Ο Ομηρικός Ύμνος «Εις Δήμητραν»
Κατά τον Ομηρικό Ύμνο, ο Άδης (Πλούτωνας) με τη συγκατάθεση του Δία άρπαξε την κόρη της Δήμητρας, τηνΠερσεφόνη, κατά την στιγμή που αυτή συνοδεύονταν από τιςΩκεανίδες Νύμφες και έπαιζε και έδραττε άνθη από το Νύσσιον Πεδίον.
Η Δήμητρα άκουσε τις φωνές της αρπαζόμενης θυγατέρας και όρμησε μαινόμενη να την βρει. Επειδή όμως, κανείς δεν μπορούσε να της δώσει πληροφορίες, η Δήμητρα συνοδευόμενη από την Εκάτη, η οποία είχε ακούσει τις φωνές της Περσεφόνης επίσης, μετέβη στον γιο τουΥπερίωνα, τον βασιλέα Ήλιο και τον παρεκάλεσε ως επόπτη των πάντων, να την πληροφορήσει τι απέγινε η θυγατέρα της.Ο Ήλιος πράγματι, της είπε όλη την αλήθεια και η Δήμητρα οργίστηκε τόσο με τον Δία, ο οποίος επέτρεψε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, ώστε δεν επέστρεψε στον Όλυμπο, αλλά μεταμορφωμένη σε γριά, περιπλανιόνταν στις πόλεις και στους αγρούς, αγνοούμενη από όλους.
Μετά από την περιπλάνηση αυτή, έφθασε στην Ελευσίνα, όπου κάθισε κάτω από την σκιά μιας ελιάς, κοντά σε ένα πηγάδι, που βρισκόταν δίπλα στο Παρθένιο Φρέαρ (βλ. Αγέλαστος Πέτρα). Στο φρέαρ αυτό κατέφθασαν μετά από λίγο, για να αντλήσουν νερό, οι 4 θυγατέρες του βασιλέα της Ελευσίνας Κελεού, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη, η μεγαλύτερη απ’ όλες, οι οποίες βλέποντας την γριά, τη ρώτησαν ποιά είναι, πότε ήλθε και γιατί έμενε δίπλα από το πηγάδι και δεν πήγαινε στην πόλη για να φιλοξενηθεί.
Η Δήμητρα αποκρίθηκε, ότι καταγόταν από την Κρήτη, ότι είχε αιχμαλωτισθεί από ληστές στο λιμάνι της Κνωσσού και ότι μετά από εννέα ημέρες κατάφερε να δραπε- τεύσει, μόλις το πλοίο των ληστών έφτασε στο Θωρικόν, όπου είχε προσορμίσει. Στη συνέχεια, παρακάλεσε τις τέσσερις κόρες, να την συστήσουν σε κάποια οικία, στην οποία να υπηρετεί κατά δύναμη και δήλωσε ότι ήταν σε κατάσταση να αναθρέψει και νεογνά παιδιά, αν κάποιος ήθελε να της εμπιστευθεί κάποιο τέτοιο.
Τα άκουσαν αυτά οι θυγατέρες του Κελεού και η ωραιότερη από αυτές, η Καλλιδίκη, της απαρίθμησε τους έξι (6) άρχοντες της πόλης, που ήταν οι: Κελεός, Δόλιχος, Εύμολπος, Πολύξενος, Δίοκλος και Τριπτόλεμος και όλες μαζί, την παρακάλεσαν να παραμείνει δίπλα από το πηγάδι, ώσπου να αναγγείλουν τις ειδήσεις στη μητέρα τους Μετάνειρα, η οποία ήταν πιθανό να τη δεχτεί στην υπηρεσία της και να της αναθέσει την ανατροφή του νεογέννητου παιδιού της Δημοφώντα. Πράγματι, η Δήμητρα περίμενε και μετά από λίγο, οι θυγατέρες του Κελεού επέστρεψαν τρέχοντας, για να την παραλάβουν.
Εκείνη τις ακολούθησε και εισήλθε στο σπίτι του πατέρα τους. Με την είσοδο της θεάς στο παλάτι, τα πάντα πλημμύρισαν από Φως. Αυτό το γεγονός ήταν, που έκανε τη Μετάνειρα, να δεχτεί τη θεά ως τροφό του Δημοφώντα.
Η Μετάνειρα καθόταν στον θρόνο της και μόλις αντίκρισε τη θεά, σηκώθηκε να της προσφέρει τη θέση της, πράγμα που η Δήμητρα αρνήθηκε.
Η Ιάμβη, η υπηρέτρια, της πρόσφερε τότε ένα σκαμνί σκεπασμένο με λευκή σαν ασήμι προβιά, για να καθίσει. Η περίλυπος μητέρα Δήμητρα αρνήθηκε να δεχτεί το πλήρες οίνου ποτήρι, το οποίο της πρόσφερε η Μετάνειρα, λέγονταν ότι δεν είναι επιτρεπτό σε αυτήν να πίνει κρασί. Τότε, τα αστεία της υπηρέτριας Ιάμβης κίνησαν το πρώτο μειδίαμα της μέχρι τότε αγέλαστης και άσιτης θεάς, η οποία παρακάλεσε να της δοθεί ο κυκεώνας, δηλαδή ένα ρόφημα, ένα ποτό το οποίο δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς περιείχε.
Με το ρόφημα αυτό, η θεά έπαψε την μακροχρόνια αποχή της από τροφή και ποτό και ανέλαβε την ανατροφή του νεαρού Δημοφώντα, τον οποίο όμως, μεγάλωνε ως να ήταν θεός! Δεν τον έτρεφε με γάλα, όπως τρέφονταν τα άλλα βρέφη, αλλά κάθε βράδυ το μύρωνε με αμβροσία και φυσώντας το με την αναπνοή της, το περνούσε πάνω από τη φωτιά, σα δαυλό, διότι είχε σκοπό να το καταστήσει αθάνατο.
Και πράγματι, το παιδί έφτασε να μοιάζει με θεό, πράγμα που είχε παραξενέψει τους γονείς του. Η μητέρα του ένα βράδυ, παρακολούθησε τη θεά και είδε έντρομη να βάζει το παιδί της στη φωτιά. Τρομαγμένη τότε φώναξε:“… Γιε μου, η ξένη αφήνει εσένα στη φωτιά να χαθείς και μένα να βυθιστώ στη θλίψη …”
Η θεά τότε, οργισμένη και θυμωμένη με τη Μετάνειρα, απάντησε με τα παρακάτω λόγια, που μάλλον, κρύβουν και το μυστικό των μυήσεων!
“… Άνθρωποι ανίδεοι και μωροί, τη μοίρα που σας πέφτει καλή και αν είναι ή κακή,
δεν τη μαντεύετε!
Και συ πολύ παραπλανήθηκες με την αστοχασιά σου.
Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο,
αθάνατο και αγέραστο θα σου τον είχα κάνει.
ΝΑΙ! Μα τον όρκο των θεών, τα’ αμάλαγο, άτεγκτο νερό της Στύγας!
Αλλά τώρα πια, του θανάτου τη μοίρα να τη γλιτώσει δε μπορεί στ’ αλήθεια.
Μα θα του δοθεί άφθαρτη δόξα και τιμές, αφού στα γόνατά μου κάθισε
και στην αγκαλιά μου έγειρε ν’ αποκοιμηθεί…
… Η τιμημένη Δήμητρα, θεών και ανθρώπων η χαρά το πιο τρανό χάρισμα,
εγώ είμαι, ΝΑΙ! …”
Συγχρόνως όμως, η Δήμητρα ζήτησε να της χτισθεί ναός κάτω από την Ακρόπολη και πάνω από το φρεάτιο τουΚαλλιχόρου, στον οποίο και αποσύρθηκε μετά την ταχύτατη ανοικοδόμησή του, αποφεύγοντας πάσα σχέση με τον κόσμο και κλαίγοντας για την τύχη της κόρης της.
Αλλά η πράξη αυτή της Δήμητρας επέφερε φρικτά αποτελέσματα.
Η γη έπαψε να βλασταίνει και μάταια οι άνθρωποι την καλλιεργούσαν και έσπερναν. Ο κίνδυνος να εξαφανισθεί το ανθρώπινο γένος από την πείνα και να στερηθούν οι θεοί τις θυσίες, τις οποίες ως τότε πρόσφεραν οι άνθρωποι σε αυτούς, φαίνονταν αναπότρεπτος. Αυτό, ανάγκασε τον Δία να στείλει τον ένα μετά τον άλλο όλους τους Ολύμπιους θεούς στην Ελευσίνα προς την Δήμητρα, για να την πείσουν να αλλάξει γνώμη και να επιστρέψει στον Όλυμπο μεταξύ των άλλων θεών.
Αυτή όμως, κατ' ουδένα τρόπο ήθελε να πεισθεί, προτού δει την αρπαγμένη κόρης της. Έγινε ανάγκη τότε, να κληθεί ο σύζυγος της Περσεφόνης με τον Ερμή, να επιτρέψει την άνοδό της, ώστε η Δήμητρα βλέποντας την κόρη της, να πάψει την οργή της.
Εκείνη την παράκληση δεν την απέκρουσε μεν ο θεός του Κάτω Κόσμου, προ της ανόδου όμως, της Περσεφόνης, της έδωσε να φάει καρπό ροιάς, ώστε να εξασφαλίσει την επιστροφή της σε αυτόν.
Γρήγορα και επί του άρματος του Πλούτωνα, οδηγούμενο από τον Ερμή, διένυσε η Περσεφόνη το μέχρις την Ελευσίνα διάστημα και παρουσιάστηκε στην μητέρα της.
Η εκ της συναντήσεως όμως χαρά μεταξύ μητέρας και κόρης δεν διάρκεσε πολύ, διότι ρωτώντας η Δήμητρα την Περσεφόνη αν είχε φάει κάτι πριν προ της αναχωρήσεως από τον Άδη, και ακούγοντας ότι υποχρεώθηκε να φάει καρπό ροιάς, αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να έχει συνεχώς την κόρη της.
Η επάνοδος της Δήμητρας στον Όλυμπο φανόταν και πάλι δύσκολη. Με τη μεσολάβηση όμως, της Ρέας (της μητέρας του Δία, του Πλούτωνα και της Δήμητρας) επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των θεών, κατά τον οποίο το ένα τρίτο (1/3) του έτους η Περσεφόνη όφειλε να μένει πλησίον του συζύγου της και τα άλλα δύο τρίτα (2/3) μεταξύ των Ολύμπιων θεών και δίπλα από τη μητέρα της, η οποία δέχθηκε με αυτούς τους όρους να επιστρέψει στον Όλυμπο.
Ευθύς αμέσως μετά την έξοδο της Δήμητρας από το ναό, η γη καλύφθηκε με χλόη και άνθη και άρχισε να παράγει καρπούς, η δε Δήμητρα έδειξε στους άρχοντες της πόλης Τριπτόλεμο, Διοκλή, Εύμολπο και Κελεότον τρόπο με τον οποίο επιθυμούσε να τελείται η λατρεία της, τα “Σεμνά Όργια”, τα οποία δεν επιτρεπόταν κατά κανένα τρόπο να φανερώνονται στους αμύητους.
Μιας και έκανα αναφορά στα Σεμνά Όργια, να αποσαφηνίσω την τόσο παρεξηγημένη λέξη Όργια.
Σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, την τόσο πλούσια σε λέξεις και νοήματα, η λέξη Όργια σημαίνει : “… μυστικαί τελεταί, μυστική λατρεία, τελούμενη αποκλειστικώς υπό των μυημένων εις την μυστικήν λατρείαν της Δήμητρος εν Ελευσίνι. Την ετυμολογία της λέξεως την βρίσκουμε στη λέξη Έργον, δηλαδή από την ΕΡΓΑΣΙΑΝ
Κατά τον Ομηρικό Ύμνο, ο Άδης (Πλούτωνας) με τη συγκατάθεση του Δία άρπαξε την κόρη της Δήμητρας, τηνΠερσεφόνη, κατά την στιγμή που αυτή συνοδεύονταν από τιςΩκεανίδες Νύμφες και έπαιζε και έδραττε άνθη από το Νύσσιον Πεδίον.
Η Δήμητρα άκουσε τις φωνές της αρπαζόμενης θυγατέρας και όρμησε μαινόμενη να την βρει. Επειδή όμως, κανείς δεν μπορούσε να της δώσει πληροφορίες, η Δήμητρα συνοδευόμενη από την Εκάτη, η οποία είχε ακούσει τις φωνές της Περσεφόνης επίσης, μετέβη στον γιο τουΥπερίωνα, τον βασιλέα Ήλιο και τον παρεκάλεσε ως επόπτη των πάντων, να την πληροφορήσει τι απέγινε η θυγατέρα της.Ο Ήλιος πράγματι, της είπε όλη την αλήθεια και η Δήμητρα οργίστηκε τόσο με τον Δία, ο οποίος επέτρεψε την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Πλούτωνα, ώστε δεν επέστρεψε στον Όλυμπο, αλλά μεταμορφωμένη σε γριά, περιπλανιόνταν στις πόλεις και στους αγρούς, αγνοούμενη από όλους.
Μετά από την περιπλάνηση αυτή, έφθασε στην Ελευσίνα, όπου κάθισε κάτω από την σκιά μιας ελιάς, κοντά σε ένα πηγάδι, που βρισκόταν δίπλα στο Παρθένιο Φρέαρ (βλ. Αγέλαστος Πέτρα). Στο φρέαρ αυτό κατέφθασαν μετά από λίγο, για να αντλήσουν νερό, οι 4 θυγατέρες του βασιλέα της Ελευσίνας Κελεού, η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη, η Δημώ και η Καλλιθόη, η μεγαλύτερη απ’ όλες, οι οποίες βλέποντας την γριά, τη ρώτησαν ποιά είναι, πότε ήλθε και γιατί έμενε δίπλα από το πηγάδι και δεν πήγαινε στην πόλη για να φιλοξενηθεί.
Η Δήμητρα αποκρίθηκε, ότι καταγόταν από την Κρήτη, ότι είχε αιχμαλωτισθεί από ληστές στο λιμάνι της Κνωσσού και ότι μετά από εννέα ημέρες κατάφερε να δραπε- τεύσει, μόλις το πλοίο των ληστών έφτασε στο Θωρικόν, όπου είχε προσορμίσει. Στη συνέχεια, παρακάλεσε τις τέσσερις κόρες, να την συστήσουν σε κάποια οικία, στην οποία να υπηρετεί κατά δύναμη και δήλωσε ότι ήταν σε κατάσταση να αναθρέψει και νεογνά παιδιά, αν κάποιος ήθελε να της εμπιστευθεί κάποιο τέτοιο.
Τα άκουσαν αυτά οι θυγατέρες του Κελεού και η ωραιότερη από αυτές, η Καλλιδίκη, της απαρίθμησε τους έξι (6) άρχοντες της πόλης, που ήταν οι: Κελεός, Δόλιχος, Εύμολπος, Πολύξενος, Δίοκλος και Τριπτόλεμος και όλες μαζί, την παρακάλεσαν να παραμείνει δίπλα από το πηγάδι, ώσπου να αναγγείλουν τις ειδήσεις στη μητέρα τους Μετάνειρα, η οποία ήταν πιθανό να τη δεχτεί στην υπηρεσία της και να της αναθέσει την ανατροφή του νεογέννητου παιδιού της Δημοφώντα. Πράγματι, η Δήμητρα περίμενε και μετά από λίγο, οι θυγατέρες του Κελεού επέστρεψαν τρέχοντας, για να την παραλάβουν.
Εκείνη τις ακολούθησε και εισήλθε στο σπίτι του πατέρα τους. Με την είσοδο της θεάς στο παλάτι, τα πάντα πλημμύρισαν από Φως. Αυτό το γεγονός ήταν, που έκανε τη Μετάνειρα, να δεχτεί τη θεά ως τροφό του Δημοφώντα.
Η Μετάνειρα καθόταν στον θρόνο της και μόλις αντίκρισε τη θεά, σηκώθηκε να της προσφέρει τη θέση της, πράγμα που η Δήμητρα αρνήθηκε.
Η Ιάμβη, η υπηρέτρια, της πρόσφερε τότε ένα σκαμνί σκεπασμένο με λευκή σαν ασήμι προβιά, για να καθίσει. Η περίλυπος μητέρα Δήμητρα αρνήθηκε να δεχτεί το πλήρες οίνου ποτήρι, το οποίο της πρόσφερε η Μετάνειρα, λέγονταν ότι δεν είναι επιτρεπτό σε αυτήν να πίνει κρασί. Τότε, τα αστεία της υπηρέτριας Ιάμβης κίνησαν το πρώτο μειδίαμα της μέχρι τότε αγέλαστης και άσιτης θεάς, η οποία παρακάλεσε να της δοθεί ο κυκεώνας, δηλαδή ένα ρόφημα, ένα ποτό το οποίο δεν γνωρίζουμε τι ακριβώς περιείχε.
Με το ρόφημα αυτό, η θεά έπαψε την μακροχρόνια αποχή της από τροφή και ποτό και ανέλαβε την ανατροφή του νεαρού Δημοφώντα, τον οποίο όμως, μεγάλωνε ως να ήταν θεός! Δεν τον έτρεφε με γάλα, όπως τρέφονταν τα άλλα βρέφη, αλλά κάθε βράδυ το μύρωνε με αμβροσία και φυσώντας το με την αναπνοή της, το περνούσε πάνω από τη φωτιά, σα δαυλό, διότι είχε σκοπό να το καταστήσει αθάνατο.
Και πράγματι, το παιδί έφτασε να μοιάζει με θεό, πράγμα που είχε παραξενέψει τους γονείς του. Η μητέρα του ένα βράδυ, παρακολούθησε τη θεά και είδε έντρομη να βάζει το παιδί της στη φωτιά. Τρομαγμένη τότε φώναξε:“… Γιε μου, η ξένη αφήνει εσένα στη φωτιά να χαθείς και μένα να βυθιστώ στη θλίψη …”
Η θεά τότε, οργισμένη και θυμωμένη με τη Μετάνειρα, απάντησε με τα παρακάτω λόγια, που μάλλον, κρύβουν και το μυστικό των μυήσεων!
“… Άνθρωποι ανίδεοι και μωροί, τη μοίρα που σας πέφτει καλή και αν είναι ή κακή,
δεν τη μαντεύετε!
Και συ πολύ παραπλανήθηκες με την αστοχασιά σου.
Δόξα θα χάριζα άφθαρτη στο λατρεμένο σου το γιο,
αθάνατο και αγέραστο θα σου τον είχα κάνει.
ΝΑΙ! Μα τον όρκο των θεών, τα’ αμάλαγο, άτεγκτο νερό της Στύγας!
Αλλά τώρα πια, του θανάτου τη μοίρα να τη γλιτώσει δε μπορεί στ’ αλήθεια.
Μα θα του δοθεί άφθαρτη δόξα και τιμές, αφού στα γόνατά μου κάθισε
και στην αγκαλιά μου έγειρε ν’ αποκοιμηθεί…
… Η τιμημένη Δήμητρα, θεών και ανθρώπων η χαρά το πιο τρανό χάρισμα,
εγώ είμαι, ΝΑΙ! …”
Συγχρόνως όμως, η Δήμητρα ζήτησε να της χτισθεί ναός κάτω από την Ακρόπολη και πάνω από το φρεάτιο τουΚαλλιχόρου, στον οποίο και αποσύρθηκε μετά την ταχύτατη ανοικοδόμησή του, αποφεύγοντας πάσα σχέση με τον κόσμο και κλαίγοντας για την τύχη της κόρης της.
Αλλά η πράξη αυτή της Δήμητρας επέφερε φρικτά αποτελέσματα.
Η γη έπαψε να βλασταίνει και μάταια οι άνθρωποι την καλλιεργούσαν και έσπερναν. Ο κίνδυνος να εξαφανισθεί το ανθρώπινο γένος από την πείνα και να στερηθούν οι θεοί τις θυσίες, τις οποίες ως τότε πρόσφεραν οι άνθρωποι σε αυτούς, φαίνονταν αναπότρεπτος. Αυτό, ανάγκασε τον Δία να στείλει τον ένα μετά τον άλλο όλους τους Ολύμπιους θεούς στην Ελευσίνα προς την Δήμητρα, για να την πείσουν να αλλάξει γνώμη και να επιστρέψει στον Όλυμπο μεταξύ των άλλων θεών.
Αυτή όμως, κατ' ουδένα τρόπο ήθελε να πεισθεί, προτού δει την αρπαγμένη κόρης της. Έγινε ανάγκη τότε, να κληθεί ο σύζυγος της Περσεφόνης με τον Ερμή, να επιτρέψει την άνοδό της, ώστε η Δήμητρα βλέποντας την κόρη της, να πάψει την οργή της.
Εκείνη την παράκληση δεν την απέκρουσε μεν ο θεός του Κάτω Κόσμου, προ της ανόδου όμως, της Περσεφόνης, της έδωσε να φάει καρπό ροιάς, ώστε να εξασφαλίσει την επιστροφή της σε αυτόν.
Η αρπαγή της Κόρης από τη Μάνα
Γρήγορα και επί του άρματος του Πλούτωνα, οδηγούμενο από τον Ερμή, διένυσε η Περσεφόνη το μέχρις την Ελευσίνα διάστημα και παρουσιάστηκε στην μητέρα της.
Η εκ της συναντήσεως όμως χαρά μεταξύ μητέρας και κόρης δεν διάρκεσε πολύ, διότι ρωτώντας η Δήμητρα την Περσεφόνη αν είχε φάει κάτι πριν προ της αναχωρήσεως από τον Άδη, και ακούγοντας ότι υποχρεώθηκε να φάει καρπό ροιάς, αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να έχει συνεχώς την κόρη της.
Η επάνοδος της Δήμητρας στον Όλυμπο φανόταν και πάλι δύσκολη. Με τη μεσολάβηση όμως, της Ρέας (της μητέρας του Δία, του Πλούτωνα και της Δήμητρας) επήλθε συμβιβασμός μεταξύ των θεών, κατά τον οποίο το ένα τρίτο (1/3) του έτους η Περσεφόνη όφειλε να μένει πλησίον του συζύγου της και τα άλλα δύο τρίτα (2/3) μεταξύ των Ολύμπιων θεών και δίπλα από τη μητέρα της, η οποία δέχθηκε με αυτούς τους όρους να επιστρέψει στον Όλυμπο.
Ευθύς αμέσως μετά την έξοδο της Δήμητρας από το ναό, η γη καλύφθηκε με χλόη και άνθη και άρχισε να παράγει καρπούς, η δε Δήμητρα έδειξε στους άρχοντες της πόλης Τριπτόλεμο, Διοκλή, Εύμολπο και Κελεότον τρόπο με τον οποίο επιθυμούσε να τελείται η λατρεία της, τα “Σεμνά Όργια”, τα οποία δεν επιτρεπόταν κατά κανένα τρόπο να φανερώνονται στους αμύητους.
Μιας και έκανα αναφορά στα Σεμνά Όργια, να αποσαφηνίσω την τόσο παρεξηγημένη λέξη Όργια.
Σύμφωνα με την Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, την τόσο πλούσια σε λέξεις και νοήματα, η λέξη Όργια σημαίνει : “… μυστικαί τελεταί, μυστική λατρεία, τελούμενη αποκλειστικώς υπό των μυημένων εις την μυστικήν λατρείαν της Δήμητρος εν Ελευσίνι. Την ετυμολογία της λέξεως την βρίσκουμε στη λέξη Έργον, δηλαδή από την ΕΡΓΑΣΙΑΝ