Βλάσης Ρασσιάς
Οικονομολόγος, Συγγραφέας
Ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός» έχει επικρατήσει, εκεί που έχει επικρατήσει, με κύριο εργαλείο του την ομολογουμένως υπεραποδοτική διαχείριση του ανθρώπινου φόβου.
Εκείνο που κατεξοχήν φοβούνται οι αφιλοσόφητοι άνθρωποι είναι η «απώλεια», η «ανυπαρξία» και όλοι οι ανάλογοι όροι που ωστόσο σε συμπαντικό επίπεδο στερούνται νοήματος, αφού τίποτε μέσα στο Είναι δεν μπορεί να «απωλεσθεί».
Καμία απολύτως «απώλεια» δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μέσα σε ένα δεδομένο και άφθαρτο σύνολο, το οποίο απλώς φιλοξενεί μέσα του μία ατελείωτη αλλαγή μορφών και καταστάσεων.
Ο αφιλοσόφητος άνθρωπος στην πραγματικότητα αγωνιά για το εάν ή όχι θα απωλέσει το πρόσκαιρο όσο και ασήμαντο «εγώ» του.
Ως συνέπεια αυτού, νοιώθει ανασφαλής και αναδιπλώνεται ακόμα περισσότερο προς την εξατομικευμένη προσωπικότητα, προσπαθώντας να «οχυρωθεί» πίσω από το αυθαίρετο σύμπλεγμα χαρακτηριστικών προσωπικότητας που εκλαμβάνει λανθασμένα ως εαυτό.
Ενισχυτικός σε αυτού του είδους τις «οχυρώσεις» είναι ο Χριστιανισμός, μία Θρησκεία που προσανατολίζει τον πιστό να «σώσει» αποκλειστικά την «δική του» ψυχή (1).
Όλη αυτή όμως η κολοσσιαία αγωνία για μια μεταθανάτια ζωή θα φάνταζε όχι μόνον παράλογη αλλά και αρρωστημένη στα μάτια ενός αρχαίου Έλληνα, όσο τουλάχιστον παράλογη αλλά και αρρωστημένη φαντάζει και στα μάτια ενός σύγχρονου εθνικού: το ερώτημα περί αθανασίας ή όχι της ψυχής, δηλαδή της αόρατης αρχικής αιτίας των βιοφυσιολογικών εκδηλώσεων, απαντάται δίχως δισταγμό καταφατικά, όπως ακριβώς απαντάται το ερώτημα περί αθανασίας κάθε υλικής υπόστασης (από το ρήμα «υφίστημι») ενός άναρχου και ατελεύτητου υλικού Όλου.
Η ψυχή είναι αθάνατη, αλλά και μη προσωπική και, κυρίως, δεν υπάρχει περί αυτής καμία απολύτως εκκρεμότητα για το εάν ή όχι θα… «σωθεί».
Σε όλες τις ελληνικές οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές, εκείνο που έχει γίνει εμφανές στο επίπεδο της γήϊνης ζωής, δίνοντας την ζωή και την κίνηση στις θνητές υπάρξεις, μετά τον βιολογικό θάνατό τους περνάει στην αφάνεια, όπως το έχει όμορφα διατυπώσει ο Παρμενίδης (2), επιστρέφοντας στα Αθάνατα.
Σε αυτό εξαντλεί το ενδιαφέρον της για τα «μετά θάνατον» πράγματα η Ελληνική Εθνική Θρησκεία, η οποία, αντίθετα από τους διαχειριστές των φοβιών των ανθρώπων, ασχολείται πρωτίστως με, και φυσικά τιμά, την ζωή.
Η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του εκεί που ανήκει, δηλαδή στο Αιώνιο, το Τέλειο, το Μακάριο, το Φωτεινό.
Δίχως περιφράσεις, ο θείος Ηράκλειτος το έχει πει σε όλους όσους έχουν την δυνατότητα να κατανοούν έναν στοιχειωδώς πυκνό λόγο: «ΑΘΑΝΑΤΟΙ ΘΝΗΤΟΙ, ΘΝΗΤΟΙ ΑΘΑΝΑΤΟΙ, ΖΩΝΤΕΣ ΤΟΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΤΟΝ ΔΕ ΕΚΕΙΝΩΝ ΒΙΟΝ ΤΕΘΕΝΩΤΕΣ».
Που πάει να πει ότι το Θείο περιοδικώς «ανασταίνεται» με τον θάνατο των θνητών όντων και «πεθαίνει» κάθε φορά που κατέρχεται σε αυτά για να εμψυχώσει την βιοφυσιολογική ύπαρξή τους.
Σε αρκετούς που δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, υπάρχει η εσφαλμένη εντύπωση ότι οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές των εθνικών Ελλήνων (λ.χ. η κυρίαρχη των Υλοζωϊστών και οι διαφοροποιημένες πυθαγοροπλατωνική και ατομική) είχαν αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις για την μετά τον βιολογικό θάνατο των θνητών πορεία της ψυχής.
Τουναντίον, καμία τους δεν υποβίβασε την ψυχή σε κεντρική φιγούρα μίας ηθικοθρησκευτικής εσχατολογίας και καμία τους δεν απαξίωσε την παρούσα, απτή και πραγματική ζωή των θνητών όντων προς χάριν ενός «μεταθανάτιου» ονειροπολήματος ή κανονικού εκφοβισμού.
Στους Έλληνες, όπως προείπαμε, η μη προσωπική ουσία του θνητού ανθρώπου, επιστρέφει μετά το βιολογικό τέλος του στους κόσμους των Θεών.
Σε αρκετά σημεία του υπέροχου εκείνου κειμένου του «Τα ες Εαυτόν», ο εστεμμένος φιλόσοφος Μάρκος Αυρήλιος τονίζει αυτή την στενότατη αλλά άγνωστη για τους αφιλοσόφητους συγγένεια:
«να έχεις ασφαλή τον εσωτερικό σου δαίμονα από προσβολή και βλάβη… o Θεός που είναι μέσα σου να κυβερνά αληθινόν άνδρα, ηλικιωμένο, με διάνοια πολίτου, άρχοντα που έχει τακτοποιημένα τα δικά του και θέση πολεμιστή, που περιμένει έτοιμος το σύνθημα της αποχωρήσεως και ούτε όρκους χρειάζεται ούτε μαρτυρίες άλλων…. αν εκτελείς εκείνα που απαιτεί η κάθε στιγμή, ακολουθώντας τον ορθό λόγο με επιμέλεια, με θάρρος και καλή θέληση και χωρίς πάρεργα, τότε κρατείς τον δαίμονα του εαυτού σου διαρκώς αγνό, ωσάν να επρόκειτο άμεσα να τον επιστρέψεις… την ύπαρξή σου έλαβες ως μέρος ενός συνόλου. Θα εξαφανισθείς αργότερα μέσα σ’ εκείνο που σε γέννησε. Ή μάλλον θα μεταβληθείς και θ’ αναληφθείς στον Λόγο που σε δημιούργησε… Δεν είναι κακό ότι τα πράγματα μεταβάλλονται ούτε καλό ότι κάποια αποκτούν ύπαρξη από την μεταβολή…»
Πριν αναφερθούμε στην πλατωνική εικόνα για την αθανασία της ψυχής, θα ανοίξουμε εδώ μία σύντομη παρένθεση για ένα ακόμη λάθος που διαπράττουν όσοι δεν έχουν ασχοληθεί σε βάθος με την Ελληνική Κοσμοαντίληψη, και συγκεκριμένα για την αντίληψη της εικόνας του βασιλείου του Άδου όπως αυτό περιγράφεται στα ομηρικά έπη, αλλά και σε έργα της κλασικής εποχής, ως «παρόμοιου» με το ασαφές επέκεινα στο οποίο υποτίθεται, κατά τους χριστιανούς, ότι «ζουν» οι προσωπικές ψυχές των δικών τους νεκρών.
Η εικόνα όμως του βασιλείου του Άδου είναι χρονικά παράλληλη με τις οντολογικές – φιλοσοφικές αντιλήψεις που με σαφήνεια τηρούν απόσταση από την αυταπάτη περί προσωπικών ψυχών.
Αυτό που ζει στον Άδη δεν είναι η πραγματική ψυχή των τεθνεώτων, αλλά η «σκιά» της βιογραφίας τους, μία αποθήκευση τον «σκληρό δίσκο» του αιώνιου Όντως Όντος, που υπάρχει μόνον στο μέτρο που κάποιος θα έλθει να κάνει ένα «διπλό κλικ» επάνω της. Με μνημόνευση, με απόδοση τιμών, με τελετή…
Όπως έχει επισημάνει ο Ζαν Πιέρ Βερνάν, η αθανασία της ψυχής που απασχολεί τον Πλάτωνα, και εν γένει την πυθαγοροπλατωνική γραμμή θα συμπληρώναμε εμείς, δεν είναι παρά η αθανασία του ανώτερου τόπου της ψυχής, ως ενός αποσπάσματος της θεότητας, απαράλλακτα, έστω κι αν ο ανυποψίαστος αναγνώστης εκπλήσσεται, με τον «δαίμονα εαυτού» των, υλοζωϊστών στην βάση τους, Στωϊκών.
Δεν πρόκειται για εξατομικευμένη αθανασία, για την αθανασία κάποιου περαστικού «εγώ», αλλά για την αθανασία του πραγματικού εαυτού ως αποσπάσματος της θεότητας.
Ο ίδιος ο Πλάτων δηλώνει ότι οι ψυχές που διατηρούν δεσμούς με το σωματικό «εγώ» καταντούν φαντάσματα, και ο Βερνάν το επεξηγεί αρκετά γλαφυρά με τα ακόλουθα λόγια:
«αυτές οι ψυχές… έμειναν υπερβολικά προσωπικές, υπερβολικά εξατομικευμένες και παράλληλα σωματοποιημένες. Συνεπώς, δεν μπορούν να σμίξουν με τα άστρα με τα οποία συγγενεύουν. Με άλλα λόγια, έργο της ψυχής δεν είναι να εκφράζει την ιδιαιτερότητα του καθενός από εμάς, αλλ’ αντίθετα να φροντίζει ώστε η ιδιαιτερότητα αυτή κάποια στιγμή να ξεπερνιέται, ώστε ο καθένας μας, στο τέρμα μιας καθαρής ζωής, να παραδίνεται σε ολόκληρο τον κόσμο και στο Θείον» (3).
Οι διάφορες οντολογικές – φιλοσοφικές σχολές μας λοιπόν συγκλίνουν στο ότι αυτό που ακολουθεί τον βιολογικό θάνατο είναι η ένωση του προσκαιροποιημένου αιώνιου με την πηγή του, όπως και τα σωματικά συστατικά κάνουν την δική τους επιστροφή στην κοινή ουσία που τροφοδοτεί τις επόμενες σωματικές πυκνώσεις που θα αναδείξουν νέα θνητά όντα.
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι στην Ελληνική Εθνική Θρησκεία δεν υπάρχει χώρος για διαχειριστές του φόβου, αφού στο σχήμα που αυτή πρεσβεύει για τον κύκλο ζωή – θάνατος – ζωή δεν υπάρχει τίποτε απολύτως για να φοβηθεί κανείς.
Εκτός αν κάποιοι έχουν φθάσει σε τέτοιο βαθμό πνευματικής διάλυσης που να κυριεύονται από φόβο στην ιδέα ενός ανθρώπου που είναι συγγενής των Θεών και ενός Όλου που δεν χωράει κανέναν υπερκείμενο δικτάτορα, λογιστή ή δεσμοφύλακα.
(1) Αναλυτικά αυτή η διαδικασία περιγράφεται στο «Σημειώσεις επάνω στον Φόβο και την Αφοβία / Notizen über die Angst und die Angstlosigkeit» του γράφοντος, εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2006
(2) «ΚΑΙ ΤΑ ΨΥΧΑΣ ΠΕΜΠΕΙΝ (Η ΔΑΙΜΩΝ Η ΠΑΝΤΑ ΚΥΒΕΡΝΑ) ΠΟΤΕ ΜΕΝ ΕΚ ΤΟΥ ΕΜΦΑΝΟΥΣ ΕΙΣ ΤΟ ΑΕΙΔΕΣ, ΠΟΤΕ ΔΕ ΑΝΑΠΑΛΙΝ».
(3) Στο «Οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και εμείς. Η επικαιρότητα του Αρχαίου Κόσμου», εκδόσεις «Αλεξάνδρεια», Αθήνα, 1992, σελ. 133
Πηγή