Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2024

ΕΛΛΑΣ: Πίνακας – Ο Ήφαιστος παραδίδει στην Θέτιδα την Ασπίδα του Αχιλλέα


Μολονότι δεν μπορούμε να πούμε πότε άρχισαν οι άνθρωποι να στοχάζονται φιλοσοφικά πάνω στις τέχνες, διαθέτουμε μερικά στοιχεία για τα στάδια πού πρέπει να προηγήθηκαν από την εμφάνιση της αισθητικής με την πλήρη σημασία του όρου. Πρώτ’ άπ’ όλα, θα πρέπει να έχει γίνει, έστω και πολύ αόριστα, η διάκριση των έργων τέχνης από τα υπόλοιπα πράγματα. Η γενική έννοια «τέχνη» μπορεί να διαμορφώθηκε αργότερα, αλλά οι άνθρωποι θα πρέπει να δέχονταν ήδη σ’ εκείνο το πρώτο στάδιο ότι, λ.χ., οι μύθοι, τα τραγούδια ή οι χοροί ανήκαν σε ειδικές κατηγορίες, εξαιτίας των γνωρισμάτων τους ή κάποιας ιδιαίτερης αξίας τους, και αυτό σημαίνει ότι, τουλάχιστον σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αντικείμενα τέχνης θα πρέπει να αντιμετωπίζονταν —να περιγράφονταν και να αξιολογούνταν— σύμφωνα με ορισμένους τρόπους. Έπειτα, ο φιλοσοφικά στοχαστικός άνθρωπος ο οποίος αναζητεί αντικείμενα πού να κεντρίζουν τη σκέψη του, θα μπορούσε να βρει μία σειρά αποφαινόμενα πού του προκαλούν θεμελιακές απορίες — και θα μπορούσε να αρχίσει να διατυπώνει προτάσεις (τόσο για τα ίδια τα έργα, όσο και για άλλες προτάσεις σχετικές με αυτά) οι οποίες, χάρη στη γενικότητα και τη διεισδυτικότητά τους, θα μπορούσαν να θεωρηθούν γνήσια φιλοσοφικές.

Προτού εμφανισθεί η αισθητική σε μία συγκεκριμένη κουλτούρα δεν είναι απαραίτητο να ξεχωρίζει αυτή η κουλτούρα ορισμένα αντικείμενα ως εξειδικευμένα αισθητικά αντικείμενα — ως αντικείμενα δηλαδή πού συνδέονται αποκλειστικά και μόνο μ’ αυτό το ενδιαφέρον. θα πρέπει όμως να υπάρχει τουλάχιστον κάτι σαν αισθητικό ενδιαφέρον πού στρέφεται προς μερικά αντικείμενα και όχι προς άλλα. και χωρίς αμφιβολία η φιλοσοφία της τέχνης προϋποθέτει, ότι ο άνθρωπος έκανε από πολύ νωρίς μία προσπάθεια να ξεδιαλύνει και να διευκρινίσει τη φύση αυτού του ενδιαφέροντος, ρωτώντας τι είναι αυτό πού κάνει μερικά αντικείμενα να είναι πολύτιμα μ’ αυτό τον ιδιόμορφο τρόπο και άλλα να μην εύνοα -πολύτιμα.

Είναι αμφίβολο αν οι αρχαίοι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να αποκτήσουν συνείδηση της Αισθητικής ως αισθητικής, τουλάχιστον σε βαθμό πού να επιτρέπει, τον φιλοσοφικό στοχασμό. Αυτό μάλιστα αμφισβητείται έντονα από μία αυθεντία, τον Ε. BaldWin Smith, πού θεωρεί ότι είναι «δύσκολο να φανταστεί» κανείς ότι οι Αιγύπτιοι «είχαν κάποια αισθητική στάση απέναντι στην τέχνη» — «όλες οι ενδείξεις φανερώνουν ότι οι Αιγύπτιοι, ελάχιστα ενδιαφέρονταν για την αισθητική έλξη των καλλιτεχνικών δημιουργημάτων τους» . Εμείς, πού τόσο συγκινούμαστε από τις αφηρημένες ιερατικές ιδιότητες της γλυπτικής και των ανάγλυφων, ίσως να δυσκολευόμαστε να φανταστούμε ότι δεν αντιδρούσαν σ’ αυτές όπως εμείς, άλλα ο καθηγητής Σμίθ παράταξε μερικά ενδιαφέροντα επιχειρήματα. Μολονότι οι Αιγύπτιοι, εκτιμούσαν την καλλιτεχνική δεξιοτεχνία και τα λουλούδια, τα γλυπτά και οι ζωγραφιές τους σπάνια ήταν τοποθετημένα έτσι, ώστε να ευνοούν το θεατή· στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κρυμμένα στο σκοτάδι των τάφων. Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. έδωσαν κύρος στο επάγγελμα του αρχιτέκτονα· ωστόσο στις δεκάδες χιλιάδες επιγραφές όπου εγκωμιάζονται αυτοί οι αριστοτέχνες από τούς ίδιους τούς εαυτούς τους ή από άλλους, δεν μνημονεύεται ποτέ η ομορφιά των έργων τους αλλά μόνο η δύναμη και η αντοχή ή ο πλούτος και η αφθονία του μετάλλου, οι ογκώδεις στήλες τους, πού ήταν διακοσμημένες με κομψές ανάγλυφές παραστάσεις, υποδηλώνουν αδιαφορία προς την αισθητική δυσκολία να συνδυαστούν αυτά τα γνωρίσματα και αποκαλύπτουν ένα κυρίαρχο ενδιαφέρον για τον όγκο και το μέγεθος ως εχέγγυα ανθεκτικότητάς — ένα ενδιαφέρον για την κατασκευή αιώνιων μνημείων τού βασιλικού) πλούτου και της συγγένειας των βασιλιάδων με τούς θεούς.

«Όταν χρησιμοποιούν τη λέξη νεφέρ» λέει ο Σμίθ, «ή άλλες λέξεις όπως ‘ν ως επίθετο και αυτό μεταφράζεται 'καλός’, 'κομψός’, 'ωραίος’ πρέπει να εξετάζουμε την έννοια με την οποία οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν ένα πράγμα ωραίο... Συνήθως η έννοια αυτή, όταν εφαρμόζεται στην αρχιτεκτονική, έχει τη σημασία του 'εκλεκτός’ όσον άφορα την ποιότητα του υλικού και την επιμέλεια της κατασκευή». Η λέξη «συνήθως» χρησιμοποιήθηκε από ενδεδειγμένη επιφυλακτικότητα, αλλά η γενική κατεύθυνση του αιγυπτιακού πολιτισμού είναι αρκετά φανερή, οι Αιγύπτιοι φαίνεται ότι δεν ξεχώριζαν την αντίδρασή τους προς την τέχνη από τη στάση τους απέναντι στη θρησκεία και την πολιτική. Κατά συνέπεια, δεν φαίνεται να είχαν επίγνωση του ότι η τέχνη παρουσιάζει ειδικά προβλήματα. Φαίνεται πάντως ότι. Δεν ήταν και πολύ φιλοσοφικός λαός. Η φιλοσοφία δεν είχε απαλλαγεί από την κυριαρχία της θρησκείας· γι αυτό από όσα διασώθηκαν, ελάχιστα μπορούν να χαρακτηριστούν φιλοσοφία της τέχνης -—ακόμη και στην τόσο όψιμη εποχή στην οποία ανήκει η επιγραφή πού ονομάστηκε «μεμφιτική θεολογία», δηλαδή γύρω στα 700 π.Χ.— και τίποτα πού να μπορεί να χαρακτηρισθεί φιλοσοφία της τέχνης.

Οι Έλληνες, από την άλλη μεριά, πέτυχαν αυτή τη διάκριση, αν και όχι τόσο ξεκάθαρα, όσο γίνεται στους νεότερους χρόνους, δεν μπορούμε να πούμε πότε ακριβώς άρχισαν να θεωρούν ότι η τέχνη θέτει φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά μπορούμε να μαντέψουμε μερικά από τα πρώτα βήματα, ο Bosanquet, στο έργο του History of Aesthetic [Ιστορία της Αισθητίκης], παραθέτει ένα ομηρικό χωρίο ως «μία από τις αρχαιότερες αισθητικές κρίσεις πού υπάρχουν στη δυτική γραμματολογία». Όπως μας λέει ο ομηρικός αφηγητής, πάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα, πού είχε κατασκευασθεί από τον Ήφαιστο, «η γη φαινόταν μαύρη πίσω από τα αλέτρι και όμοια με το οργωμένο χώμα, μολονότι [η ασπίδα] ήταν καμωμένη από χρυσάφι· και αυτό ήταν ένα θαυμαστό δημιούργημα», οι σημερινοί αισθητικοί θα μπορούσαν να αρχίσουν μία ενδιαφέρουσα συζήτηση για το αν η παραπάνω φράση αποτελεί πραγματική αισθητική κρίση: αν δηλαδή θα έπρεπε να τη θεωρήσουμε ως απλή έκφραση θαυμασμού για την ακρίβεια της αναπαράστασης, δηλαδή για ένα μιμητικό άθλο — ή αν πρόκειται για μία γνήσια αισθητική αντίδραση πού οφείλεται στο ότι η σκοτεινόχρωμη παχιά γη έχει ενσωματωθεί πλαστικά και ενισχυθεί ώστε να αναδεικνύει τα χρυσά αλέτρια, ανεξάρτητα από τα όσα θα μπορούσε να σημαίνει αυτό για έναν Αχαιό πολεμιστή πού βρίσκεται μακριά από το πάτριο έδαφός του. Αλλά η ομηρική αναφώνηση —«ήταν ένα θαυμαστό δημιούργημα!»— αποτελεί οπωσδήποτε μία παρατήρηση πού μπορεί να γεννήσει αισθητικά ερωτήματά, από τη στιγμή πού θα αρχίσουν να γίνονται αισθητά στον δυτικό κόσμο τα πρώτα αυθεντικά και αναμφισβήτητα σκιρτήματα φιλοσοφικού στοχασμού.

Πρώτον, θέτει βαθιά ερωτήματα για το φαινομενικό και το πραγματικό, για τη σχέση ανάμεσα στην εικόνα και το αναπαριστώμενο. Γιατί μία ζωγραφιά μοιάζει κάπως με εκείνες τις άλλες εικόνες —όνειρα και ψευδαισθήσεις— πού θέτουν φιλοσοφικά προβλήματα σχετικά με τη βασιμότητα τού ισχυρισμού μας ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο μέσω των αισθήσεων, δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε σε ποιόν ακριβώς βαθμό οι στοχαστές τού 5ου αιώνα συνδέουν τις απορίες για την εικονογραφική αναπαράσταση με απορίες για τη γνώση, αλλά φαίνεται ότι ο στοχασμός για τη φύση της μίμησης ήταν μέρος μιας γενικότερης ανάπτυξης της συνείδησης των προβλημάτων πού δημιουργεί η διάκριση ανάμεσα στο φαινομενικό και το πραγματικό, ο όρος «μίμησις» και οι συγγενικοί όροι πού επρόκειτο να έχουν τόσο σημαντική ιστορία, εμφανίσθηκαν κατά τον 5ο αιώνα και χρησιμοποιούνται για τη μουσική απομίμηση άλλων ήχων, για τη μίμηση των φωνών και των πράξεων διαφόρων ανθρώπων στο δράμα και (στον Ηρόδοτο) για τα αιγυπτιακά ξύλινα αγάλματα των νεκρών. Ούτε η λέξη «εικών» (ομοιότητα) χρησιμοποιήθηκε πριν από τον 5ο αιώνα, αν και συμπεραίνεται η ύπαρξη ενός παλαιότερου συνωνύμου της από το γεγονός ότι οι επιγραφές πού υπάρχουν σε γλυπτά του 6ου αιώνα αναφέρουν τα ονόματά σε γενική πτώση («Αίαντος»), και αυτό υποδηλώνει ελλειπτική έκφραση. Υπάρχει ένα απόσπασμα· από ένα πρώιμο σατιρικό έργο του Αισχύλου, στο οποίο τα μέλη του χορού πλησιάζουν ένα ναό τού Ποσειδώνα κρατώντας εικόνες του εαυτού τους και με φωνές εκδηλώνουν το θαυμασμό τους για τη μεγάλη αληθοφάνεια αυτών των εικόνων. Στο περίφημο απόσπασμα του Δημοκρίτου (πού γεννήθηκε γύρω στο 460 π.Χ.), «Πρέπει να είναι κανείς καλός ή να προσποιείται ότι είναι καλός», η λέξη πού χρησιμοποιείται είναι "μιμείσθαι", ο Δημόκριτος ήταν ο πρώτος φιλόσοφος πού επεξεργάσθηκε μία πλήρη θεωρία της σχετικότητας και της υποκειμενικότητας των δευτερογενών ποιοτήτων τις οποίες αντιδιέστειλε από τις ιδιότητες των [φυσικών]] ατόμων — αν και πριν άπ’ αυτόν ο Παρμενίδης (γύρω στο 500 π.Χ.) είχε τιτλοφορήσει τα δύο μέρη του μεγάλου ποιήματός του «Για την Αλήθεια» και «Για το φαίνεσθαι» (ή Γνώμη).


Ιστορία των Αισθητικών Θεωριών
Monroe C Beardsley
Πίνακας – Ο Ήφαιστος παραδίδει στην Θέτιδα την Ασπίδα του Αχιλλέα / Maerten van Heemskerck, 1536