Ο έκτος αιώνας π.Χ που διακρίθηκε σε τόσους τομείς, αποκορύφωσε τα κατορθώματα του θέτοντας τα θεμέλια του δράματος.
Ήταν μία από τις δημιουργικότερες στιγμές της Ιστορίας.
Ουδέποτε προηγουμένως από όσο γνωρίζουμε, οι άνθρωποι περάσανε από την παντομίμα ή την τελετουργία στο λαλούμενο λαϊκό θεατρικό έργο.
Η κωμωδία λέει ο Αριστοτέλης αναπτύχθηκε <<από εκείνους που ηγούντο της φαλλικής πομπής>>
Ομάδα ανθρώπων που έφεραν φαλλούς και τραγουδώντας διθυράμβους προς τον θεό Διόνυσο ή ύμνους προς κάποιον άλλο θεό της βλάστησης αποτελούσαν, κατά την Ελληνική ορολογία, κώμο (πομπή).
Ο σεξουαλισμός ήταν ουσιώδης, γιατί το αποκορύφωμα της τελετής ήταν ένας συμβολικός γάμος που απέβλεπε στη μαγική γονιμοποίηση του εδάφους.
Έτσι στην αρχαιότερη Ελληνική κωμωδία, όπως και στις περισσότερες σύγχρονες κωμωδίες και τα μυθιστορήματα, ο γάμος και η υποτιθεμένη αναπαραγωγή αποτελούν το σύνηθες τέλος της ιστορίας.
Το κωμικό δράμα της Ελλάδας παρέμεινε άσεμνο μέχρι την εποχή του Μενάνδρου, γιατί η καταγωγή του ήταν σαφώς φαλλική.
Στην αρχή ήταν ένας χαρμόσυνος πανηγυρισμός των αναπαραγωγικών δυνάμεων και οι σεξουαλικοί περιορισμοί είχαν μερικώς αρθεί.
Ήταν μια ημέρα ηθικού δικαιοστασίου.
Η ελευθερία του λόγου (παρρησία) έφτανε στα άκρα.
Μάλιστα πολλοί από τους παρελαύνοντες, ενδεδυμένοι κατά το Διονυσιακό πρότυπο του σάτυρου, έφεραν ουρά τράγου και μέγα τεχνητό φαλλό από κόκκινο δέρμα σαν μέρος της αμφιέσεως τους.
Αυτή η περιβολή έγινε πατροπαράδοτη στην κωμική σκηνή.
Ήταν ένα είδος ιερής ενδυμασίας, την οποία τηρούσε με θρησκευτική ευλάβεια ο Αριστοφάνης.
Πράγματι, ο φαλλός εξακολουθούσε να είναι το αχώριστο έμβλημα του γελωτοποιού μέχρι το 5ον αιώνα μ.Χ στη Δύση και μέχρι το τελευταίο αιώνα του Βυζαντίου στην Ανατολή.
Μαζί με τον φαλλό, στη Παλαιά κωμωδία υπάρχει και ο άσεμνος χορός κόρδαξ (πρόδρομος χορός του τσιφτετελιού στις ημέρες μας).
Το περίεργο είναι, ότι ο πραγματικός εορτασμός της βλάστησης μετατράπηκε για πρώτη φορά σε κωμικό δράμα στην Σικελία.
Περί το 560 π.Χ κάποιος Σουσαρίων από τα Μέγαρα στην Ύβλα κοντά στις Συρακούσες, μετέτρεπε την εύθυμο παρέλαση σε σύντομα έργα ωμής σάτιρας και κωμωδίας.
Από την Σικελία, η νέα τέχνη πέρασε στην Πελοπόννησο και κατόπιν στην Αττική.
Οι κωμωδίες παιζόντουσαν στα χωριά από περιοδεύοντες ηθοποιούς ή ντόπιους ερασιτέχνες.
Πέρασε ένας αιώνας προτού οι αρχές, όπως λέει ο Αριστοτέλης, αποδώσουν αρκετή σοβαρότητα στο κωμικό δράμα, ώστε να επιτρέψουν (465 π.Χ) την εμφάνιση του σε επίσημη εορτή.
Η τραγωδία προήλθε κατά τον ίδιο τρόπο από τις μιμικές παραστάσεις χορού και άσματος Διονυσιακών οργιαστών με αμφίεση τράγου.
Αυτά τα σατιρικά έργα παρέμειναν ουσιαστικό μέρος του Διονυσιακού δράματος μέχρι την εποχή του Ευριπίδη.
Κάθε συνθέτης τραγικής τριλογίας έπρεπε να κάνει μια παραχώρηση στη παλαιά παράδοση προσφέροντας, ως τέταρτο μέρος της παραστάσεως του, ένα σατιρικό έργο προς τιμή του θεού Διονύσου.
<<Επειδή ήτο εξέλιξις του σατιρικού έργου, λέει ο Αριστοτέλης, επέρασε πολύς καιρός προτού η τραγωδία εξυψωθή από την βραχείαν πλοκήν και την κωμικήν άρθρωσιν εις την πλήρην της αξιοπρέπειαν>>.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ωρίμασαν και άλλοι σπόροι για την γέννηση της τραγωδίας.
Ίσως να δανείστηκε κάτι από την τελετουργική λατρεία της εξιλεώσεως των νεκρών.
Αλλά ουσιαστικά οι πηγές της ήταν οι μιμητικές θρησκευτικές τελετές, όπως η αναπαράσταση της γέννησης του Διός στην Κρήτη ή ο συμβολικός του γάμος με την Ήρα στο Άργος και την Σάμο, ή τα ιερά μυστήρια της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα και αλλού και προπαντός το πένθος και η χαρά για τον θάνατο και την ανάσταση του θεού Διονύσου στην Αττική και την Πελοπόννησο.
Αυτές οι παραστάσεις καλούνταν ‘’δ ρ ώ μ ε ν α – τ ε λ ο ύ μ ε ν α’’ πράγματα.
Το δράμα είναι συγγενική λέξη και σημαίνει, <<ως ώφειλε, δράσιν>>.
Στην Σικυώνα μέχρι των ημερών του τύραννου Κλεισθένη, οι τραγικοί χοροί λέγεται ότι αναφέρονταν <<εις τα πάθη του Αδράστου>> του αρχαίου βασιλιά.
Στην Ικαρία (της Αττικής), όπου μεγάλωσε ο Θέσπις, θυσίαζαν τράγο στο θεό Διόνυσο.
Ίσως το <<άσμα του τράγου>> από τον οποίο έλαβε το όνομα της η τραγωδία, να ήταν ψαλμός του διαμελισμένου συμβόλου ή ενσάρκωση του μεθυσμένου θεού.
Το Ελληνικό δράμα, όπως και το σύγχρονο των ημερών μας, προήλθε από την θρησκευτική τελετουργία.
Έτσι το Αθηναϊκό δράμα, τραγικό και κωμικό, παίζονταν σαν μέρος της εορτής του Διονύσου, υπό την εποπτεία των ιερέων του, σε θέατρο που έφερε το όνομα του και από ηθοποιούς που καλούνταν <<Διονυσιακοί καλλιτέχνες>>.
Το άγαλμα του θεού Διονύσου μεταφέρονταν στο θέατρο προ της σκηνής για να απολαμβάνει το θέαμα.
Μάλιστα πριν την παράσταση θυσιάζονταν ζώο για να τιμήσουν τον θεό.
Το θέατρο είχε την ιερότητα ναού και όποιες παραβάσεις γίνονταν εκεί τιμωρούνταν αυστηρά σαν ιεροσυλία μάλλον παρά σαν απλά εγκλήματα.
Ακριβώς όπως η τραγωδία κατείχε τιμητική θέση επί της σκηνής κατά τα Διονύσια, έτσι και η κωμωδία κατείχε τα σκήπτρα κατά την εορτή των Ληναίων.
Αλλά και αυτή η εορτή ήταν επίσης Διονυσιακή.
Ίσως αρχικά το θέμα, όπως στο δράμα της χριστιανικής λειτουργίας, να ήταν τα πάθη και ο θάνατος του θεού.
Βαθμηδόν επιτράπηκε στους ποιητές να τα αντικαταστήσουν με τα πάθη και τον θάνατον ενός ήρωα της Ελληνικής μυθολογίας.
Ίσως μάλιστα στις πρώτες του μορφές το δράμα να ήταν μαγική τελετουργία που σκοπό είχε να αποτρέψει τις τραγωδίες που παρίστανε και να εξαγνίσει το ακροατήριο.
Μερικώς αυτή η θρησκευτική βάση κράτησε την Ελληνική τραγωδία σε υψηλότερο επίπεδο από το επίπεδο της Ελισαβετιανής σκηνής.
Ο χορός, όπως τον διαμόρφωσαν για μιμητική δράση ο Αρίων και οι άλλοι, έγινε το θεμέλιο της δραματικής συγκρότησης και παρέμεινε ουσιαστικό μέρος της Ελληνικής τραγωδίας μέχρι των τελευταίων έργων του Ευριπίδη.
Οι αρχαιότεροι δραματουργοί καλούνταν Χ Ο Ρ Ε Υ Τ Ε Σ, γιατί τα έργα τους ήταν κυρίως χορική ποίηση – και πράγματι οι ίδιοι ήταν δάσκαλοι του χορού.
Μόνο ένα πράγμα χρειάζονταν, για να μετατραπούν αυτές οι χορικές παραστάσεις σε δράματα, και αυτό ήταν η αντιπαράθεση ενός ηθοποιού προς τον χορό με διάλογο και δράση!!!!!!
Αυτή η έμπνευση ήρθε σε έναν από τους χοροδιδασκάλους, τον Θέσπιν από την Ικαρία πόλη κοντά στα Μέγαρα, όπου η λατρεία του Διονύσου ήταν δημοφιλής, και όχι μακριά από την Ελευσίνα, όπου το τελετουργικό δράμα της Δήμητρας, της Περσεφόνης και του Διονύσου Ζαγρέως λάμβανε χώρα κάθε χρόνο.
Βοηθούμενος αναμφίβολα από τον εγωισμό που προωθεί τον κόσμο, ο Θέσπις διαχωρίστηκε από τον χορό, απάγγειλε ατομικούς στίχους, ανάπτυξε της έννοια της αντίθεσης και της σύγκρουσης και πρόσφερε το δράμα στην Ιστορία.
Έπαιζε διάφορους ρόλους με τέτοια αληθοφάνεια, ώστε όταν ο θίασος του έδωσε παραστάσεις στην Αθήνα, ο Σόλωνας το θεώρησε σαν δημόσια απάτη και κατάγγειλε την νέα τέχνη σαν ανήθικη – κατηγορία που επαναλαμβάνεται σε κάθε αιώνα.
Ο Πεισίστρατος πιο ευφάνταστος ενεθάρρυνε διαγωνισμούς δραματικών παραστάσεων κατά την εορτή των Διονυσίων.
Μάλιστα το 534 π.Χ νίκησε σε ένα τέτοιο διαγωνισμό.
Η νέα μορφή αναπτύχθηκε τόσο γρήγορα, ώστε ο Χοιρίλος ύστερα από μια μόνο γενεά δημιούργησε 160 έργα.
Όταν 50 χρόνια μετά τον Θέσπιν ο Αισχύλος και οι Αθηναίοι επέστρεψαν νικητές από την Ναυμαχία της Σαλαμίνας, η σκηνή ήταν έτοιμη για την μεγάλη περίοδο της ιστορίας του Ελληνικού δράματος.
Παρουσίαση/ιστορική ανάλυση : Γιώργος Χαβαλές