Το
Ένα/Αγαθό, ο Νους και η Ψυχή αποτελούν τις 3-εις ανώτερες υποστάσεις,
ενώ ο υλικός κόσμος αποτελεί την κατώτατη υπόσταση. Η πρόοδος του
Ενός/Αγαθού και η δημιουργία των κατώτερων όντων προχωρά σταδιακά, κατά
ξεχωριστές βαθμίδες – υποστάσεις. Κάθε βαθμίδα αποτελεί έναν ξεχωριστό
διάκοσμο, ήτοι ανώτερους Κόσμους, ή Κόσμο, ενωμένο στην κορυφή του με
τον αμέσως προηγούμενο του κόσμο και στο τέλος του με τον αμέσως επόμενο
του. Κάθε βαθμίδα, επίσης, αποτελεί εικόνα της αμέσως προηγούμενης της,
με μια μεγαλύτερη όμως ποικιλομορφία και πλήθυνση, ως πιο απομακρυσμένη
από το Ένα/Αγαθό, ενώ δέχεται από την ανώτερη της την λάμψη και τον
φωτισμό και μέσω εκείνης από την ύψιστη αρχή των πάντων, το Ένα, που
δίνει παντού το φως της αγαθότητας του. Έτσι όλο το Σύμπαν
χαρακτηρίζεται από μια αδιάσπαστη ενότητα και συνέχεια, αφού κάθε
βαθμίδα εμπεριέχει τις εικόνες – λάμψεις των προηγούμενων βαθμίδων,
μετέχει σε αυτές και εμπεριέχεται αιτιωδώς μέσα σε αυτές. Κάθε βαθμίδα,
εξάλλου, προσδιορίζεται ως ουσία από την βαθμίδα του εαυτού της, ενώ
εμπεριέχει αιτιωδώς τις κατώτερές της. Κάθε ΟΝ δηλαδή ενυπάρχει κατ’
αιτία στις προηγούμενες του βαθμίδες, και κατά μέθεξη στις κατώτερές του
βαθμίδες. Η παρουσία κάθε θεϊκής μέσα στις ανώτερες και στις κατώτερες
της, με διαφορετική κάθε φορά μορφή, οδηγεί στην στωική έννοια της
κοσμικής συμπάθειας (ομοιοπάθειας), με την οποία δηλώνεται ότι κάθε τι που συμβαίνει σε μια βαθμίδα προκαλεί αντίδραση “ανταπόκρισης”
και στις άλλες. Οι βαθμίδες – υποστάσεις βρίσκονται σε απολύτως
αδιασάλευτη ιεραρχική τάξη. Οι ανώτερες βαθμίδες χαρακτηρίζονται από
μεγαλύτερη ενότητα, καθολικότητα και δύναμη σε σχέση με τις χαμηλότερες,
ενώ οι χαμηλότερες χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ποικιλομορφία,
επιμερισμό και πλήθυνση, καθώς και ύφεση της δυνάμεως σε σχέση με τις
ανώτερες βαθμίδες – υποστάσεις. Κάθε βαθμίδα προοδεύει προς τις
κατώτερες υποστάσεις, αλλά ταυτόχρονα επιστρέφει προς την προηγούμενη
της μέσα στην οποία εμπεριέχεται και βρίσκεται εδραιωμένη,
σταθεροποιημένη και τελειοποιημένη, παίρνοντας από εκείνη την
σταθερότητα, την τελειότητα και την ενότητα για να διατηρηθεί. Έτσι
ολόκληρο το σύμπαν χαρακτηρίζεται τόσο από την καθοδική όσο και από την
ανοδική πρόοδο. Συνολικά κατά τους νεοπλατωνιστές αλλά κυρίως κατά τον
Πρόκλο οι βαθμίδες είναι 10, χωρισμένα σε 3 ομάδες. Ο χωρισμός αυτός
συμφωνεί απόλυτα και με τον “Παρμενίδη” του Πλάτωνος.
Α. Οι υπερούσιοι Θεοί.
1) Το αμέθεκτο & υπερούσιο Αγαθό/Ένα ή ο μυθολογικός Ορφικός Χρόνος : ο πρώτος Θεός.
2) «Οι μεθεκτές & παραπλήσια με το “αυτοέν” και ως προς την δική τους ύπαρξη μόνον, ως προς την οποία και είναι θεοί, υπερούσιες Ενάδες ή Αγαθότητες των Όντων. Εξ ου και καλούνται αυτοτελείς οι μεθεκτοί & υπερούσιοι Θεοί/Ενάδες/Αγαθότητες. Οι μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες-Αγαθότητες-Θεοί είναι τα άνθη των Όντων, οι κορυφές και τα κέντρα γύρω από τα οποία κάθε ΟΝ έχει λάβει υπόσταση.»[1] Άλλωστε «κάθε Θεός μετέχεται των όντων και για αυτό απολείπεται της αμεθέκτου και των πάντων εξηρημένης Ενάδος, ενώ κάθε Θεός προοδεύει με βάση διαφορετική ιδιότητα. Έτσι, άλλοι, προσδιορισμένοι από το ίδιο το άρρητο Αγαθό, περιέχουν τις νοητές αιτίες των πάντων, άλλοι παράγουν τις ζωοποιούς δυνάμεις και συνέχουσι τα πρώτα γένη των Θεών, άλλοι φέρνουν στο φώς όλες τις νοητικές ανελίξεις (=δημιουργίες) και διοικούν τις ενάδες που δημιουργούν τις διαιρεμένες υποστάσεις οι οποίες μετέχουν σε αυτούς.»[2] «Οι μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεοί συνάπτουν τα Όντα με το όντως αμέθεκτο & όντως υπερούσιο “αυτοέν» ή ”τ’αγαθό”, ενώνουν τα Όντα με το των όλων εξηρημένο, αμέθεκτο & υπερούσιο Ένα/Αγαθό : όπως οι μεθεκτοί νόες συνάπτουν τις ψυχές με τον καθολικό νου και οι μεθεκτές ψυχές συνάπτουν τα σώματα με την καθολική ψυχή.»[3] «Καθένα δηλαδή από τα κατώτερα ενώνεται με τα προηγούμενά του μέσα από τα όμοια με εκείνο το προηγούμενο, τα σώματα μέσω των επιμέρους ψυχών με την καθολική ψυχή, οι ψυχές μέσω των νοητικών μονάδων με τον καθολικό Νου, και τα πρώτα όντα δια των ενιαίων υπάρξεων ενώνονται με το αμέθεκτο, υπερούσιο Ένα/Αγαθό»[4], μιας και «υπερέχοντας ενιαίως από κάθε κίνηση και διαίρεση το αίτιο των πάντων, το Ένα ή Αγαθό, εδραίωσε γύρω του το θείο πλήθος – τις θείες μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεούς των Όντων – και το συνένωσε με την δική του απλότητα. Δηλ. καθώς οι θείες Ενάδες/Αγαθότητες/Θεοί έλαβαν υπόσταση από την αμέθεκτη και εξηρημένη από όλα Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό, μπορούν και να συνδέουν τα Όντα με το Ένα/Αγαθό και να τα επιστρέψουν προς τον εαυτό τους.» [5] Δηλ. «μια και συνεχής είναι η πρόοδος των Θεών, άνωθεν από των νοητών και κρυφίων Ενάδων-Αγαθοτήτων-Θεών και καταλήγει στην έσχατη (=τελευταία) διαίρεση της θείας αιτίας. Γιατί όπως και στα αισθητά δεν είναι προσκολλημένα αμέσως μετά τον αιθέρα τα παχιά και στερεά σώματα, αλλά τα απλά και τα αϋλότερα από τα υπόλοιπα είναι στρωμένα αμέσως κάτω από τις ουράνιες περιόδους, και όπως ακριβώς μεγαλύτερη επικοινωνία με τα σώματα που περιέχουν κάτι, έχουν τα σώματα που περιέχονται από αυτά και όχι τα σώματα που βρίσκονται μακριά και συνδέονται με εκείνα μέσω άλλων, έτσι λοιπόν και στις προ του Κόσμου θείες ουσίες, οι τάξεις είναι συνεχείς μετά τις προηγούμενές τους, ενώ οι πρόοδοι των όντων συμπληρώνονται μέσω της ομοιότητας, και τα τέλη των ανώτερων τάξεων είναι ενωμένα με τις αρχές των κατώτερων. Και μια σειρά και αδιάσπαστη τάξη κατεβαίνει από ψηλά λόγω ανυπέρβλητης αγαθότητας της πρώτιστης αιτίας και του ενιαίου κράτους αυτής. Επειδή, λοιπόν, αυτή η πρωταρχική αιτία είναι το Ένα, είναι χορηγός της ένωσης, και, επειδή είναι τα Αγαθό, δίνει υπόσταση στα όμοια της πριν από τα ανόμοιά της[6]. Και έτσι όλα παρουσιάζουν μια μεταξύ τους συνέχεια. Γιατί αν διακόπτονταν η συνέχεια, δεν θα υπήρχε ούτε η ένωση, και, αν τα μεταξύ τους ανόμοια είχαν τοποθετηθεί στην σειρά το ένα μετά το άλλο, τότε αυτό που είναι όμοιο με την αρχή, δεν θα είχε προγενέστερη την στο είναι πάροδο.»[7]
2) «Οι μεθεκτές & παραπλήσια με το “αυτοέν” και ως προς την δική τους ύπαρξη μόνον, ως προς την οποία και είναι θεοί, υπερούσιες Ενάδες ή Αγαθότητες των Όντων. Εξ ου και καλούνται αυτοτελείς οι μεθεκτοί & υπερούσιοι Θεοί/Ενάδες/Αγαθότητες. Οι μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες-Αγαθότητες-Θεοί είναι τα άνθη των Όντων, οι κορυφές και τα κέντρα γύρω από τα οποία κάθε ΟΝ έχει λάβει υπόσταση.»[1] Άλλωστε «κάθε Θεός μετέχεται των όντων και για αυτό απολείπεται της αμεθέκτου και των πάντων εξηρημένης Ενάδος, ενώ κάθε Θεός προοδεύει με βάση διαφορετική ιδιότητα. Έτσι, άλλοι, προσδιορισμένοι από το ίδιο το άρρητο Αγαθό, περιέχουν τις νοητές αιτίες των πάντων, άλλοι παράγουν τις ζωοποιούς δυνάμεις και συνέχουσι τα πρώτα γένη των Θεών, άλλοι φέρνουν στο φώς όλες τις νοητικές ανελίξεις (=δημιουργίες) και διοικούν τις ενάδες που δημιουργούν τις διαιρεμένες υποστάσεις οι οποίες μετέχουν σε αυτούς.»[2] «Οι μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεοί συνάπτουν τα Όντα με το όντως αμέθεκτο & όντως υπερούσιο “αυτοέν» ή ”τ’αγαθό”, ενώνουν τα Όντα με το των όλων εξηρημένο, αμέθεκτο & υπερούσιο Ένα/Αγαθό : όπως οι μεθεκτοί νόες συνάπτουν τις ψυχές με τον καθολικό νου και οι μεθεκτές ψυχές συνάπτουν τα σώματα με την καθολική ψυχή.»[3] «Καθένα δηλαδή από τα κατώτερα ενώνεται με τα προηγούμενά του μέσα από τα όμοια με εκείνο το προηγούμενο, τα σώματα μέσω των επιμέρους ψυχών με την καθολική ψυχή, οι ψυχές μέσω των νοητικών μονάδων με τον καθολικό Νου, και τα πρώτα όντα δια των ενιαίων υπάρξεων ενώνονται με το αμέθεκτο, υπερούσιο Ένα/Αγαθό»[4], μιας και «υπερέχοντας ενιαίως από κάθε κίνηση και διαίρεση το αίτιο των πάντων, το Ένα ή Αγαθό, εδραίωσε γύρω του το θείο πλήθος – τις θείες μεθεκτές, υπερούσιες & αυτοτελείς Ενάδες/Αγαθότητες/Θεούς των Όντων – και το συνένωσε με την δική του απλότητα. Δηλ. καθώς οι θείες Ενάδες/Αγαθότητες/Θεοί έλαβαν υπόσταση από την αμέθεκτη και εξηρημένη από όλα Ενάδα/Αγαθότητα/Θεό, μπορούν και να συνδέουν τα Όντα με το Ένα/Αγαθό και να τα επιστρέψουν προς τον εαυτό τους.» [5] Δηλ. «μια και συνεχής είναι η πρόοδος των Θεών, άνωθεν από των νοητών και κρυφίων Ενάδων-Αγαθοτήτων-Θεών και καταλήγει στην έσχατη (=τελευταία) διαίρεση της θείας αιτίας. Γιατί όπως και στα αισθητά δεν είναι προσκολλημένα αμέσως μετά τον αιθέρα τα παχιά και στερεά σώματα, αλλά τα απλά και τα αϋλότερα από τα υπόλοιπα είναι στρωμένα αμέσως κάτω από τις ουράνιες περιόδους, και όπως ακριβώς μεγαλύτερη επικοινωνία με τα σώματα που περιέχουν κάτι, έχουν τα σώματα που περιέχονται από αυτά και όχι τα σώματα που βρίσκονται μακριά και συνδέονται με εκείνα μέσω άλλων, έτσι λοιπόν και στις προ του Κόσμου θείες ουσίες, οι τάξεις είναι συνεχείς μετά τις προηγούμενές τους, ενώ οι πρόοδοι των όντων συμπληρώνονται μέσω της ομοιότητας, και τα τέλη των ανώτερων τάξεων είναι ενωμένα με τις αρχές των κατώτερων. Και μια σειρά και αδιάσπαστη τάξη κατεβαίνει από ψηλά λόγω ανυπέρβλητης αγαθότητας της πρώτιστης αιτίας και του ενιαίου κράτους αυτής. Επειδή, λοιπόν, αυτή η πρωταρχική αιτία είναι το Ένα, είναι χορηγός της ένωσης, και, επειδή είναι τα Αγαθό, δίνει υπόσταση στα όμοια της πριν από τα ανόμοιά της[6]. Και έτσι όλα παρουσιάζουν μια μεταξύ τους συνέχεια. Γιατί αν διακόπτονταν η συνέχεια, δεν θα υπήρχε ούτε η ένωση, και, αν τα μεταξύ τους ανόμοια είχαν τοποθετηθεί στην σειρά το ένα μετά το άλλο, τότε αυτό που είναι όμοιο με την αρχή, δεν θα είχε προγενέστερη την στο είναι πάροδο.»[7]
Β. Περιοχή του Νου.
3) Οι νοητοί θεοί. Περιοχή του «Ενός Όντος» και της Αληθινής Ουσίας. Αυτοί με την σειρά τους διακρίνονται τριαδικά ως εξής :
- Έν-ΟΝ
= κατά Πλάτωνα Πέρας – Άπειρο – Νοητό ΟΝ, ή κατά Ορφέα Αιθέρας – Χάος –
Ωό : σε αυτή την τριάδα αντιστοιχεί η Αγαθότητα. Το Εν-ΟΝ είναι η
Εναδα/Θεός καθέτως.
- Αιώνας
(Όλον/Ολότητα) = κατά Πλάτωνα Πέρας – άπειρο – Νοητή ζωή : σε αυτή την
τριάδα αντιστοιχεί η Σοφία. Ο Αιών είναι η δύναμη/’απειρο καθέτως.
- Νους
(παντελές πλήθος ή Πολλά ή πάν) = κατά Πλάτωνα Πέρας – άπειρο – Νοητός
Νους ή Ορφικός Φάνης – Ηρικεπαίος – Μήτις : σε αυτή την
τριάδα αντιστοιχεί το Κάλος. ο Φάνης είναι ο νους καθέτως.
Η πρώτη
τριάδα χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή. Στην πρώτη, δεύτερη και τρίτη
τριάδα αντιστοιχεί το Ένα-ΌΝ, το όλον και το παν ή παντελές πλήθος των
υποθέσεων του Παρμενίδη.
Στην δεύτερη
βαθμίδα των νοητών θεών τοποθετείται ο Αιών(ας), που είναι η νοητή ζωή.
Στην τρίτη βαθμίδα των νοητών θεών τοποθετείται το “αὐτοζῷον”,
ήτοι το καθ’ αυτό ζωντανό όν ή παντελές ζώο ήτοι τέλειο ζωντανό ΟΝ, το
οποίο αποτελεί το νοητό παράδειγμα που είχε ο δημιουργός όπως μας λέγει ο
Πλάτων εις τον Τίμαιο όταν δημιούργησε το ορατό σύμπαν. Το “αὐτοζῷον”
περιλαμβάνει τα 4 νοητά είδη των εγκόσμιων ζωντανών όντων. Τα 4 αυτά
είδη αποτελούν τα νοητά είδη των 4ων στοιχείων ήτοι πυρ, αήρ, ύδωρ και
γη. Επίσης στις 3 βαθμίδες των νοητών αντιστοιχεί η αγαθότητα, η σοφία
και το κάλλος του Πλατωνικού “Φίληβου”.
4) Οι νοητοί – νοητικοί Θεοί. Περιοχή της ζωής. Αυτά διακρίνονται τριαδικά ως εξής :
- Ον/ουσία – ζωή – νους, με την ουσία να
χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται ουσιαστικά για τους
συναγωγούς θεούς, τον νοητό υπερουράνιο τόπο του Πλατωνικού “Φαίδρου”. Εδώ αντιστοιχεί η Πίστη
- Ον/ουσία – ζωή – νους, με την ζωή να
χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται ουσιαστικά για τους
συνεκτικούς θεούς, την νοητή ουράνια περιφορά του πλατωνικού “Φαίδρου”.Εδώ αντιστοιχεί η Αλήθεια,
- Ον/ουσία – ζωή – νους, με τον νου να χαρακτηρίζει ολόκληρη την τριάδα. Πρόκειται για τους τελεσιουργούς θεούς και την “ὑπουράνιον ἁψῖδα” του Πλατωνικού “Φαίδρου”. Εδώ αντιστοιχεί ο Έρως.
Η δεύτερη
τριάδα και ζωή χαρακτηρίζει ολόκληρη την περιοχή. Στις τρεις αυτές
τριάδες αντιστοιχούνε ο τέλειος αριθμός το όλον και τα μόρια και το
σχήμα κατά τον Παρμενίδη. Στην περιοχή των νοητών & ταυτόχρονα
νοητικών θεών τοποθετείται και η Αδράστεια. Επίσης, στις τρεις βαθμίδες
των θεών αυτών κάνουν την πρωταρχική εμφάνισή τους η επιστήμη – αλήθεια,
η σωφροσύνη και η δικαιοσύνη.
5) Οι νοητικοί ή νοεροί θεοί. Και αυτοί χωρίζονται τριαδικά ως εξής:
- Πατρική τριάδα : καθαρούς νους (=Κρόνος) – νοητική ζωή (=Ρέα, πηγή της ζωής και κρατήρας των ψυχών) – δημιουργός νους /καθολικός δημιουργός (=Δίας – Ζήνας).
- Άχραντη τριάδα, ή αλλιώς οι Κουρήτες.
- Η διακριτική έβδομη θεότητα, ή αλλιώς η Αθηνά.
Γ. Οι Θεοί του Κόσμου.
6) Οι υπερκόσμιοι θεοί (ηγετικοί ή αρχικοί – αρχηγικοί ή εξομοιωτικοί ή, με τους αρχαίους όρους, αρχικοί ή ηγεμονικοί ή αφομοιωτικοί) που χωρίζονται σε 4 τριάδες ως εξής :
- Δημιουργική τριάδα (Δίας – Ποσειδώνας – Πλούτωνας), ήτοι δημιουργός νους, καθολική ψυχή και καθολική Φύση.
- Ζωογόνος τριάδα ή Κόρη, ήτοι Άρτεμις Κορική (Εκάτη) – Περσεφόνη – Αθηνά Κορική.
- Επιστρεπτική τριάδα, ή αλλιώς Απόλλων (3ος Ήλιος = Υπερούσιο – νοερό – αισθητό φώς).
- Άχραντη τριάδα, ή αλλιώς Κορύβαντες.
7) Οι 12 υπερκόσμιοι – εγκόσμιοι Θεοί (ανεξάρτητοι ή απόλυτοι). Χαρίζονται και αυτοί σε 4 τριάδες ως εξής :
- Δημιουργική τριάδα, ήτοι Δίας – Ποσειδώνας – Ήφαιστος.
- Φρουρητική τριάδα, ήτοι Εστία – Αθηνά – Άρης
- Ζωογονική τριάδα, ήτοι Δήμητρα – Ήρα – Άρτεμις.
- Αναγωγός τριάδα, ήτοι Ερμής – Αφροδίτη – Απόλλωνας.
8) Οι Εγκόσμιοι Θεοί (ουράνιοι και υποσελήνιοι) : μονάδα τους είναι ο μεθεκτός Νους ή μυθολογικά αναφερόμενος Διόνυσος.
Εδώ εντοπίζονται το “ίσον” και το “άνισον” του Παρμενίδη.
9) Οι θεϊκές ή καθολικές ψυχές οι οποίες αντιστοιχούν στο σύνολο του χρόνου των υποθέσεων του Παρμενίδη.
10) Τα ανώτερα από εμάς ή “κρείτονα” γένη. Όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τα χωρία της Πλατωνικής Θεολογίας (βλ. βιβλίο Γ΄, κεφ. 28) αλλά και άλλων έργων του Πρόκλου (βλ. Υπόμνημα εις τον Πλάτωνος Παρμενίδην 6, 1055, 5 -9)
αυτά είναι οι Άγγελοι, οι Δαίμονες και οι Ήρωες. Η βαθμίδα τους
ταυτίζεται με τον συλλογισμό για τα μέρη του χρόνου στον Παρμενίδη.
Βεβαίως δεν
θα πρέπει να παραλείψουμε να αναφέρουμε ότι μια σημαντικότατη βαθμίδα
είναι η περιοχή της ψυχής η οποία είναι τριμερής – επταμερής, ήτοι έχει
μια διαίρεση σε υπερβατική – θεϊκή ψυχή, σε ψυχή του κόσμου ή καθολική
ψυχή και σε επιμέρους ψυχές, οι οποίες είναι συνδεδεμένες με τα αισθητά
σώματα. Ακόμη η ψυχή είναι η αιτία της κατά τόπο κίνησις των σωμάτων και
υπάρχει σε κάθε τι που κινείται τοπικά, ακόμη και στα ουράνια σώματα, ή
μεταβάλλεται. Αυτή βεβαίως είναι το κατώτατο μέρος, η φυτική δηλαδή
ψυχή και όχι η λογική ψυχή. Ενώ ο Νους ατενίζει τον κόσμο με μία άχρονη
ενατένιση, η ψυχή ατενίζει τον κόσμο κινούμενη μέσα εις τον χρόνο. Στην
βαθμίδα της, άλλωστε, πρωτοεμφανίζεται και ο χρόνος, ήτοι η εικόνα της
αιωνιότητας. Ως ψυχή βεβαίως του Κόσμου νοείται η ψυχή εκείνη η οποία
θέτει σε κίνηση ολόκληρο τον Σύμπαντα Κόσμο. Ακόμη εις την τάξη της
ψυχής ανήκει και μία κατώτερη ή δεύτερη ψυχή, όπως την ονομάζουν, το
επονομαζόμενο “όχημα” της ψυχής, μία ενδιάμεση, θα λέγαμε, ψυχή
ανάμεσα στην ασώματη και άϋλη ψυχή και στο υλικό σώμα. Το αυτό όχημα
είναι ένα αιθερικό φωτεινό περίβλημα. Το ονομαζόμενο και αυγοειδές.
θα αναφέρουμε βέβαια ότι :
To
Πλατωνικό Αγαθό ή Ένα ή Ορφικός Χρόνος είναι ο “παρὰ τοῖς ἀρχαίοις
Ἔλλησιν“ πρώτος Θεός, ο οποίος είναι εξηρημένος πάντων (υπεβατικός),
ανυπόθετος, αμμέθεκτος, άρρητος, αναίτιος, υπερούσιος, άγνωστος, άληπτος
& ανύπαρκτος!!!
Όντα
- το «Ένα-ΟΝ», το οποίο προέρχεται από το ΕΝΑ ήΑΓΑΘΟ.
- Η Ζωή, η οποία προέρχεται από το Ένα ή Αγαθό και το «Ένα-ΟΝ».
- Ο Νους, ο οποίος προέρχεται από το Ένα ή Αγαθό, το «Ένα-ΟΝ» και τη Ζωή.
- Η Ψυχή, η οποία προέρχεται από το Ένα ή Αγαθό, το «Ένα-ΟΝ», τη Ζωή και τον Νου.
Γεννητά
- Τα ζώα, που προέρχονται από το Ένα ή Αγαθό, το «Ένα-ΟΝ», τη Ζωή και τον Νου.
- Τα φυτά, που προέρχονται από το Ένα ή Αγαθό, το «Ένα-ΟΝ» και τη Ζωή.
- Τα άψυχα σώματα, που προέρχονται από το Ένα ή Αγαθό, το «Ένα-ΟΝ».
- Η Ύλη, που προέρχεται από το Ένα ή Αγαθό.
Προς περισότερη ανάλυση θα πούμε πως :
Έχουμε
λοιπόν : Πλατωνικό Αγαθό ή Ένα (ενάδα των ενάδων/πρώτος Θεός) ή Ορφικός
Χρόνος => Ορφικός Αιθέρας ή Πλατωνικό αυτοπέρας + Ορφικό Χάος ή
Πλατωνικό αυτοάπειρο => Ορφικό Ωο (ορφικός πρώτος νοητός νους) ή
Πλατωνικό πρώτο ΟΝ : αυτή η τριάδα, η 1η νοητή τριάδα των νοητών θεών, Πέρας – Άπειρο – Νοητό ΟΝ, αντιστοιχεί στο «ΕΝΑ-ΟΝ» των υποθέσεων του Πλατωνικού «Παρμενίδη.
Δηλ.
το Ορφικό Ωό είναι γέννημα του ορφικού Αιθέρα και του ορφικού Χάους, εκ
των οποίων ο ένας είναι εδραιωμένος στο πέρα των νοητών και το άλλο στο
άπειρο. Γιατί ο ένας
είναι ρίζωμα των πάντων, ενώ στο άλλο «δεν υπάρχει κανένα πέρας». Αυτό
αυτό που προέρχεται πρώτο από το πέρας και το άπειρο είναι το πρώτο ΟΝ [τὸ πρώτως ἐστὶν ὄν], δηλ. είναι ίδιο το ΟΝ του Πλάτωνα και το ορφικό ωό!
Όπως δε μας αναφέρει ο Δαμάσκιος, στο «Περί Αρχών, 124», «ο
Ησίοδος ιστορώντας ότι πρώτο γεννήθηκε το Χάος, έχει ονομάσει Χάος την
ακατάληπτη και εντελώς ενιαία φύση του νοητού και από εκεί παράγει τη
Γαία σαν κάποια αρχή της όλης γενιάς των θεών. Και αν δεν αναφέρει το
Χάος ως τη δεύτερη από τις αρχές, αναφέρει τη Γαία και τον Τάρταρο και
τον Έρωτα ως τα τρία νοητά, με τον Έρωτα ως τρίτο, σαν να έχουμε
αντίστροφή της πορείας[2] (αυτό ονομάζει έτσι και ο Ορφέας στις ραψωδίες του),…..στις
θεωρούμενες ορφικές ραψωδίες, η θεολογική άποψη για το νοητό είναι
παρόμοια με αυτή που εξηγούν οι φιλόσοφοι βάζοντας στη θέση της μιας
αρχής των όλων τον “Χρόνο”, στη θέση των δύο τον “Αιθέρα” και το “Χάος”
και θεωρώντας ότι στη θέση του Όντος είναι γενικά το ”Ωό”, κάνοντας αυτή
πρώτη τριάδα. Στη
δεύτερη ότι φέρνει το ”Ωό”, που κυοφορεί και κυοφορείται τον θεό ή τον
“λαμπρό χιτώνα” ή την “Νεφέλη”, γιατί από αυτά ξεπηδά ο Φάνης – διότι
θεωρούν ως μεσαίο πότε το ένα και πότε το άλλο…… στην τρίτη ανήκει ο
“Μήτις” ως Νους, ο “Ηρικεπαίος” ως δύναμη και ο ίδιος ο Φάνης ως πατέρας…… Κάπως έτσι είναι η γνωστή Ορφική θεολογία. Την
δε τάξη, που έχουμε δώσει στο σφαίρομα, είναι, όπως λένε οι Ορφικοί,
παραπλήσια με εκείνη του Ωού. Όποια σχέση έχει το κέλυφος με το Ωό την
ίδια έχει ο ουρανός με το σύμπαν, και όπως εξηρτάται κυκλοτερώς του
ουρανού ο αιθέρας, έτσι η μεμβράνη από το κέλυφος. – Ἡσίοδος
δέ μοι δοκεῖ πρῶτον γενέσθαι τὸ Χάος ἱστορῶν τὴν ἀκατάληπτον τοῦ νοητοῦ
καὶἡνωμένην παντελῶς φύσιν κεκληκέναι Χάος, τὴν δὲ Γῆν [πρώτην] ἐκεῖθεν
παράγειν ὥς τινα ἀρχὴν τῆς ὅλης γενεᾶς τῶν θεῶν. εἰ μὴἄρα Χάος μὲν τὴν
δευτέραν τῶν δυεῖν ἀρχῶν, Γῆν δὲ καὶ Τάρταρον καὶἜρωτα τὸ τριπλοῦν
νοητόν, τὸν μὲν Ἔρωτα ἀντὶ τοῦ τρίτου, ὡς κατὰἐπιστροφὴν θεωρούμενον
(τοῦτο γὰρ οὕτως ὀνομάζει καὶὈρφεὺς ἐν ταῖς Ῥα ψωιδίαις) … [Πρβλ. 123 †
60 κ. (316, 18 ρ)] ἐν μὲν τοίνυν ταῖς φερομέναις ταύταις Ῥαψωιδίαις Ὀρφικαῖς ἡ θεολογία ἥδε τίς ἐστιν ἡ περὶ τὸ νοητόν, ἣν καὶ οἱ φιλόσοφοι διερμηνεύουσιν, ἀντὶ μὲν τῆς μιᾶς τῶν ὅλων ἀρχῆς τὸν <Χρόνον> τιθέντες, ἀντὶ δὲ τοῖν δυεῖν <Αἰθέρα> καὶ <Χάος>, ἀντὶ δὲ τοῦὄντος ἁπλῶς τὸὠιὸν ἀπολογιζόμενοι, καὶ τριάδα ταύτην πρώτην ποιοῦντες· εἰς δὲ τὴν δευτέραν τελεῖν ἤτοι τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον <ὠιὸν> τὸν θεὸν ἢ τὸν <ἀργῆτα χιτῶνα> ἢ τὴν <νεφέλην,> ὅτι ἐκ τούτων ἐκθρώσκει ὁ Φάνης· ἄλλοτε γὰρ ἄλλα περὶ τοῦ μέσου φιλοσοφοῦσιν … τὴν δὲ τρίτην τὸν <Μῆτιν> ὡς νοῦν, τὸν <Ἠρικεπαῖον> ὡς δύναμιν, τὸν <Φάνητα> αὐτὸν ὡς πατέρα … τοιαύτη μὲν ἡ συνήθης Ὀρφικὴ θεολογία. (ΑΧΙΛΛ. Είσ. εις Αρ. 4) τὴν δὲ τάξιν, ἣν δεδώκαμεν τῶι σφαιρώματι, οἱ Ὀρφικοὶ λέγουσι παραπλησίαν εἶναι τῆι ἐν τοῖς ὠιοῖς· ὃν γὰρ ἔχει λόγον τὸ λέπυρον ἐν τῶι ὠιῶι, τοῦτον ἐν τῶι παντὶὁ οὐρανός, καὶ ὡς ἐξήρτηται τοῦ οὐρανοῦ κυκλοτερῶς ὁ αἰθήρ, οὕτως τοῦ λεπύρου ὁὑμήν.»
Με άλλα
λόγια οι Ορφικοί ονόμαζαν την άρρητο Αρχή και Χρόνο, τις δύο επόμενες
Αρχές Αιθέρα και Χάος, ενώ για το ΌΝ έδωσαν το όνομα Ωό. Στην 2η θέση έβαζαν το κυοφορούμενο και κύον Ωό τον θεό ή τον λαμπρό χιτώνα ή την νεφέλη, εκ τούτων ξεπηδά ο Φάνης.
Βέβαια η
τριαδική δομή πέρας/ύπαρξη – άπειρο/δύναμη – μικτό/νους υπάρχει τόσο
οριζόντια όσο και κάθετα. Τουτέστιν οριζόντια έχουμε τριαδικά τα εξής :
- Πέρας – άπειρο – Νοητό Ον
- Πέρας – άπειρο – Νοητή ζωή
- Πέρας – άπειρο – Νοητός Νους
Οριζόντια την κάθε τριάδα την χαρακτηρίζει το τρίτο μέλος, έτσι την 1η τριάδα, οριζόντια, την χαρακτηρίζει το ΟΝ, την 2η νοητή ζωή και την 3η ο νους. Η πρώτη, οριζόντια, καλείτε ΕΝ ΟΝ, η δεύτερη Όλον και η 3η
Παν ή παντελές πλήθος- εξ ου και ο Φάνης (Βλ. υποθέσεις του Παρμενίδη).
Στην πρώτη βαθμίδα τοποθετείται το ΟΝ, στην δεύτερη βαθμίδα των νοητών
θεών τοποθετείται ο Αιών(ας), που είναι η νοητή ζωή. Στην τρίτη βαθμίδα
των νοητών θεών τοποθετείται το “αὐτοζῷον”,
ήτοι το καθ’ αυτό ζωντανό όν ή παντελές ζώο ήτοι τέλειο ζωντανό ΟΝ, που
οι ορφικοί ονόμαζαν Φάνη και ο οποίος εμπεριέχει τα 4 νοητά είδη των
4ων στοιχείων ήτοι πυρ, αήρ, ύδωρ και γη.
Επίσης τριαδικά και κάθετα έχουμε τα εξής :
- Πέρας (=1η τριάδα, ήτοι ορφικώς Αιθήρ (πέρας/ ύπαρξη) – Χάος (άπειρο/ δύναμη) – Ωό (μικτό/νους) με το τελευταίο να είναι το ΟΝ του Πλάτωνα ή ο πρώτος νοητός νους).
- Άπειρο ( = η 2η τριάδα ή ο Πλατωνικός Αιώνας, ήτοι «τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον <ὠιὸν> τὸν θεὸν ἢ τὸν <ἀργῆτα χιτῶνα> ἢ τὴν <νεφέλην>».
- Νους (=3η ορφική τριάδα, Φάνης (πέρας/ Είναι) – Ηρικεπαίος (άπειρο/ δύναμη) – Μήτις (νους/ μικτό))
Κάθετα την κάθε τριάδα την χαρακτηρίζει το πρώτο μέλος, έτσι την 1η τριάδα, κάθετα, την χαρακτηρίζει ο Αιθέρας (Πατέρας ή Πέρας/ Είναι), την 2η «τὸ κυούμενον καὶ τὸ κύον <ὠιὸν> τὸν θεὸν ἢ τὸν <ἀργῆτα χιτῶνα> ἢ τὴν <νεφέλην>» (Άπειρο/δύναμη) και την 3η ο Φάνης (Νους/ Μικτό).
Συγγραφέας κειμένου : Κεφάλας Ευστάθιος [1/9/2009, ΕΛΛΑΣ]
[1] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Γ, 3.17.6 – 3.17.9» :
Theol Plat 3.17.6 ` to Theol Plat 3.17.9 Καὶ
τὸ μὲν ὡς ὄντως ὑπερούσιον ἕν, ἕκαστος δὲ τῶν ἄλλων θεῶν κατὰ μὲν τὴν
οἰκείαν ὕπαρξιν, ᾗ καὶ ἔστι θεός, ὑπερού σιος τῷ πρώτῳ παραπλησίως,
μετέχονται δὲ ὑπὸ οὐσίας καὶ τοῦ ὄντος.
[2] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 9.29 – 9.36».
[3] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, Βιβλίο Γ, 3.15.20 – 3.15.24» :
Theol Plat 3.15.20 ` to Theol Plat 3.15.24 Αἱ γὰρ μετεχόμεναι μονάδες πρὸς τὸ τῶν ὅλων ἐξῃρημένον ἓν τὰ ὄντα συνάπτουσιν, ὥσπερ δὴ καὶ τὰς ψυχὰς οἱ μετεχόμενοι νόες πρὸς τὸν ὅλον νοῦν καὶ αἱ μετεχόμεναι ψυχαὶ τὰ σώματα πρὸς τὴν ὅλην ψυχήν.
Theol Plat 3.15.20 ` to Theol Plat 3.15.24 Αἱ γὰρ μετεχόμεναι μονάδες πρὸς τὸ τῶν ὅλων ἐξῃρημένον ἓν τὰ ὄντα συνάπτουσιν, ὥσπερ δὴ καὶ τὰς ψυχὰς οἱ μετεχόμενοι νόες πρὸς τὸν ὅλον νοῦν καὶ αἱ μετεχόμεναι ψυχαὶ τὰ σώματα πρὸς τὴν ὅλην ψυχήν.
[4] Πρόκλος, «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, βιβλίο Γ’, 3.12.21 – 3.13.5» :
Theol Plat 3.12.21 ` to Theol Plat 3.13.5 Ὁ δὲ πρώτιστος ἀριθμὸς καὶ τῷἑνὶ συμφυόμενος ἑνοειδὴς καὶἄρρητος καὶὑπερούσιος καὶ πάντῃ τῷ αἰτίῳ προσόμοιος. Οὔτε γὰρ ἑτερότης ἐν τοῖς πρωτίστοις αἰτίοις παρεμπίπτουσα διΐστησιν ἀπὸ τοῦ γεννῶντος τὰ γεννώμενα καὶ εἰς ἑτέραν μεθίστησι τάξιν οὔτε κίνησις τῆς αἰτίας ὕφεσιν ἀπεργαζομένη τῆς δυνάμεως εἰς ἀνομοιότητα καὶ ἀοριστίαν προάγει τὴν τῶν ὅλων ἀπογέννησιν, ἀλλ᾽ ὑπερέχον ἑνιαίως ἀπὸ πάσης κινήσεως καὶ διαιρέσεως τὸ τῶν πάντων αἴτιον περὶ ἑαυτὸ τὸν θεῖον ἀριθμὸν ἱδρύσατο καὶ τῇ ἑαυτοῦ συνήνωσεν ἁπλότητι. Πρὸ τῶν ὄντων ἄρα τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων ὑφίστησι τὸ ἕν.
Theol Plat 3.12.21 ` to Theol Plat 3.13.5 Ὁ δὲ πρώτιστος ἀριθμὸς καὶ τῷἑνὶ συμφυόμενος ἑνοειδὴς καὶἄρρητος καὶὑπερούσιος καὶ πάντῃ τῷ αἰτίῳ προσόμοιος. Οὔτε γὰρ ἑτερότης ἐν τοῖς πρωτίστοις αἰτίοις παρεμπίπτουσα διΐστησιν ἀπὸ τοῦ γεννῶντος τὰ γεννώμενα καὶ εἰς ἑτέραν μεθίστησι τάξιν οὔτε κίνησις τῆς αἰτίας ὕφεσιν ἀπεργαζομένη τῆς δυνάμεως εἰς ἀνομοιότητα καὶ ἀοριστίαν προάγει τὴν τῶν ὅλων ἀπογέννησιν, ἀλλ᾽ ὑπερέχον ἑνιαίως ἀπὸ πάσης κινήσεως καὶ διαιρέσεως τὸ τῶν πάντων αἴτιον περὶ ἑαυτὸ τὸν θεῖον ἀριθμὸν ἱδρύσατο καὶ τῇ ἑαυτοῦ συνήνωσεν ἁπλότητι. Πρὸ τῶν ὄντων ἄρα τὰς ἑνάδας τῶν ὄντων ὑφίστησι τὸ ἕν.
[5] Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα θεολογίας, βιβλίο Γ’, 3.6.24 –3.14.9» :
Theol Plat 3.13.8 ` to Theol Plat 3.13.18 Εκαστα γὰρ τῶν δευτέρων διὰ τῶν ὁμοίων συνάπτεται τοῖς πρὸ αὐτῶν, τὰ μὲν σώματα διὰ τῶν καθ᾽ ἕκαστα ψυχῶν τῇ ὅλῃ, ψυχαὶ δὲ διὰ τῶν νοερῶν μονάδων τῷ παντὶ νῷ, τὰ δὲ ὄντα δήπου πρῶτα διὰ τῶν ἑνιαίων ὑπάρξεων τῷ ἑνί. Τὸ μὲν γὰρ ὂν κατὰ τὴν αὐτοῦ φύσιν ἀνόμοιόν ἐστι πρὸς τὸ ἕν· ἡ γὰρ οὐσία πρὸς τὸ ὑπερούσιον καὶ τὸ δεόμενον ἑνότητος ἀλλαχόθεν πρὸς τὴν πρωτίστην ἕνωσιν ἀσύναπτόν ἐστι καὶ πόρρω διέστηκεν ἀπ᾽ αὐτῆς· αἱ δὲ ἑνάδες τῶν ὄντων ἀπὸ τῆς ἀμεθέκτου καὶ τῶν ὅλων ἐξῃρημένης ἑνάδος ὑποστᾶσαι τά τε ὄντα συνάπτειν τῷ ἑνὶ καὶ πρὸς ἑαυτὰς ἐπιστρέφειν δύνανται.
Theol Plat 3.13.8 ` to Theol Plat 3.13.18 Εκαστα γὰρ τῶν δευτέρων διὰ τῶν ὁμοίων συνάπτεται τοῖς πρὸ αὐτῶν, τὰ μὲν σώματα διὰ τῶν καθ᾽ ἕκαστα ψυχῶν τῇ ὅλῃ, ψυχαὶ δὲ διὰ τῶν νοερῶν μονάδων τῷ παντὶ νῷ, τὰ δὲ ὄντα δήπου πρῶτα διὰ τῶν ἑνιαίων ὑπάρξεων τῷ ἑνί. Τὸ μὲν γὰρ ὂν κατὰ τὴν αὐτοῦ φύσιν ἀνόμοιόν ἐστι πρὸς τὸ ἕν· ἡ γὰρ οὐσία πρὸς τὸ ὑπερούσιον καὶ τὸ δεόμενον ἑνότητος ἀλλαχόθεν πρὸς τὴν πρωτίστην ἕνωσιν ἀσύναπτόν ἐστι καὶ πόρρω διέστηκεν ἀπ᾽ αὐτῆς· αἱ δὲ ἑνάδες τῶν ὄντων ἀπὸ τῆς ἀμεθέκτου καὶ τῶν ὅλων ἐξῃρημένης ἑνάδος ὑποστᾶσαι τά τε ὄντα συνάπτειν τῷ ἑνὶ καὶ πρὸς ἑαυτὰς ἐπιστρέφειν δύνανται.
[6] Πρβλ. Πρόκλος «Θεολογική Στοιχείωση, θεωρ. 28» : «Πᾶν τὸ παράγον τὰ ὅμοια πρὸς ἑαυτὸ πρὸ τῶν ἀνομοίων ὑφίστησιν.» «Κάθε παραγωγικό αίτιο δίνει υπόσταση στα όμοιά του πριν τα ανόμοιά του.»
Εξήγηση από τον Πρόκλο : «ἐπεὶ γὰρ κρεῖττον ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ τοῦ παραγομένου τὸ παράγον, τὰ αὐτὰ μὲν ἁπλῶς καὶ ἴσα κατὰ δύναμιν οὐκ ἄν ποτε εἴη ἀλλήλοις. εἰ δὲ μὴ ἔστι ταὐτὰ καὶ ἴσα, ἀλλ᾽ ἕτερά τε καὶ ἄνισα, ἢ πάντῃ διακέκριται ἀλλήλων ἢ καὶ ἥνωται καὶ διακέκριται. ἀλλ᾽ εἰ μὲν πάντῃ διακέκριται, ἀσύμβατα ἔσται, καὶ οὐδαμῇ τῷ αἰτίῳ τὸ ἀπ᾽ αὐτοῦ συμπαθές. οὐδὲ μεθέξει τοίνυν θατέρου θάτερον, πάντῃ ἕτερα ὄντα· τὸ γὰρ μετεχόμενον κοινωνίαν δίδωσι τῷ μετασχόντι πρὸς τὸ οὗ μετέσχεν. ἀλλὰ μὴν ἀνάγκη τὸ αἰτιατὸν τοῦ αἰτίου μετέχειν, ὡς ἐκεῖθεν ἔχον τὴν οὐσίαν. εἰ δὲ πῇ μὲν διακέκριται, πῇ δὲ ἥνωται τῷ παράγοντι τὸ παραγόμενον, εἰ μὲν ἐπίσης ἑκάτερον πέπονθεν, ἐπίσης ἂν αὐτοῦ μετέχοι τε καὶ οὐ μετέχοι· ὥστε καὶ ἔχοι ἂν τὴν οὐσίαν παρ᾽ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχοι τὸν αὐτὸν τρόπον. εἰ δὲ μᾶλλον εἴη διακεκριμένον, ἀλλότριον ἂν εἴη τοῦ γεννήσαντος μᾶλλον ἢ οἰκεῖον τὸ γεννηθέν, καὶ ἀνάρμοστον πρὸς αὐτὸ μᾶλλον ἤπερ ἡρμοσμένον, καὶ ἀσυμπαθὲς μᾶλλον ἢ συμπαθές. εἰ οὖν καὶ συγγενῆ τοῖς αἰτίοις κατ᾽ αὐτὸ τὸ εἶναι καὶ συμπαθῆ τὰ ἀπ᾽ αὐτῶν, καὶ ἐξήρτηται αὐτῶν κατὰ φύσιν, καὶ ὀρέγεται τῆς πρὸς αὐτὰ συναφῆς, ὀρεγόμενα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τυγχάνοντα διὰ τῆς αἰτίας τοῦ ὀρεκτοῦ, δῆλον δὴ ὅτι μᾶλλον ἥνωται τοῖς παράγουσι τὰ παραγόμενα ἢ διακέκριται ἀπ᾽ αὐτῶν. τὰ δὲ μᾶλλον ἡνωμένα ὅμοιά ἐστι μᾶλλον ἢ ἀνόμοια τούτοις οἷς μάλιστα ἥνωται. τὰ ὅμοια ἄρα πρὸ τῶν ἀνομοίων ὑφίστησι πᾶν τὸ παρακτικὸν αἴτιον.»
«Γιατί επειδή το παραγωγικό αίτιο είναι αναγκαστικά ανώτερο από το παράγωγο (θεώρημα Νο.7), δεν μπορούν ποτέ να είναι απολύτως ίδια και ίσα μεταξύ τους ως προς την δύναμη. Αν, όμως, δεν είναι ίδια και ίσα, αλλά διαφορετικά και άνισα, τότε είναι εντελώς διαχωρισμένα μεταξύ τους είτε είναι ενωμένα και διαχωρισμένα. Αλλά, αν είναι εντελώς διαχωρισμένα, θα είναι ασύμβατα και με κανένα τρόπο το παράγωγο του αιτίου δεν θα είναι ομοιοπαθές με το αίτιο. Δεν θα μετέχει, λοιπόν, το ένα στο άλλο, αν είναι εντελώς διαφορετικά. Γιατί αυτό που επιδέχεται συμμετοχή παρέχει σε αυτό που πραγματοποίησε τη συμμετοχή κάποια επικοινωνία με αυτό στο οποίο μετέσχε. Αλλά είναι όμως ανάγκη το αιτιατό να μετέχει στο αίτιο, επειδή έχει την ουσία και την ύπαρξη του από εκεί. Αν το παράγωγο είναι από μία άποψη διαχωρισμένο και από μια άποψη ενωμένο με το παραγωγικό αίτιο, τότε, αν έχει πάθει καθένα από τα δύο εξίσου, εξίσου θα μετέχει και δεν θα μετέχει στο αίτιο. Επομένως με τον ίδιο τρόπο θα έχει και δεν θα έχει την ουσία και την ύπαρξη του από εκείνο. Αν είναι περισσότερο διαχωρισμένο, τότε το γέννημα θα είναι περισσότερο ξένο παρά οικείο προς αυτό που το γέννησε, περισσότερο δυσαρμονικό προς αυτό παρά αρμονικό, περισσότερο ανομοιοπαθές παρά ομοιοπαθές. Αν, λοιπόν, τα παράγωγα των αιτίων είναι στην ίδια την ουσία τους συγγενικά και ομοιοπαθή με τα αίτιά τους, και αν είναι εξαρτημένα εκ φύσεως από αυτά, και αν επιθυμούν την επαφή με αυτά, καθώς επιθυμούν το Αγαθό και πετυχαίνουν το αντικείμενο της επιθυμίας τους μέσω της αιτίας τους, τότε είναι φανερό ότι τα παράγωγα και τα παραγωγικά αίτια είναι περισσότερο ενωμένα παρά διαχωρισμένα. Και αυτά που είναι περισσότερο ενωμένα, είναι και περισσότερο όμοια παρά ανόμοια. Άρα κάθε παραγωγικό αίτιο δίνει υπόσταση στα όμοια πριν από τα ανόμοια.»
Εξήγηση από τον Πρόκλο : «ἐπεὶ γὰρ κρεῖττον ἐξ ἀνάγκης ἐστὶ τοῦ παραγομένου τὸ παράγον, τὰ αὐτὰ μὲν ἁπλῶς καὶ ἴσα κατὰ δύναμιν οὐκ ἄν ποτε εἴη ἀλλήλοις. εἰ δὲ μὴ ἔστι ταὐτὰ καὶ ἴσα, ἀλλ᾽ ἕτερά τε καὶ ἄνισα, ἢ πάντῃ διακέκριται ἀλλήλων ἢ καὶ ἥνωται καὶ διακέκριται. ἀλλ᾽ εἰ μὲν πάντῃ διακέκριται, ἀσύμβατα ἔσται, καὶ οὐδαμῇ τῷ αἰτίῳ τὸ ἀπ᾽ αὐτοῦ συμπαθές. οὐδὲ μεθέξει τοίνυν θατέρου θάτερον, πάντῃ ἕτερα ὄντα· τὸ γὰρ μετεχόμενον κοινωνίαν δίδωσι τῷ μετασχόντι πρὸς τὸ οὗ μετέσχεν. ἀλλὰ μὴν ἀνάγκη τὸ αἰτιατὸν τοῦ αἰτίου μετέχειν, ὡς ἐκεῖθεν ἔχον τὴν οὐσίαν. εἰ δὲ πῇ μὲν διακέκριται, πῇ δὲ ἥνωται τῷ παράγοντι τὸ παραγόμενον, εἰ μὲν ἐπίσης ἑκάτερον πέπονθεν, ἐπίσης ἂν αὐτοῦ μετέχοι τε καὶ οὐ μετέχοι· ὥστε καὶ ἔχοι ἂν τὴν οὐσίαν παρ᾽ αὐτοῦ καὶ οὐκ ἔχοι τὸν αὐτὸν τρόπον. εἰ δὲ μᾶλλον εἴη διακεκριμένον, ἀλλότριον ἂν εἴη τοῦ γεννήσαντος μᾶλλον ἢ οἰκεῖον τὸ γεννηθέν, καὶ ἀνάρμοστον πρὸς αὐτὸ μᾶλλον ἤπερ ἡρμοσμένον, καὶ ἀσυμπαθὲς μᾶλλον ἢ συμπαθές. εἰ οὖν καὶ συγγενῆ τοῖς αἰτίοις κατ᾽ αὐτὸ τὸ εἶναι καὶ συμπαθῆ τὰ ἀπ᾽ αὐτῶν, καὶ ἐξήρτηται αὐτῶν κατὰ φύσιν, καὶ ὀρέγεται τῆς πρὸς αὐτὰ συναφῆς, ὀρεγόμενα τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τυγχάνοντα διὰ τῆς αἰτίας τοῦ ὀρεκτοῦ, δῆλον δὴ ὅτι μᾶλλον ἥνωται τοῖς παράγουσι τὰ παραγόμενα ἢ διακέκριται ἀπ᾽ αὐτῶν. τὰ δὲ μᾶλλον ἡνωμένα ὅμοιά ἐστι μᾶλλον ἢ ἀνόμοια τούτοις οἷς μάλιστα ἥνωται. τὰ ὅμοια ἄρα πρὸ τῶν ἀνομοίων ὑφίστησι πᾶν τὸ παρακτικὸν αἴτιον.»
«Γιατί επειδή το παραγωγικό αίτιο είναι αναγκαστικά ανώτερο από το παράγωγο (θεώρημα Νο.7), δεν μπορούν ποτέ να είναι απολύτως ίδια και ίσα μεταξύ τους ως προς την δύναμη. Αν, όμως, δεν είναι ίδια και ίσα, αλλά διαφορετικά και άνισα, τότε είναι εντελώς διαχωρισμένα μεταξύ τους είτε είναι ενωμένα και διαχωρισμένα. Αλλά, αν είναι εντελώς διαχωρισμένα, θα είναι ασύμβατα και με κανένα τρόπο το παράγωγο του αιτίου δεν θα είναι ομοιοπαθές με το αίτιο. Δεν θα μετέχει, λοιπόν, το ένα στο άλλο, αν είναι εντελώς διαφορετικά. Γιατί αυτό που επιδέχεται συμμετοχή παρέχει σε αυτό που πραγματοποίησε τη συμμετοχή κάποια επικοινωνία με αυτό στο οποίο μετέσχε. Αλλά είναι όμως ανάγκη το αιτιατό να μετέχει στο αίτιο, επειδή έχει την ουσία και την ύπαρξη του από εκεί. Αν το παράγωγο είναι από μία άποψη διαχωρισμένο και από μια άποψη ενωμένο με το παραγωγικό αίτιο, τότε, αν έχει πάθει καθένα από τα δύο εξίσου, εξίσου θα μετέχει και δεν θα μετέχει στο αίτιο. Επομένως με τον ίδιο τρόπο θα έχει και δεν θα έχει την ουσία και την ύπαρξη του από εκείνο. Αν είναι περισσότερο διαχωρισμένο, τότε το γέννημα θα είναι περισσότερο ξένο παρά οικείο προς αυτό που το γέννησε, περισσότερο δυσαρμονικό προς αυτό παρά αρμονικό, περισσότερο ανομοιοπαθές παρά ομοιοπαθές. Αν, λοιπόν, τα παράγωγα των αιτίων είναι στην ίδια την ουσία τους συγγενικά και ομοιοπαθή με τα αίτιά τους, και αν είναι εξαρτημένα εκ φύσεως από αυτά, και αν επιθυμούν την επαφή με αυτά, καθώς επιθυμούν το Αγαθό και πετυχαίνουν το αντικείμενο της επιθυμίας τους μέσω της αιτίας τους, τότε είναι φανερό ότι τα παράγωγα και τα παραγωγικά αίτια είναι περισσότερο ενωμένα παρά διαχωρισμένα. Και αυτά που είναι περισσότερο ενωμένα, είναι και περισσότερο όμοια παρά ανόμοια. Άρα κάθε παραγωγικό αίτιο δίνει υπόσταση στα όμοια πριν από τα ανόμοια.»
[7] Βλ. Πρόκλος «Περί της κατά Πλάτωνα Θεολογίας, βιβλίο ς’, 12.11 – 13.15».