὶ σελήνη και πέντε ἄλλαἄστρα, ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά», ώστενα καθορίζουν και να διαφυλάσσουν τα μέτρα του χρόνου: «εἰς διορισμόν καιφυλακήν ἀριθμῶν χρόνου»[6].Τα ουράνια σώματα είναι, λοιπόν, κατά τον Πλάτωνα, κατά κάποιον τρόπο, ζωντανάρολόγια, που δεν μετρούν απλώς, αλλά καθορίζουν τους κύκλους μέτρησης τουχρόνου. Οι κυκλικές τους τροχιές ορίζουν τα έτη, τους μήνες και τις ημέρες. Καιανεφέραμε την λέξη «ζωντανά», διότι ο Πλάτων απέδιδε σε αυτά ψυχή. Αφού ο Θεόςέπλασε τα ουράνια σώματα και τα έθεσε στις κυκλικές τους τροχιές, συνέδεσε μεαυτά ψυχές: «δεσμοῖς τε ἐμψύχοις σώματα δεθέντα ζῶα ἐγεννήθησαν», οι οποίες έμαθαν να επιτελούν το ανατεθέν σεαυτές έργο της διαφυλάξεως με ακρίβεια των κύκλων μετρήσεως του χρόνου[7].


Στησυνέχεια αντιστοιχεί την ημέρα στον κύκλο περιστροφής του ουρανού, τον μήναστον κύκλο της Σελήνης και το έτος στον κύκλο του Ηλίου. Παρόμοιες αντιστοιχίεςυπάρχουν και για τους πλανήτες, μόνο που οι άνθρωποι ακόμη δεν τις έχουναντιληφθεί: «νύξ μεν οὖν ἡμέρα τε γέγονεν οὔτως καὶ διὰ ταῦτα , ἡ της μιᾶς καιφρονιμοτάτης κυκλήσεως περίοδος· μεὶς δὲ ἐπειδὰν σελήνη περιελ­θοῦ­σα τὸνἑαυτῆς κύκλον ἥλιον ἐπικαταλάβῃ, ἐνιαυτὸς δὲ ὁπόταν ἥλιος τὸν ἑαυ­τοῦ  περιέλθῃ κύκλον. Τῶν δù ἄλλων τὰς περιόδους οὐκ ἐννοηκότεςἄνθρω­ποι»[8].
Ο Αριστοτέληςπραγματεύεται την έννοια του χρόνου και την σχέση του με την κίνηση στο έργοτου Φυσική Ακρόασις. Θεωρεί τον χρόνο ως στοιχείο της κινήσεως. Στοιχείατης κινήσεως ή μεταβολής θεωρεί: το κινούν, το κινούμενον, τον χρόνοστον οποίο τελείται η κίνηση και το «ἐξ οὗ καὶ εἰς ὅ» (αρχικό και τελικό όριο)[9]. Οχρόνος είναι αριθμός κινήσεως από το πρωτύτερα στο υστερότερα[10]τοῦτογάρ ἐστιν τὸν χρόνον, ἀριθμός κινήσεως κατὰ τὸ πρότερον καὶ τὸ ὕστερον»[11].Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει έπειτα από μία διαλεκτική διαδικασία κατά την οποίαδιατυπώνει απορίες και εξετάζει διάφορες θέσεις. 


Ξεκινά με την απορία αν ο χρόνος είναι κάτι πραγματικά υπαρκτό ή όχι. Διότι από τον χρόνο, τομεν παρελθόν κάποτε υπήρχε, τώρα όμως δεν υπάρχει, το μέλλον θα υπάρξει, αλλάτώρα είναι ανύπαρκτο, ενώ το παρόν είναι κάτι το φευγαλέο. Γιαυτό ο χρόνος θαμπορούσε να θεωρηθεί ανύπαρκτος ή με τόσο αδύναμη ύπαρξη που θα μπορούσε ναχαρακτηρισθεί ως σκιά[12]ἢὅλως οὔκ εστιν, ἢ μόλις καὶ ἀμυδρῶς»[13].

Η δεύτερη απορίατου είναι τι είναι η παρούσα χρονική στιγμή, το «νῦν». Πραγματευόμενος τις απορίες αυτές απορρίπτει τις γνώμες που είχανδιατυπωθεί από κάποιους, ότι ο χρόνος είναι η κίνηση του σύμπαντος, ή η ίδια ησφαίρα του σύμπαντος ως απλοϊκές[14].  Στη συνέχεια εξετάζει την πιο σοβαρή άποψη-κατù αυτόν- ότι ο χρόνος είναι κίνηση και μεταβολή. Καταλήγει στο συμπέρασμαότι δεν είναι κίνηση. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Αριστοτέλης προσέδιδεστην λέξη κίνηση μία ευρύτερη σημασία από αυτήν που αποδίδουμε σήμερα. Κίνησηκατ' αυτόν ήταν η μεταβολή στην ουσία, στο μέγεθος, στην ποιότητα και ημετατόπιση των πραγμάτων[15].  

Ο χρόνος δεν μπορείνα ταυτίζεται με την κίνηση, διότι η δεύτερη επιδέχεται διαβαθμίσεις ταχύτηταςκαι βραδύτητα. Ο χρόνος όμως δεν μπορεί να είναι ταχύς ή βραδύς. Διότι ηταχύτητα ορίζεται βάσει του χρόνου: «ταχύ είναι ότι σε λίγο χρόνοδιατρέχει μετην κίνησή του πολύ διάστημα, βραδύ, ότι σε πολύ χρόνο ολίγο διάστημα»[16].Ο χρόνος όμως προϋποθέτει την μεταβολή, διότι «χωρίς κίνηση και μεταβολή χρόνοςδεν υπάρχει»[17]. Καταλήγει, λοιπόν, στοσυμπέρασμα ότι ο χρόνος είναι κάτι που ανήκει στην κίνηση[18].

Εξετάζει λοιπόν τιείναι κίνηση και μεταβολή. Διαπιστώνει ότι η κίνηση είναι συνεχές. Ωςσυνεχές ορίζει αυτό που είναι διαιρετό επù άπειρον[19].Το χωρικό μέγεθος (ο χώρος) είναι συνεχές. Αφού η κίνηση γίνεται μέσα σεσυνεχές μέγεθος είναι και αυτή συνεχής. Ο χρόνος είναι επίσης συνεχής διότικαλύπτεται από συνεχή κίνηση[20].

Αξιοσημείωτη είναιη διαπίστωση του Αριστοτέλη για τον χρόνο ότι είναι δυνάμει άπειρος τόσο κατάπρόσθεση, όσο και κατ' αφαίρεσιν[21].Άπειρος κατά πρόσθεση, διότι είναι δυνατόν να προστίθεται χρόνος στον χρόνο επ'άπειρον. Κατ' αφαίρεσιν, διότι μπορούν να του αφαιρεθούν άπειρα μέρη, δίχως ναεξαντλείται, καθώς ένα πεπερασμένο χρονικό διάστημα είναι διαιρετό επù άπειρον[22].
Συνεχίζοντας τηνπραγμάτευση του ζητήματος, αναφέρεται στις έννοιες του προτέρου και του υστέρου.Πρότερο και ύστερο είναι χαρακτηριστικά τα οποία αναφέρονται κατ'αρχήν σε τόπο. Επειτα αναφέρονται και στην κίνηση. Κατά τρίτο λόγο αναφέρονταικαι στο χρόνο. Όταν η ψυχή αντιλαμβάνεται την διαφορά ενός νυν από ένα άλλονυν, ένα προτύτερα και ένα υστερώτερα, τότε αυτή η αίσθηση χαρακτηρίζεταιχρόνος[23]ὅτανγὰρ ἕτερα τὰ ἄκρα τοῦ μέσου νοήσωμεν καὶ δύο εἴπῃ ἡ ψυχή τὰ νῦν, τὸ μὲνπρότερον τὸ δὲ ὕστερον, τότε καὶ τοῦτό φαμεν εἶναι χρόνον»[24].Με αυτό το συλλογισμό ο Αριστοτέλης οδηγείται στο συμπέρασμα ότι χρόνος είναι οαριθμός της κίνησης από το πρότερον στο ύστερον. Δηλαδή ότι είναιη αριθμητή πλευρά της κινήσεως[25].

Αναλύοντας βαθύτερατο θέμα, ο ίδιος Φιλόσοφος, παραλληλίζει την κίνηση στον χώρο με την κίνησηστον χρόνο. Όπως, δηλαδή, η κίνηση μέσα στον χώρο γίνεται αντιληπτή από τηνπαρουσία ενός αντικειμένου σε διαφορετικά διαδοχικά σημεία, έτσι η ροή τουχρόνου κατανοείται παρατηρώντας  τηνσύνδεση μεμονωμένων νυν (στιγμιοτύπων του εκάστοτε παρόντος)  με διαφορετικά γεγονότα τα οποία ενθυμείταικάποιος. Τα νυν των χρονικών διαστημάτων αντιστοιχούν στα σημεία τωνευθυγράμμων τμημάτων[26].Ο χρόνος αριθμείται με βάση τα νυν, αυτά όμως δεν είναι μέρη του χρόνου,όπως τα σημεία δεν είναι μέρη (τεμάχια) μιας γραμμής. 

Τέλος, θα πρέπει ναεπισημανθεί ότι ο Αριστοτέλης, με το να συνδέσει την έννοια του χρόνου με την ικανότητα της ψυχής να αντιλαμβάνεται την διαφορά ενός υστερωτέρου νυν από έναπρωτύτερο –όπως προανεφέραμε- πρέπει να δώσει και μια απάντηση στο ερώτημα εάνθα μπορούσε να υπάρξει χρόνος στην περίπτωση που δεν υπήρχε ψυχή για νααντιληφθεί αυτήν την διαφορά. Απαντά ότι εάν δεν υπάρχει κάτι που αριθμεί δενυπάρχει και αυτό που αριθμείται, δηλαδή δεν θα ήταν αριθμημένο. Θα υπήρχελοιπόν η κίνηση, αλλά δεν θα είχε μετρήσιμη διάσταση[27].