Υποχώρηση της κυβέρνησης φοβούμενη τη ρήξη με την Εκκλησία
Σε ολική υποχώρηση υποχρεώθηκε η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τη λειτουργία των εκκλησιών τις ημέρες του εορτασμού των Χριστουγέννων, όπως προκύπτει από το αποτέλεσμα της χθεσινής τηλεφωνικής επικοινωνίας του πρωθυπουργού με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες της «Εφ.Συν.», υπό το κράτος του πανικού, της απειλής για μια βαθιά ρήξη με τη δυσαρεστημένη Εκκλησία και της ανεξέλεγκτης αντίδρασης μερίδας πιστών έξω από τις εκκλησίες, ο κ. Μητσοτάκης ενέδωσε σε μια συμφωνία που πόρρω απέχει από τα αρχικά αυστηρά μέτρα.
Για την ακρίβεια προβλέπει: α) Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά και Θεοφάνια, διαδοχικές Λειτουργίες έως 3 ή και 4 την ημέρα, ανάλογα με τη δυναμικότητα του ναού, β) Εως και 25 άτομα ανά λειτουργία στους ενοριακούς ναούς και έως 50 άτομα στους μητροπολιτικούς, γ) Δυνατότητα για «ατομική προσευχή» όλες τις ημέρες των εορτών, ενώ την ημέρα των Φώτων αντί του αγιασμού των υδάτων θα διανέμονται στις εκκλησίες ο αγιασμός και το αντίδωρο σε ειδική συσκευασία.
Η έκδηλη ικανοποίηση των ιεραρχών, χθες, μετά την επίμαχη επικοινωνία, επιβεβαίωνε με τον πλέον αδιαμφισβήτητο τρόπο την έκβαση αυτής της «περιπέτειας» που έζησαν οι δύο πρωταγωνιστές. Η κυβέρνηση, βέβαια, από την πλευρά της, κάνει ό,τι μπορεί για να καλύψει το νέο φιάσκο της. Οπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση: «Ο πρωθυπουργός ενημέρωσε τον Αρχιεπίσκοπο για τα επιδημιολογικά δεδομένα σε ολόκληρη χώρα και συζήτησαν για το θέμα της λειτουργίας των εκκλησιών κατά την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων στις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν αυτή τη χρονιά.
Ο Πρωθυπουργός παρέπεμψε στις αποφάσεις της Επιτροπής των ειδικών τις οποίες η κυβέρνηση θα ακολουθήσει και κάλεσε την Εκκλησία να τις τηρήσει με αυστηρότητα, λαμβάνοντας όλα τα μέτρα προστασίας.» Οι ιεράρχες, πάντως, γελάνε ακόμη… Και μάλλον θα γελάνε και κατά τη συνεδρίαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σήμερα. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Εφ.Συν.», η Εκκλησία είχε ήδη λάβει και διαμηνύσει στην κυβέρνηση την απόφασή της να λειτουργήσει όλες τις ημέρες του εορτασμού των Χριστουγέννων βάσει των μέτρων που ισχύουν για τα μεγάλα καταστήματα τροφίμων (σουπερμάρκετ). Για πρώτη φορά, μάλιστα, η συντριπτική πλειονότητα των μητροπολιτών αλλά και η βάση της Εκκλησίας είχαν συμφωνήσει να λειτουργήσουν αυτοβούλως και κόντρα στις «προσβλητικές» -όπως δεν παραλείπουν να τονίζουν- προτάσεις της κυβέρνησης για τη λειτουργία των εκκλησιών, δηλαδή, λειτουργία Χριστούγεννα και Φώτα με έως 9 άτομα σε μικρούς ναούς και έως 25 σε μεγάλους. Υπήρξαν, μάλιστα, και απόψεις μητροπολιτών να προσφύγουν στο ΣτΕ αν η κυβέρνηση επιμείνει, γεγονός που θα οδηγούσε σε ανεπιθύμητες εκρηκτικές καταστάσεις.
Αρκετοί μητροπολίτες είχαν δηλώσει δημόσια πως θα κάνουν λειτουργίες κι ας τους πιάσει η αστυνομία. Ο μητροπολίτης Κυθήρων και Αντικυθήρων προειδοποιούσε προ ημερών σε τηλεοπτική εκπομπή: «Θα λειτουργήσουμε τους ναούς, ας έρθουν να μας πιάσουν, το είπαμε αυτό. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε το ποίμνιό μας, δεν μπορούμε να πούμε “θα έρθουν κάποιοι και κάποιοι θα μείνουν έξω». Μπορούν να τηρηθούν τα μέτρα. Θα μπορούσαν να γίνουν προβλέψεις. Είναι οδυνηρό αυτό. Στα Κύθηρα δεν υπάρχει πρόβλημα συνωστισμού. Δεν θα βάλουμε μέτρο. Να έχουμε λογική απόσταση και οι άνθρωποι να εκκλησιάζονται».
Το δε περιστατικό της λειτουργίας στον ναό του Κορωπίου και της επιβολής προστίμου στον ναό και τη νεωκόρο την προηγούμενη Κυριακή ήρθε σαν κερασάκι στην εκρηκτική τούρτα που ετοίμαζαν μέρες τώρα να σερβίρουν οι μητροπολίτες στην κυβέρνηση. Ανακάλυψαν το αντάρτικο και τελικά το πήραν απόφαση. Πάνω στην κόψη του ξυραφιού, ο πρωθυπουργός είδε πως η ραγδαία επιδείνωση των σχέσεων με τον κόσμο της Εκκλησίας έγινε το ανεπιθύμητο τίμημα της έλλειψης θάρρους από πλευράς της κυβέρνησης να συμπεριλάβει εξ αρχής στα οριζόντια μέτρα απαγόρευσης και την Εκκλησία καθώς και του λανθασμένου τρόπου διαβούλευσης με αυτήν.
Χθες, ημέρα κρίσιμη για τις εξελίξεις, πάλι δεν μπόρεσε να υποστηρίξει καμία καθαρή θέση. Και τα έδωσε όλα. Και άτακτα. Παρά τις περί του αντιθέτου επίσημες και ανεπίσημες διαβεβαιώσεις για μικρές παραχωρήσεις, που άφηνε να διαρρέουν -«δυνατότητα για μία ακόμη ή διπλή Λειτουργία», όπως έλεγε, χθες, λίγες ώρες πριν από την επίμαχη επικοινωνία ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Πέτσας-, εν τέλει προτιμήθηκε η άνευ όρων παράδοση. Ή, όπως έλεγαν κάποιοι ιεράρχες, η αποδοχή των προτάσεών τους, διότι ουσιαστικά αυτά ζητούσαν.
Ποιος θα το περίμενε. Μητροπολίτες, ιερείς και πιστοί να είναι έξαλλοι με την κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κυβέρνηση να μην ξέρει και να μην μπορεί να συνεννοηθεί για τα αυτονόητα με συνομιλητές που θεωρούσε, αν μη τι άλλο, προνομιακούς. «Τα μέτρα για τα εννέα άτομα στις μικρές εκκλησίες και τα 25 στις μητροπόλεις είναι ανέφικτα. Προσβάλλει την Εκκλησία και δείχνει ότι δεν έχει ιδέα για όλον αυτό τον κόσμο που συνδέεται μαζί της» έλεγε, χθες, άνθρωπος της Εκκλησίας, αντανακλώντας τη βαθιά δυσαρέσκεια που επικρατεί και φουντώνει από τους ελέγχους και την επιβολή κυρώσεων-προστίμων στις παραβάσεις.
Πολύ καλοί γνώστες των εκκλησιαστικών, λίγο πριν από τη χθεσινή επικοινωνία Μητσοτάκη-Ιερώνυμου, μιλούσαν για άσχημη ρήξη της σχέσης κυβέρνησης Ν.Δ. με την Εκκλησία κυρίως εξαιτίας της απρόσεκτης και πρόχειρης προσέγγισης του ζητήματος. Ορισμένοι, δε, μιλούσαν για μια γενική έλλειψη σεβασμού και σνομπισμό της κυβέρνησης έναντι της Εκκλησίας, σε αντίθεση, όπως σημείωναν, με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που κατάφερε να μην προκαλέσει βαθιά ρήγματα, ακριβώς λόγω του αναμφισβήτητου σεβασμού που επέδειξε σε όλες τις επαφές με την Εκκλησία.
Βασικό επιχείρημα της Εκκλησίας σε ό,τι αφορά τα πρώτα περιοριστικά μέτρα που εξαγγέλθηκαν αποτέλεσε το γεγονός ότι εφόσον η κυβέρνηση αποφάσισε να κρατήσει ανοιχτές τις εκκλησίες, τότε θα έπρεπε να το κάνει με μέτρα εφικτά, κατ’ αναλογία με τους χώρους που δέχονται πολύ κόσμο καθημερινώς και σίγουρα βάσει της ισονομίας και της ισοπολιτείας. Και γιατί να μην το διεκδικήσει, άλλωστε; Απευθύνεται σε μάζες. Το κυριότερο όμως, όπως τόνιζαν, ήταν το γεγονός ότι δεν υπήρξε η δυνατότητα να ληφθούν μέτρα σε συνεννόηση με την Εκκλησία που γνωρίζει καλύτερα τον κόσμο της.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα: Γιατί αποφασίζει να διαβουλεύεται με την Εκκλησία, έστω κακότεχνα, για τα μέτρα τα οποία επιβάλλονται χωρίς διακρίσεις και με απόλυτη αυστηρότητα για όλο το υπόλοιπο σώμα της κοινωνίας;