Τοπική Γλώσσα
Του Κυριάκου Κάσση
ΑΝ ΘΕΛΟΥΜΕ οι Νεοέλληνες να σεμνυνόμαστε για την από τους αρχαίους
ένδοξους προγόνους μας κατευθείαν καταγωγή, απλά και περίτρανα μπορούμε
να επικαλεστούμε τη γλώσσα μας.
Και μάλιστα όχι την γλώσσα του σχολείου, καθαρεύουσα ή δημοτική,
αλλά τις παραδοσιακές τοπικές γλώσσες των ελλαδικών και εξωελλαδικών
χώρων, τα λεγόμενα γλωσσικά ιδιώματα.
Όμως το γλωσσικό ιδίωμα μερικών τόπων παραπέμπει συγκριτικά σε πολύ
παλαιές εποχές, επειδή μέσα στην ιστορική περιπέτεια του Ελληνισμού,
δέχτηκε λιγότερες επιδράσεις και πολιτιστικές, άρα και γλωσσικές,
επιστρώσεις.
Γι' αυτό και τα αρχαϊκά γλωσσικά στοιχεία είναι εμφανέστερα και
εντονότερα σε όλο το γλωσσικό φάσμα τους. Επιχειρώντας να κατατάξουμε σε
σειρά «αρχαιοφάνειας» τα γλωσσικά ιδιώματα των ελληνικών περιοχών,
χωρίς το φόβο μεγάλης αυθαιρεσίας, θα ήταν κάπως έτσι:
1. Μάνη και Τσακωνία. 2. Κύπρος, Πόντος, Σφακιά, Νότια Δωδεκάνησα,
Παλιά Αθήνα, Μέγαρα. 3. Νησιά του Αιγαίου, Κύθηρα, Ζάκυνθος, Κεφαλλονιά,
Νότια Εύβοια, Ν.Δ. Αρκαδία, Κρήτη (πλην Σφακιών). 4. Πελοπόννησος
(εκτός προαναφερθεισών περιοχών της). 5. Νότια (παράλια) Στερεά. 6.
Κεντρικός Κορμός Ελλάδας, Μακεδονία, Θράκη (Ρωμυλία), Μικρά Ασία (πλην
Πόντου, συμπεριλαμβανόμενης Προποντίδας, Σμύρνης, Καππαδοκίας κ.λπ.).
Η τσακώνικη και η παραταινάρια μανιάτικη (Ν. Μέσα Μάνη), είναι άμεσα επιβιώματα της δωρικής διαλέκτου, με εμφανή και τα λιγοστά νεότερα επιστρώματα, μέσα στους αιώνες.
Ο άρχοντας Ευρυκλής (Μουσείο Γυθείου).
Διαφορά τάξεων
Οι διαφορές προέρχονται από διαφορετικές περιπέτειες από τους
ελληνιστικούς χρόνους και δώθε: Οι μεν Τσάκωνες προέρχονται από το
λαϊκότερο στοιχείο της κλασικής και ελληνιστικής Λακωνικής και Κυνουρίας
που κατέφυγαν ενωρίς στις ορεινές και απρόσιτες κλεισούρες του Πάρνωνα,
για ν' αποφύγουν τις επιδρομές των βαρβάρων από τον 2ο π.Χ. αιώνα και
εξής, μετά τον «ξεπεσμό» της σπαρτιατικής κυριαρχίας. Εμειναν ξεκομμένοι
για πολλούς αιώνες και έκαμναν «έξοδο» προς τη θάλασσα πολύ αργότερα
στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τα τσακώνικα είναι τόσο αρχαϊκά (δωρικά)
που δεν αποτελούν απλά ιδίωμα της νεοελληνικής, αλλά διάλεκτό της.
Οι Μανιάτες απ' την άλλη πλευρά, στον Ταϋγετο, και μάλιστα οι
νοτιότατοι, δεν προέρχονται στον ίδιο βαθμό με τους Τσάκωνες, από «Τη
λαϊκή τάξη» των αρχαίων Λακώνων, αλλά από την «αριστοκρατική» τάξη,
κυρίως.
Επί ρωμαϊκής κατοχής της Ελλάδας είχαν τα προνόμια του «Κοινού των
Ελευθερολακώνων». Και αυτό επειδή οι Ρωμαίου τους θεωρούσαν όχι μόνο
συμμάχους, αλά και προγόνους τους από παλαιότατο αποικισμό του Λατίου.
Επίσης θεωρούσαν τη Λακωνική πολιτική τους μητρόπολη, γιατί πίστευαν ότι
το πολιτικό σύστημα της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, άντλησε τα κυριότερα
πρότυπα και ήθη του από την Λυκούργεια νομοθεσία.
Οι ομοιότητες
Η λατινική γλώσσα είναι παρακλάδι
παλαιό της δωρικής. Οι δωρικές λέξεις ελήφθησαν στη λατινική και
υπάρχουν στον δωρικό τύπο ώς σήμερα π.χ. Ρόμα - Ρώμη, Ελενα - Ελένη,
Μπατίστα - Βαπτιστής, άνκορα - (δωρ. άγκουρα, αττικ. αγκύλη). Επίσης
παραγόμενα από ελληνική (και αργότερα και από λατινική) ρίζα αλλά με
πάντα δωρίζουσα κατάληξη (α-αντί-η-) είναι λατινικές λέξεις που δηλούν
ιδιότητα προσώπου (επάγγελμα, ιδεολογία κ.λπ.): νκραφίστα, ευατζελίστα
(δωρικοί τίτλοι) κ.λπ. αντί γραφιστής, ευαγγελιστής (αττικοί τύποι),
κ.λπ.
«Οι του κάστρου Μα'ί'νης οικήτορες ουκ εισίν από γενεάς των
προρρηθέντων Σκλάβων, αλλά εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι του
νυν υπό των εντοπίων Ελληνες προσαγορεύονται δια το εν τοις προπαλαιοίς
χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους
παλαιούς Ελληνας», λέει το 100 αι. ο Κων/νος Πορφυρογέννητος, όταν
αναφέρεται στους Μανιάτες.
Αλλά μετά τη φράγκικη και κυρίως την τουρκική κατάκτηση ένα
καινούργιο «αρχοντολόι» κατέφυγε στη Μάνη: Παλαιολόγοι, Κομνηνοί,
Φωκάδες, Κατακουζηνοί, Μελισσινοί, Χρυσοσπάθηδες, Μέδικοι, Κοντόσταυλοι
κ.λπ. έφεραν νέα γλωσσικά στοιχεία από την τότε κοινή νεοελληνική,
επιστρώνοντας ελαφρά την παλαιομανιάτικη και φέρνοντάς την κοντύτερα στη
νεοελληνική «ένα χνάρι» απ' ότι η τσακώνικη, σε κάποια εξωτερικά
στοιχεία της.
Τα ήθη όμως και η κοινωνική δομή έμειναν αρχαϊκότερα, λόγω
προσκόλλησης (από επίγνωση αριστοκρατικότητας;) στα «ηροηαλαιά» και
περιφρόνησης για ότι εξωγενές.
Τα τοπωνύμια και επώνυμα, όσο πιο νότια στη Μάνη, τόσο αθρόα ταυτίζονται με παλαιοελληνικές μνήμες: κούρος= άλκιμος έφηβος (αλλά και κόκκορας), άρμακα= λουρίδα γης, λεβέτι= λέβης, μάστακας= αγροόίαιτη ακρίδα, αζάλικας= σύνδεσμος, σίγκλο= δοχείο νερού, καλλίη και καλύβα= παράπηγμα.
Αλλά και η προφορά ή μορφή των λέξεων παραπέμπει στην δωρική: μελιγιά=μέλισσα, Fοίτουλο;= Οίτυλο, Σκαρδαμούλα= Καρδαμύλη, τσουροά= κυλώ, κύβου= πέφτω για ύπνο (άλλο το: κοιμούμαι), ζγαρίχου= σκαλίζω, ζγούφνου= σκύφνω, τσήπα= σκέπη, υμένας, στροφά= στροφή, πνοά= πνοή,
βουά= θόρυβος πλήθους, δομά= αρχ. κατασκευής, κούchουρο= κ'σ'ύλο-ξύλο, (ο)λυμπί= εξόγκωμα μέσα σε βαθούλωμα.
Αρχαϊκή προστακτική: πόρεψο(ν), άκουσι (=άκουσε) και άκσ-όκουε, μίλησο(ν)=μίλησε, ντύθηκσ-.ενόύθη
τι, ενδιθηκώς, αρματώθηκο(ν). Χρήση παρωχημένου χρόνου (παρακειμένου):
είπεκα, ηύρεκα, είδιεκα, κ.λπ. και της επιρρημ. μετοχής του: ζμπρώχτακα,
ζγούφτακα, τσουρίστακα. Επιρρημάτων: μήγαρε, τοίγαρε, κ.λπ.
Επιτατικά προσφύματα: μακρυανέσκου, γεράσκου, αποκρυανέσκου, κ.λπ.
Προφορά του -ω- σαν ωμέγα (δηλ. προς το οι και του -υσαν -ιου-:
μικρούνου, άχιουρα, σταυρούνου, ζγούινου, άχιουνας. Δωρικός τσιτακισμός
(που κληρονόμησαν και οι λατίνοι): γυρισμάτσι (=γυρισμάτιον),
αλάτσι=αλάτιον.
Αλλά το σπουδαίο είναι το όλο εκφραστικό που είναι λιγόλογο,
αλληγορικό - ποιητικό και άκρως περιεκτικό. Αλλά γενικώς η προφορά και
κυρίως η εσωτερική υφή της μανιάτικης γλώσσας ταυτίζεται μοναδικά με
εκείνη των αρχαίων Λακώνων