Η διχοτομία Ελλήνων-βαρβάρων υπήρχε στην κλασική αρχαιότητα, όπως αποτυπώνεται καθαρά σε ένα ρητό που ο Διογένης Λαέρτιος (1.34) αποδίδει στον Θαλή, ενώ άλλοι το απέδιδαν στον Σωκράτη: «Χρωστάω χάρη στην Τύχη για τρία πράγματα: που γεννήθηκα άνθρωπος και όχι ζώο, άνδρας και όχι γυναίκα, Έλληνας και όχι βάρβαρος». (τριῶν τούτων ἕνεκα χάριν ἔχειν τῇ Τύχῃ· πρῶτον μὲν ὅτι ἄνθρωπος ἐγενόμην καὶ οὐ θηρίον, εἶτα ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γυνή, τρίτον ὅτι Ἕλλην καὶ οὐ βάρβαρος). Οι Έλληνες, ειδικά μετά τους περσικούς πολέμους, πίστευαν ότι, ελεύθεροι πολίτες καθώς ήταν, ήταν ανώτεροι από τους «βαρβάρους» που υπάκουαν δουλικά σε έναν βασιλιά.
Όπως λέει ο Ευριπίδης στην Ιφιγένεια εν Αυλίδι, είναι λογικό οι Έλληνες να εξουσιάζουν τους βαρβάρους, αλλά όχι το αντίστροφο: βαρβάρων δ’ Ἕλληνας ἄρχειν εἰκός, ἀλλ’ οὐ βαρβάρους … Ἑλλήνων· τὸ μὲν γὰρ δοῦλον, οἱ δ’ ἐλεύθεροι.
Το μυστήριο της κατασκευής του ρητού, πάντως, παραμένει. Αρχικά σκεφτόμουν ότι είναι νεοελληνική κατασκευή, όπως συμβαίνει και με άλλα αρχαιοφανή ρητά (πιο γνωστό το «ουκ εν τω πολλώ το ευ», το οποίο επίσης δεν υπάρχει στην αρχαία γραμματεία, αν και υπάρχει και αποδίδεται στον Ζήνωνα το παρεμφερές ουκ εν τω μεγάλω το ευ κείμενον είη, αλλ’ εν τω ευ το μέγα). Ωστόσο, αφού μνημονεύεται σε αγγλικό βιβλίο του 1863, το «πας μη Έλλην βάρβαρος» είναι μάλλον απίθανο να έχει κατασκευαστεί εγχώρια.