Η ορφική θρησκεία ήταν ένα ακόμη παρακλάδι στην αρχαία ελληνική θρησκευτική ζωή που εμφανίστηκε λίγο μετά ή παράλληλα με τη διονυσιακή λατρεία την οποία ανταγωνίστηκε. Ως θεμελιωτής της φέρεται ο Ορφέας ο οποίος ως πρώτη αρχή διακήρυξε την αποχή από αιματηρές θυσίες αλλά και την κρεατοφαγία. Δηλαδή εντελώς το αντίθετο από όσα πρέσβευε η διονυσιακή λατρεία. Η ωμοφαγία ειδικά ήταν αμάρτημα μεγάλο για τους ορφικούς.
Οι ορφικοί είχαν δικό τους βιβλίο με τον «ιερό λόγο» όπου περιγραφόταν ο θάνατος του Διονύσου-Ζαγρέα. Στο βιβλίο αυτό στηριζόταν οι τελετουργίες τους. Εκείνος που οργάνωσε τις τελετές φέρεται ως ο ίδιος ο Ορφέας και κατ΄άλλους ο Ονομάκριτος που ζούσε την εποχή των Πεισιστρατιδών στην Αθήνα. Το ιερό βιβλίο των ορφικών αναφερόταν στον Ζαγρέα, ως θεό του Κάτω Κόσμου, γιο του Δία και της Περσεφόνης, που γεννήθηκε στην Κρήτη και ανατράφηκε από τους Κουρήτες όπως ο Ζευς.
Οι Τιτάνες θέλησαν να σκοτώσουν το Ζαγρέα και κατάφεραν τελικά να τον κατασπαράξουν. Από το σώμα του η Αθηνά έσωσε μόνο την καρδιά. Ο Δίας τότε σκότωσε τους Τιτάνες. Οι ορφικοί πίστευαν πως από τις στάχτες των τιτάνων δημιουργήθηκαν οι πρώτοι άνθρωποι οι οποίοι έτσι κληρονόμησαν την κακή ή τιτανική φύση (το σώμα) και την αγαθή ή θεία (την ψυχή), γιατί οι τιτάνες είχαν φάει τον Διόνυσο-Ζαγρέα.
Κάπου εδώ διαφαίνεται η διαφορά με τους Βακχικούς. Οι οπαδοί των βακχικών οργίων πίστευαν πως με την ωμοφαγία γίνονταν «ένθεοι», αποκτουσαν δηλαδή τη μακαριότητα που χάριζε η παρουσία του θεού μέσα τους. Οι ορφικοί, αντίθετα, κατέταξαν το φόνο του θεού και το φάγωμά του από τους ανθρώπους στα μεγάλα αμαρτήματα. Έτσι άρχισε η αντιπαλότητα μεταξύ των δυο θρησκευτικών αυτών ομάδων που παρέμεινε μεγάλη ώς το τέλος της αρχαιότητας.
Ένας από τους μύθους για το θάνατο του Ορφέα αποδίδει το θάνατο σε εκδίκηση του Διόνυσου, ο οποίος έστειλε τις βάκχες και τον σκότωσαν, γιατί τιμούσε περισσότερο τον Απόλλωνα κι όχι το Διόνυσο, αν και δοξάστηκε από τις σχετικές με το Διόνυσο τελετές που ίδρυσε.
Η ορφική θρησκεία βρισκόταν εγγύτερα με τις δοξασίες και διδασκαλίες του δελφικού/απολλώνιου μαντείου/ιερατείου γιατί σε αντίθεση με τη διονυσιακή υπήρχε μεγάλη προσήλωση στους καθαρμούς, αλλά λόγω της στενής σχέση Απόλλωνα και Ορφέα με τη μουσική που εξευγενίζει τα ήθη, ακόμα και από την αγάπη και των δυο προς το μέτρο και τη σωφροσύνη που αντιμάχεται την ξέφρενη λατρεία των Βακχών.
Για τους ορφικούς η ψυχή ήταν κάτι θαυμαστό και υπερκόσμιο. Άξιζε πολύ περισσότερο από το σώμα και έπρεπε κάθε άνθρωπος να την ενισχύει δαμάζοντας την τιτανική του φύση (δηλαδή τις ορέξεις του σώματος). Κατά τη μυστική τους διδασκαλία η ψυχή βρίσκεται φυλακισμένη ή «ενταφιασμένη» στο σώμα. Η έκφραση «τὸ σῶμα σῆμά ἐστι τῆς ψυχῆς» αποδίδεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα στους ορφικούς.
Αυτό οδηγεί στη σκέψη πως η ψυχή θα μπορούσε να ζήσει αληθινά μόνο μετά το θάνατο του σώματος. Για πρώτη φορά γίνεται τόσο σαφής έξαρση του πνευματικού στοιχείου εις βάρος του υλικού και πρώτη φορά αντικρίζεται με νέα διάθεση η τύχη του ανθρώπου μετά το θάνατο. Μέχρι τότε, η επίσημη ολυμπιακή θρησκεία είχε την ψυχή ως μια σκιά που κατέβαινε στον Άδη, χωρίς προοπτική για κάτι ιδιαίτερο μετά το θάνατο. Στην επίσημη θρησκεία των Ολύμπιων η ψυχή του πεθαμένου βρίσκεται αιώνια σ᾿ έναν «ἀτερπῆ» χώρο (Οδύσσ. λ 94). Γι’αυτό ο Αχιλλέας φέρεται να προτιμάει να ζει πάνω στη γη σαν εργάτης στο χωράφι ενός φτωχού αγρότη παρά να βρίσκεται νεκρός ακόμη και σαν βασιλιάς μεταξύ νεκρών (Οδύσσεια, λ 489 – 491).
Η ζωή σε αυτόν τον κόσμο ήταν για τους ορφικούς και είδος δοκιμασίας για την εξασφάλιση της καλύτερης αιώνιας μοίρας μετά το θάνατο. Ο κάθε άνθρωπος έπρεπε να υποβάλλεται σε μια «άσκηση», η οποία περιόριζε τις επιθυμίες του σώματος. Έπρεπε να απέχει από κρέατα και από ορισμένα άλλα τρόφιμα που ορίζονταν στα ιερά βιβλία της ορφικής θρησκείας.
Οι ορφικοί απέφευγαν επίσης τις αιματηρές θυσίες προς τους θεούς. Για να είναι κάθε στιγμή άμεμπτοι, υποβάλλονταν σε πλήθος θρησκευτικών καθαρμών που εκτελούσαν οι Ορφεοτελεστές.
Οι ορφεοτελεστές όμως ήδη από τον 5ον αιώνα πΚΕ είχαν αρχίσει να διασύρουν την ορφική θρησκεία, γιατί οι περισσότεροι ήταν φτωχοί αγύρτες που αναζητούσαν σπίτια πλουσίων θρησκολήπτων για να υποβάλουν τα μέλη τους σε καθαρμούς. Ισχυρίζονταν πως μπορούσαν έναντι αμοιβής να απαλλάξουν από καταδέσμους (μάγια) και τα πεθαμένα μέλη των οικογενειών, ώστε η ψυχή τους να μην υποφέρει στον Άδη, και ότι μπορούσαν δήθεν και να βλάψουν με δικούς τους μαγικούς καταδέσμους τους ζωντανούς εχθρούς του οικοδεσπότη τους. Στα ύστερα χρόνια της αρχαιότητας η δεισιδαιμονία τροφοδοτούσε τους εξαχρειωμένους αυτούς «ιερουργούς» της ορφικής θρησκείας. Στα χωριά, αλλά και στις πόλεις υπήρχαν τότε πολλοί που ένιωθαν την ανάγκη να καταφεύγουν συχνά στους ορφεοτελεστές για να απαλλάσσονται από τις εκάστοτε καινούργιες αμαρτίες τους. Κάποια από αυτά αναφέρονται από το Δημοσθένη (Περί του στεφάνου 259).
Τα ιερά βιβλία των ορφικών προέβλεπαν και τιμωρίες των αμύητων και αμοιβές των μυημένων στον Άδη. Ο Πλάτων τα αναφέρει στην Πολιτεία (363 – 364). Εκεί επιφυλάσσονται τιμωρίες για «αδίκους» και «ανοσίους» και αμοιβές για «δικαίους και οσίους».
Στα αρχαϊκά χρόνια πολλοί διάβαζαν τις λεγόμενες «Εις ΄Αδου καταβάσεις», από τις οποίες μια τουλάχιστον αποδιδόταν στον Ορφέα. Μνημόνευε ευσεβείς μέσα σε λειμώνες (Διόδ. 1, 96, 5) και τιμωρίες ασεβών. Πολλοί γοητεύονταν από αναγνώσματα του είδους αυτού: από τη Νέκυια της Οδύσσειας είναι γνωστή η συγκίνηση του Οδυσσέα, όταν αυτός συνάντησε και μίλησε με τη μητέρα του που είχε πεθάνει κατά την απουσία του, καθώς και η συγκίνησή του όταν συνάντησε ήρωες και συμπολεμιστές του που επίσης ήταν πεθαμένοι (ιδίως τον Αγαμέμνονα και τον Αχιλλέα). Ιδιαίτερα συναρπαστικοί ήταν οι κίνδυνοι που αντιμετώπιζαν οι ήρωες της «Καταβάσεως», καθώς διέσχιζαν τα θλιβερά μονοπάτια του Άδη και συναντούσαν κακόβουλους δαίμονες του σκότους σαν τον Ευρύνομο που είχε παραστήσει στη Νέκυιά του ο Πολύγνωτος να τρίζει τα δόντια του και να τρώει τις σάρκες των νεκρών (Παυσ. 10, 28, 7). Η σύνθεση αυτή του Πολύγνωτου που στόλιζε την εσωτερική όψη των τοίχων της δελφικής λέσχης των Κνιδίων είναι μια από τις μνημειακές απεικονίσεις του κάτω κόσμου βασισμένη στην περιγραφή του Παυσανία (10, 28, 1 – 33, 12). Οι αγγειογράφοι προτιμούσαν στη μέση της σύνθεσής τους να παριστάνουν το παλάτι του υποχθόνιου βασιλείου και το βασιλικό ζεύγος μέσα σ' αυτό• πολύ κοντά απεικόνιζαν τον Ορφέα να παίζει τη λύρα και ταυτόχρονα να τραγουδά, ενώ απέναντι φαινόταν ένας από τους δικαστές του Άδη (ο Αιακός) και μπροστά ο τρικέφαλος Κέρβερος απαγόμενος από τον Ηρακλή, τον οποίο οδηγούσε ο Ερμής. Παρίσταναν και μερικούς ήρωες και ηρωίδες, καθώς και μεγάλους αμαρτωλούς, ιδίως το Σίσυφο.
Στην κάτω Ιταλία και στη Σικελία αλλά και σε πολλά μέρη της Ελλάδας, όπου υπήρχαν ορφικοί ή οπαδοί συγγενικών με αυτούς μυστικών αιρέσεων, οι νεκροί εφοδιάζονταν με ενεπίγραφα χρυσά ελάσματα, όπου παρέχονταν οδηγίες για την πορεία τους προς τον Άδη, ιδίως προς τους «λειμῶνας τῶν εὐσεβῶν». Τα χρυσά αυτά ελάσματα, καθώς και οι «Εις ΄Αδου καταβάσεις» και ο ακούραστος πόλεμος κατά των ορέξεων του σώματος και η «άσκηση» και οι καθαρμοί, δεν αφήνουν αμφιβολία πως οι ορφικοί, περισσότερο από καθετί άλλο, ανησυχούσαν για το υπερπέραν και για την εκεί τύχη τους.
-------------
Εικόνα: Η απεικόνιση του κάτω κόσμου από τον Πολύγνωτο στη δελφική λέσχη των Κνιδίων, λίγο πριν το 450 π.Κ.Ε (η λέσχη είχε χτιστεί μετά τους περσικούς πολέμους).
Αντίθετα με την επικρατέστερη στα μεταχριστιανικά χρόνια γνώμη περί του «΄Αδη» ως τόπου κολασμού των άδικων ανθρώπων, η αρχαία αντίληψη για τον κάτω κόσμο δεν ξεχωρίζει τους δίκαιους από τους άδικους. Στον κοινόν όμως αυτόν τόπο δεν παρέλειπε να αποδίδει σε καθέναν από τους άδικους ή ασεβείς την τιμωρία του. Ανάμεσα στους τιμωρημένους ήταν οι περιφρονητές των μυστηρίων και οι γνωστοί από τους μύθους μεγάλοι αμαρτωλοί του παρελθόντος.
Αναπαράσταση του C. Robert βασισμένη στην περιγραφή
του πίνακα από τον Παυσανία. Σχέδιο του H. Schenck, 1892.