Ο πατέρας του Χίτλερ, Αλοΐσιος
Ο Χίτλερ φρόντισε να μείνουν μέχρι σήμερα πολλά αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με την καταγωγή και τη ζωή του πριν την ανάμιξή του στην πολιτική. Το 1930 είπε για τους πολιτικούς του αντιπάλους: «Ποτέ δεν κάνει να μάθουν για τις ρίζες μου και για την οικογένειά μου.» (Κρόκοβ)
Για αυτόν τον λόγο, το καλοκαίρι του 1938, αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss), εκκένωσε και κατέστρεψε τα χωριά των γονέων και των παππούδων του (Ντόλερσχαϊμ και Στρόνες) στην βορειοδυτικήΑυστρία και τα μετέβαλε σε πεδία ασκήσεων του στρατού. Οι Κέρσοου, Κρόκοβ και άλλοι βιογράφοι του πιστεύουν ότι ο λόγος γι’ αυτά τα μέτρα θα πρέπει να αναζητηθεί στην ασαφή και μη απαλλαγμένη από αιμομιξία καταγωγή του. Οι ισχυρισμοί του ίδιου του Χίτλερ στο βιβλίο του Ο Αγών μου ("Mein Kampf"), εξυπηρετούν πάνω από όλα το προσωπικό του στιλ που θέλει να παρουσιάσει και γι' αυτό δεν είναι και πολύ αξιόπιστοι.
Ο κατοπινός δικτάτορας γεννήθηκε το 1889 στο Μπράουναου αμ Ινν (Braunau am Inn), στα βόρεια σύνορα της Αυστρίας. Ήταν το τέταρτο από τα έξι παιδιά του τελωνειακού υπάλληλου Αλοΐσιου Χίτλερ και της τρίτης του γυναίκας Κλάρας Χίτλερ (πατρικό Κλάρα Πελτσλ (Klara Pölzl), μιας ανιψιάς του. Από τα έξι αυτά παιδιά μόνον ο Αδόλφος και η αδελφή του Πάουλα έφτασαν ως την εφηβεία. Ο Αλοΐσιος Χίτλερ είχε εκτός από αυτά και άλλα δύο παιδιά, τον εξώγαμο Αλοΐσιο τον νεότερο και την Ανγκέλα, που ήταν κόρη της δεύτερης γυναίκας του.
Γενεαλογικό δένδρο της οικογένειας Χίτλερ
Στο «Mein Kampf» ο Χίτλερ περιγράφει τον πατέρα του ως αυστηρό, αυταρχικό και, καμιά φορά, ακόμα και οξύθυμο και βίαιο. Είναι, όμως, αμφισβητήσιμο αν η ανατροφή του Χίτλερ υπήρξε πιο αυστηρή από την καθιερωμένη εκείνο τον καιρό. Ο Χίτλερ ποτέ δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία στον πατέρα του. Το 1876 (όταν ο Αλοΐσιος ήταν πλέον 40 ετών και η μητέρα του είχε πεθάνει πριν από 30 χρόνια) και λόγω μιας αναμενόμενης κληρονομιάς από τον υποτιθέμενο θείο του, Γιόχαν Νέπομουκ Χίντλερ άλλαξε το οικογενειακό επώνυμο από Σίκλγκρουμπερ (Schicklgruber) σε Χίτλερ. Ο Αλοΐσιος, που ήταν εξώγαμο παιδί της υπηρέτριας σε αγρόκτημα Άννας Μαρίας Σίκλγκρουμπερ, πήρε έτσι το όνομα του άνδρα, που πίστευε ότι ήταν ο πατέρας του. Αυτός όμως, ο μυλωνάς Γιόχαν Γκέοργκ Χίντλερ (Johann Georg Hiedler) δεν τον είχε αποδεχτεί ποτέ, επίσημα, ως γιο του. Η τροποποίηση του ονόματος Χίντλερ στο γνωστό Χίτλερ οφείλεται απλά και μόνο σε ένα ορθογραφικό λάθος του αρμόδιου υπαλλήλου στην καταγραφή του νέου επωνύμου του Αλοΐσιου.
Όπως φαίνεται, ο Αδόλφος Χίτλερ δεν ήξερε με απόλυτη βεβαιότητα ποιος ήταν ο παππούς του. Το γεγονός αυτό πρέπει να ήταν πολιτικά εκρηκτικό για τον προπαγανδιστή μιας ρατσιστικής ιδεολογίας, ο οποίος από την αρχή της δεκαετίας του 1920, γινόταν όλο και περισσότερο γνωστός. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι, ήδη από τότε, προσπαθούσαν συνεχώς να αποδείξουν ότι ο ηγέτης του αντισημιτικού και εξτρεμιστικά εθνικιστικού Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος (NSDAP) είχε ο ίδιος Εβραίους ή Τσέχους προγόνους. Για τις φήμες αυτές δεν βρέθηκαν αποδείξεις. Για τον Χίτλερ, όμως, αυτές οι φήμες, καθώς και οι κατά ένα μέρος αιμομικτικές σχέσεις στην οικογένειά του, ήταν αρκετός λόγος για να συσκοτίζει, όσο μπορούσε, την καταγωγή του.
Ο αντισημιτισμός του Χίτλερ και των εθνικοσοσιαλιστών έγινε για πρώτη φορά εμφανής στις διακρίσεις και στην στέρηση των δικαιωμάτων των Εβραίων και οδήγησε, κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκόσμιου Πολέμου στο Ολοκαύτωμα. Η αποκαλούμενη «Τελική Λύση του Εβραϊκού Ζητήματος» (Endlösung), την οποία είχε υποδείξει ο Χίτλερ ήδη στο Mein Kampf, δηλαδή η εξόντωση όλων των Εβραίων, είχε ως θύματα περίπου 6 εκατομμύρια Εβραίους, σε όλη την Ευρώπη. Τα πραγματικά αίτια του αντισημιτισμού του δεν προέκυψαν, όμως, μόνο και μόνο από τα προσωπικά του πάθη. Ο Χίτλερ είχε πρόβλημα να ενώσει πολλές αντικρουόμενες μερίδες του γερμανικού λαού κάτω από την επιρροή του και οι Εβραίοι έπαιξαν τον ρόλο του αποδιοπομπαίου τράγου, ο οποίος ευθυνόταν για όλα ανεξαιρέτως τα δεινά της Γερμανίας, αν και οι Εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 2% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Έτσι, ο Χίτλερ απέδωσε στους Εβραίους τόσο την κακή στάση των πολιτικών ηγετών της μεσοπολεμικής Γερμανίας, και κατά συνέπεια την ήττα της στον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όσο και την οικονομική κρίση της μεσοπολεμικής Γερμανίας. Την όλη υπόθεση χειρίστηκε με μεγάλη επιμέλεια ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς καταφέρνοντας έτσι να ξεπεραστούν τα εμπόδια συνένωσης ασυμβίβαστων κοινωνικών ομάδων, όπως ήταν η Πρωσική Αριστοκρατία και οι εύποροι βιομήχανοι από τη μια και η πτωχή Εργατική Τάξη και οι Κομμουνιστές από την άλλη, τάξεις οι οποίες εμισούντο θανάσιμα. Ο Γκέμπελς κατηγορούσε τους Εβραίους ότι βρίσκονταν πίσω από την κάθε μια από αυτές τις κοινωνικές ομάδες αποφεύγοντας, έτσι, να πάρει το μέρος της μιας ή της άλλης. Ο αντισημιτισμός εκείνος υπήρξε για τους Ναζί ο μοχλός της πολιτικής χειραγώγησης μιας χώρας, η οποία επρόκειτο να υποταχθεί στο δόγμα: Ένα έθνος, ένας λαός, ένας φύρερ (Ein Nation, ein Volk, ein Führer). Η τακτική αυτή του «εσωτερικού εχθρού» ευδοκιμεί πάντοτε στις χώρες, στις οποίες οι αρχές σκοπεύουν να στρέψουν την προσοχή του λαού από τα πραγματικά προβλήματα εν όψει ενός προσχεδιασμένου πολέμου, στον οποίον απαιτούν την απόλυτη σύμπνοια όλων των κοινωνικών στρωμάτων τους. Ιστορικά δεν είναι η πρώτη φορά που ο αντισημιτισμός θα παίξει αυτόν τον ρόλο σε χώρες της Ευρώπης, όπως στα τελευταία χρόνια της Τσαρικής Ρωσίας και στην Γαλλία μετά την ταπεινωτική ήττα στον Γαλλο-Πρωσικό πόλεμο (Υπόθεση Ντρέυφους).
Οι διακρίσεις στην Γερμανία αρχίζουν να υλοποιούνται λίγες μέρες μετά την έκδοση του Εξουσιοδοτικού νόμου (Ermächtigungsgesetz) από το Γερμανικό Κοινοβούλιο, στις 24 Μαρτίου 1933. Τον Απρίλιο του 1933 η νέα κυβέρνηση συνιστά το μποϊκοτάρισμα των εβραϊκών καταστημάτων για μια μέρα, ως απάντηση στην «απαίσια εβραϊκή προπαγάνδα» του εξωτερικού. Ακολουθούν διατάξεις και νόμοι που περιορίζουν όλο και περισσότερο τα δικαιώματα των Εβραίων και τους υποβιβάζουν σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Βάσει, π.χ., του «Νόμου για την αναδιοργάνωση των δημοσίων υπηρεσιών», από τις 7 Απριλίου δεν έχουν πλέον το δικαίωμα να προσλαμβάνονται στο δημόσιο. Όσοι Εβραίοι εργάζονταν μέχρι τότε στο δημόσιο απολύονται. Με την πάροδο του χρόνου αποκλείονται και από άλλους τομείς: Απαγορεύεται σε Εβραίους γιατρούς και δικηγόρους να έχουν πελάτες μη Εβραίους. Άλλα επαγγέλματα είναι εντελώς κλειστά για τους Εβραίους.
Με τους φανερά ρατσιστικούς "νόμους της Νυρεμβέργης" του 1935, οι Εβραίοι χάνουν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Μεταξύ άλλων, αυτοί οι νόμοι απαγορεύουν το γάμο μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων και οι σεξουαλικές σχέσεις με Εβραίους, που ονομάζονται «φυλετική ντροπή» (Rassenschande), τιμωρούνται. Το κράτος και το Κόμμα υποστηρίζουν την λεγόμενη αρειοποίηση, δηλαδή την ανάληψη εβραϊκών επιχειρήσεων από μη Εβραίους. Εννοείται ότι οι νέοι ιδιοκτήτες πληρώνουν μηδαμινές αποζημιώσεις στους παλαιούς. Στους Εβραίους που θέλουν να μεταναστεύσουν, επιβάλλεται ο «φόρος φυγής από το Ράιχ». Με τον φόρο αυτό εξασφαλίζεται να μην τους απομείνει αξιόλογη περιουσία, όταν εγκαταλείψουν τη Γερμανία. Η προπολεμική καταδίωξη των Εβραίων αποκορυφώνεται με το νυχτερινό πογκρόμ της 9 Νοεμβρίου 1938, που αποκαλείται Νύχτα των Κρυστάλλων (Kristallnacht) και διαρκεί μέχρι τα ξημερώματα της 10ης Νοεμβρίου. Τότε ο Υπουργός Προπαγάνδας Γκέμπελς οργανώνει, με διαταγή του Χίτλερ, βίαια επεισόδια, με στόχο τις εβραϊκές κοινότητες και συναγωγές, οι οποίες και πυρπολούνται σε ολόκληρο το Ράιχ. Επίσημα, τα επεισόδια αυτά θα παρουσιαστούν ως «αυθόρμητο ξέσπασμα της λαϊκής οργής» κατά των Εβραίων.
Μετά την έναρξη του πολέμου, το καθεστώς του Χίτλερ περνάει από την εκτόπιση και την απέλαση των Εβραίων στην εξόντωσή τους. Η μετανάστευση των Εβραίων, που ως τότε ευνοείται, απαγορεύεται. Στόχος των αντισημιτικών μέτρων δεν είναι πλέον μόνον οι Εβραίοι της Γερμανίας, αλλά όλοι οι Εβραίοι των περιοχών που ελέγχονται από τη Γερμανία. Από την 1 Σεπτεμβρίου 1941 ο Χίτλερ υποχρεώνει όλους τους Εβραίους άνω των 6 ετών να φέρουν στα ρούχα ένα κίτρινο αστέρι, το οποίο πρέπει να είναι αρκετά ευδιάκριτο. Τους επιβάλλονται, επίσης, αναρίθμητες διακρίσεις και περιορισμοί. Τους απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η χρήση δημόσιων μέσων μεταφοράς καθώς και αυτοκινήτων, ραδιοφώνων ή ακόμη και η κατοχή κατοικίδιων ζώων. Βαθμιαία, οι Εβραίοι μεταφέρονται στα γκέτο των γερμανικών «περιοχών ελέγχου», ή σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Τέλος, το 1942 κατασκευάζονται στην κατεχόμενη Πολωνία στρατόπεδα εξόντωσης, όπως τοΆουσβιτς και το Μαϊντάνεκ. Αυτά θα εξυπηρετήσουν αποκλειστικά την επιστημονικά οργανωμένη μαζική δολοφονία Ρώσων, Πολωνών, Ρομά, αντιστασιακών κάθε εθνικότητας, Εβραίων, Γερμανών της αντιπολίτευσης και άλλων.
Η προσωπική ευθύνη του Χίτλερ για τις πράξεις αυτές αμφισβητείται, μετά τον πόλεμο, από τους αρνητές του Ολοκαυτώματος. Ως βασικό επιχείρημα χρησιμοποιούν την έλλειψη εγγράφου υπογεγραμμένου από τον ίδιο τον Χίτλερ με τη διαταγή της εξόντωσης των Εβραίων. Το ότι η φυλετική πολιτική της κυβέρνησής του, όμως, αντιστοιχεί τόσο στους προσωπικούς του στόχους όσο και στις αντιλήψεις του, το αποδεικνύει ο ίδιος με πολλά από αυτά που συνεχώς δηλώνει δημοσίως και τα οποία σώζονται μέχρι σήμερα. Οι εκφράσεις του στο Mein Kampf δεν είναι η αρχή, ούτε ο λόγος του στο Ράιχσταγκ στις 30 Ιανουαρίου 1939 το τέλος, όταν απείλησε, σε περίπτωση πολέμου, με την «εξολόθρευση της εβραϊκής φυλής στην Ευρώπη». Το γεγονός, εξάλλου, ότι δεν υπογράφει ο ίδιος τις σχετικές διαταγές, δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη, εφόσον αυτός καθόριζε την πολιτική της κυβέρνησής του, όντας επικεφαλής της, και ανέθετε την εκτέλεση των εντολών του στους καθ' ύλην αρμόδιους υφισταμένους του.