Τρίτη 7 Ιουνίου 2016

Πότε μια θεωρία είναι επιστημονική ;


του Δρ. Διονύση Μεντζενιώτη
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Ζούμε στον αιώνα της Επιστήμης.

Οτιδήποτε το «επιστημονικό» χαίρει μεγάλης εκτιμήσεως.

Οι διαφημίσεις, για παράδειγμα, για να μας πείσουν για την υπεροχή ενός προϊόντος, μας λένε ότι «έχει αποδειχτεί επιστημονικά ότι το απορρυπαντικό Α κάνει το λευκότερο λευκό», ότι «το φάρμακο Β είναι η τελευταία λέξη της επιστήμης για την τριχόπτωση», ότι «το άρωμα Γ αποδεδειγμένα προσελκύει το άλλο φύλο».
Η Θρησκεία προσφεύγει και αυτή στην Επιστήμη για να πείσει για την αλήθεια των λόγων της. Σύμφωνα με μία καταχώριση στις εφημερίδες: «η επιστήμη μας λέει ότι η Βίβλος είναι αποδεδειγμένα αληθής. Ακόμα και οι επιστήμονες την πιστεύουν στις μέρες μας» (Christian Science).
Μέχρι και οι αστρολόγοι, οι χειρομάντες, οι καφετζούδες και διάφοροι «ερευνητές του αγνώστου» και παρατηρητές UFO’s, δανείζονται το κύρος της Επιστήμης με το να προβάλουν τίτλους όπως: «διπλωματούχος-ερευνητής» ή «διδάκτωρ-αστρολόγος».
Αν βέβαια πιστέψει κανείς τις διαφημίσεις για την επιστήμη, θα καταλήξει στο ότι αυτή ασχολείται με προβλήματα όπως οι σκόνες καθαρισμού, τα υφάσματα για blue-jeans, τις προτηγανισμένες πατάτες, ή την σαντιγί σε σπρέι και τις μεθόδους αδυνατίσματος.

Με μια πιο προσεκτική ματιά όμως, θα δούμε – ίσως με έκπληξη για τα ενδιαφέροντα της εποχής μας -, ότι η επιστήμη ασχολείται και με θέματα όπως η βαρύτητα, ο ηλεκτρισμός, οι γαλαξίες, η ανθρώπινη ψυχολογία.

Χωρίς αυτήν δεν θα είχαμε την ευλογία των αεροπορικών επιδρομών με τα Stealth, των πυρηνικών όπλων, της ρύπανσης της ατμόσφαιρας, αλλά ούτε και την μείωση των επιδημιών, τις μεταμοσχεύσεις οργάνων, τα computers, που χαρακτηρίζουν την εποχή μας.

Κύρος και αποτελεσματικότητα (με την έννοια της ανάπτυξης της τεχνολογίας) είναι τα χαρακτηριστικά της επιστήμης για τους περισσότερους ανθρώπους. Από πού πηγάζει όμως αυτό το κύρος; Γιατί έχει η επιστήμη τόση επιτυχία; Μήπως λόγω της μεθόδου που χρησιμοποιεί; Και αν ναι, ποια είναι αυτή η μέθοδος; Τι είναι επιστήμη τέλος πάντων; Και τι είναι αυτό που την ξεχωρίζει από την ψευδο-επιστήμη και την προκατάληψη;

Τα ερωτήματα αυτά δεν είναι σημαντικά μόνο λόγω του ότι οι όροι «επιστήμη» και «επιστημονικό» μας κατακλύζουν. Το πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης έχει επίσης μεγάλη κοινωνική και πολιτική σημασία.

Το 1616 η ηλιοκεντρική θεωρία του Κοπέρνικου καταδικάστηκε από την Καθολική Εκκλησία ως παράλογη, ασεβής και «ψευδό-επιστημονική». Το 1820 η θεωρία αυτή θεωρήθηκε από την Εκκλησία ως «αποδεδειγμένη» και «επιστημονική», και σταμάτησε η δίωξη και οι διωγμοί των υποστηρικτών της, που είχε αρχίσει το 1616.

Το 1949 η Κεντρική Επιτροπή του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ κήρυξε ότι η θεωρία του Μέντελ για την κληρονομικότητα ήταν «ψευδό-επιστημονική» και εκτέλεσε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης τους υποστηρικτές της, όπως τον ακαδημαϊκό Vavilov. Αργότερα, η θεωρία του Μέντελ αποκαταστάθηκε. Διατηρήθηκε όμως το δικαίωμα του Κόμματος να αποφασίζει τι είναι επιστήμη και τι όχι.

Πέρα από αυτά, η αντίληψη περί του τι είναι ή δεν είναι επιστήμη, επηρεάζει, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, την εκάστοτε κρατική επιστημονική πολιτική, με συνέπειες στην προώθηση ή την στασιμότητα της επιστημονικής ή τεχνολογικής έρευνας.

Έτσι, για παράδειγμα, μία εμπειριστική αντίληψη για το τι είναι επιστήμη ευνοεί την τυφλή εμπειρική έρευνα, χωρίς να ενδιαφέρεται για την θεωρητική της θεμελίωση και εμπέδωση. Η Αεροπορία των ΗΠΑ διατηρεί γραφείο υπεύθυνο για την συγκέντρωση και την ανάλυση πληροφοριών για τα UFO’s, που αψηφούν τους γνωστούς νόμους της Φυσικής και είναι γεμάτα με εξωγήινα όντα. Επίσης, πολλά πανεπιστήμια διατηρούν εργαστήρια για την «παραψυχολογική έρευνα», η οποία συγκρούεται με την «επίσημη επιστήμη» και δεν έχει δώσει ούτε ένα νόμο για τα «παραψυχολογικά φαινόμενα».

Μία πραγματιστική, χρησιμοθηρική φιλοσοφία μπορεί να παραγνωρίζει την σπουδαιότητα της βασικής έρευνας και να ενδιαφέρεται μόνο για την λύση συγκεκριμένων προβλημάτων, χωρίς μακροπρόθεσμη επιστημονική προοπτική. Και όπως έλεγε ο Picasso: «Κανείς δεν αγαπά αυτόν που ψάχνει, αλλά όλοι αγαπούν αυτόν που βρίσκει ένα πορτοφόλι».

Ας προχωρήσουμε όμως, για να δούμε μερικές απαντήσεις που δόθηκαν στα παραπάνω ερωτήματα.

Στα κεφάλαια που ακολουθούν θα αναφερθούμε στην απάντηση του θετικισμού για το τι είναι επιστήμη και στο κριτήριο της επαληθευσιμότητας. Θα δούμε την κριτική που άσκησε σε αυτό ο Popper και το κριτήριο της διαψευσιμότητας που διατύπωσε. Επίσης θα δούμε και τις απόψεις των Lakatos, Kuhn, και Feyerabend.

2. ΕΠΑΓΩΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΑΛΗΘΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ

Ασφαλώς, μία κάποια απάντηση στο ερώτημα για το τι είναι επιστήμη και για το τι είναι αυτό που την κάνει να έχει κύρος και να είναι τόσο αποτελεσματική, θα ήταν – όπως στον Μεσαίωνα – η προσφυγή στην αυθεντία του Αριστοτέλη και άλλων αρχαίων συγγραφέων. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται, η λύση αυτή προκαλεί προβλήματα, τουλάχιστον στην όραση. Γνωστός είναι ο μύθος του πειράματος της Πίζας, που έκανε ο Γαλιλαίος.

Για να καταρρίψει την Αριστοτελική διδασκαλία που έλεγε ότι τα βαρύτερα σώματα πέφτουν γρηγορότερα στη γη, ο Γαλιλαίος ανέβηκε στον πύργο της Πίζας με δύο σώματα, το ένα 1 κιλό και το άλλο 10 και τα άφησε ταυτόχρονα να πέσουν στο κενό. Τα δύο σώματα έφτασαν ταυτόχρονα στη γη, αδιαφορώντας για την παράδοση αιώνων.

Οι σύγχρονοι του Γαλιλαίου, σοφοί καθηγητές, αντί να δουν το λάθος του Αριστοτέλη, είπαν ότι τα σώματα δεν έπεσαν ταυτόχρονα, κι όσοι είδαν το αντίθετο, τότε τους γέλασαν τα μάτια τους μια κι ο Αριστοτέλης δεν ανέφερε κάτι τέτοιο.

Προφανώς η προσφυγή στην οποιαδήποτε αυθεντία δεν είναι ικανοποιητική απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Επιπλέον δημιουργούν και άλλα προβλήματα, όπως αυτά που αναφέρθηκαν παραπάνω για την Καθολική Εκκλησία και το ΚΚ της ΕΣΣΔ.

Στον παραπάνω μύθο όμως (μύθο γιατί δεν είναι σίγουρο ότι ο Γαλιλαίος πράγματι έκανε το πείραμα του πύργου της Πίζας) διαφαίνεται μία διαδεδομένη αντίληψη της εποχής μας για το τι είναι επιστήμη.

Είναι η αντίληψη του εμπειρισμού.

Ο Γαλιλαίος (και ο Κέπλερ, που διατύπωσε την ηλιοκεντρική θεωρία του σύμπαντός μας) ήταν οι πρώτοι που ξέφυγαν από την αντίληψη ότι η αληθής γνώση βρίσκεται στην μελέτη των κειμένων των αυθεντιών όπως ο Αριστοτέλης.

Όπως γράφει ο B. Russell:

«Οι Κέπλερ και Γαλιλαίος προχώρησαν από την παρατήρηση μεμονωμένων γεγονότων στην διατύπωση ακριβών ποσοτικών νόμων, που με την βοήθειά τους μπορούσαν να προβλεφθούν μελλοντικά λεπτομερειακά γεγονότα. Αναστάτωσαν βαθιά τους συγχρόνους τους, εν μέρει γιατί τα συμπεράσματά τους έρχονταν σε συνταρακτική αντίθεση προς τις πεποιθήσεις της εποχής, αλλά και εν μέρει γιατί η τυφλή πίστη σε μία αυθεντία επέτρεπε στους σοφούς να περιορίζουν τις έρευνές τους στις βιβλιοθήκες και οι καθηγητές πολύ ταράχτηκαν στην ιδέα ότι θα ήταν αναγκαίο να παρατηρούν τον κόσμο για να μάθουν πως είναι.»[1]

Εδώ ο Russell μας δίνει με χοντρές πινελιές τα χαρακτηριστικά που προσδίδουν στην επιστήμη οι λεγόμενοι Θετικιστές ή Επαγωγιστές φιλόσοφοι (όπως ο John Stuart Mill, ο F. Bacon, ή οι νεώτεροι A. J. Ayer, P. A. Schilpp, R. Carnap, K. Reichenbach, κ.ά.).

Σε πολύ γενικές γραμμές, για τον επαγωγισμό, επιστήμη σημαίνει την βέβαιη και αποδεδειγμένη γνώση. Είναι η μόνη σίγουρη μέθοδος για να φτάσουμε στην απόλυτη βεβαιότητα.

Οι επιστημονικές θεωρίες εξάγονται με κάποιο αυστηρό τρόπο από τα δεδομένα της εμπειρίας. Οι προσωπικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις δεν χωρούν στην επιστήμη. Η επιστήμη είναι αντικειμενική. Η δε επιστημονική γνώση είναι γνώση έγκυρη και βέβαιη διότι είναι γνώση αντικειμενικά αποδεδειγμένη και επαληθευμένη από τον παρατηρητή.

Έτσι λοιπόν, ο επιστήμονας ξεκινά με την παρατήρηση μεμονωμένων γεγονότων. Παραδείγματα παρατηρήσεων εκφράζουν οι προτάσεις:

1. «Στις 12 τα μεσάνυκτα της 1/1/1975 η Αφροδίτη βρισκόταν στην τάδε θέση στον ουρανό».
2. «Όταν αυτό το συγκεκριμένο μεταλλικό ραβδί θερμανθεί, διαστέλλεται».
3. «Αυτός ο κύκνος είναι άσπρος».
4. «Ο Α είχε δυο ατυχήματα και μετά έπαθε και τρίτο».

Τέτοιου είδους προτάσεις, που αναφέρονται σε συγκεκριμένα γεγονότα, τις ονομάζουμε ατομικές ή παρατηρησιακές προτάσεις. Η αλήθεια αυτών των προτάσεων ελέγχεται με την παρατήρηση.

Όταν ο επιστήμονας έχει κάνει ένα αρκετά μεγάλο αριθμό παρατηρήσεων, τότε μπορεί να διατυπώσει μια γενική ή καθολική πρόταση, όπως:

1. «Οι πλανήτες κινούνται σε ελλείψεις γύρω από τους ήλιους τους».
2. «Τα μέταλλα, όταν θερμανθούν, διαστέλλονται».
3. «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι».
4. «Τα κακά έρχονται τρία – τρία».

Οι επιστημονικές θεωρίες κτίζονται με βάση τέτοιες ατομικές και καθολικές προτάσεις. Σύμφωνα με την επαγωγή ξεκινάμε από το μερικό (τις ατομικές προτάσεις που καταγράφουν παρατηρήσεις) και καταλήγουμε στο γενικό (στις καθολικές προτάσεις, στους νόμους της επιστήμης).

Πολλοί είναι αυτοί που πιστεύουν ότι η επιστήμη προχωρά με αυτόν τον τρόπο. Έτσι, γι’ αυτούς, το ινδικό χοιρίδιο είναι ένα ζώο, το οποίο, αν το σκοτώσουμε σε ικανό αριθμό σε ελεγχόμενες συνθήκες, μπορεί να μας δώσει μια επιστημονική ανακοίνωση, ένα νόμο της βιολογίας για παράδειγμα.

Εργαστήριο
Για να μπορέσει όμως να ισχύσει η μετάβαση από το ειδικό (από την ατομική πρόταση) στο γενικό, στον νόμο, οι επαγωγιστές απαιτούν να ικανοποιούνται οι παρακάτω συνθήκες:

i. Ο αριθμός των παρατηρήσεων που αποτελούν την βάση μιας γενίκευσης πρέπει να είναι μεγάλος.
ii. Οι παρατηρήσεις πρέπει να γίνουν κάτω από ένα ευρύ φάσμα συνθηκών.
iii. Καμία παρατήρηση δεν πρέπει να είναι αντίθετη με τη γενίκευση, με τον γενικό νόμο.

Οι τρεις αυτές συνθήκες αποτελούν την αρχή της επαγωγής η οποία μπορεί να διατυπωθεί ως εξής:

«Αν ένας μεγάλος αριθμός των Α έχει παρατηρηθεί κάτω από μια μεγάλη ποικιλία συνθηκών, και αν σε όλες τις περιπτώσεις όλα τα Α, χωρίς εξαίρεση, έχουν την ιδιότητα Β, τότε όλα τα Α έχουν την ιδιότητα Β».

Έτσι, αφού ο ήλιος ανατέλλει κάθε μέρα, θα ανατείλει και αύριο.

Με την βοήθεια αυτής της αρχής, οι επαγωγιστές θεωρούν ότι έχουν καταφέρει να διαχωρίσουν την καθαρή επιστήμη από την ‘ψευδο-επιστήμη’ ή την μεταφυσική.

Έτσι διατύπωσαν το κριτήριο της επαληθευσιμότητας. Σύμφωνα με αυτό, μόνο η αποδεδειγμένη από την εμπειρία (την παρατήρηση) γνώση είναι γνήσια, βέβαιη γνώση. Οτιδήποτε άλλο είναι μεταφυσική και άρα χωρίς νόημα. Μόνο οι προτάσεις με νόημα είναι επιστημονικές. Δηλαδή μόνο οι προτάσεις που επαληθεύονται από την εμπειρία. Οι πιο ακραίοι μάλιστα από αυτούς (όπως ο Waismann) έφτασαν να πουν ότι «το νόημα μιας πρότασης είναι η μέθοδος επαλήθευσής της».

Η επιμονή των επαγωγιστών στην αρχή της επαλήθευσης φέρνει στο νου την φράση του Oscar Wilde:

«Αν λέει κανείς την αλήθεια, αργά ή γρήγορα θα ξεσκεπαστεί».[2]

Οι επαγωγιστές όμως δεν μένουν μόνο στην επαγωγή. Στην προσπάθειά τους να εξηγήσουν την εξήγηση και την πρόβλεψη, που είναι δυο σημαντικά στοιχεία σε μια επιστημονική θεωρία που σέβεται το όνομά της, περνούν στην απαγωγή.[3] Με αυτό δεν εννοούμε βέβαια ότι απαγάγουν κάποιους ισχυρούς ζητώντας ως λύτρα την αποδοχή των θεωριών τους. Εννοούμε την λογική μέθοδο της μετάβασης από το γενικό στο μερικό.

Ένα παράδειγμα του περάσματος από το γενικό στο μερικό μας δίνει ο παρακάτω συλλογισμός.

1. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί.
2. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος.
3. Άρα, ο Σωκράτης είναι θνητός.

Χαρακτηριστικό ενός απαγωγικού (ή παραγωγικού) συμπερασμού αυτού του είδους είναι ότι αν οι προτάσεις 1 και 2 είναι αληθείς, τότε και η πρόταση 3, το συμπέρασμα, είναι αναγκαστικά αληθές, και ο Σωκράτης άτυχος.

Με βάση την απαγωγική ή παραγωγική λογική, οι επαγωγιστές πρότειναν την λεγόμενη υποθετικο-παραγωγική θεωρία της εξήγησης και της πρόβλεψης. Έτσι, σύμφωνα με τον λογικό θετικισμό μια θεωρία για να είναι επιστημονική πρέπει να μπορεί να διατυπωθεί με τη βοήθεια της μαθηματικής λογικής υπό μορφή αξιωμάτων.

Από τη στιγμή που έχουμε καταλήξει, με βάση την αρχή της επαγωγής, σε καθολικές προτάσεις όπως η 1, τότε, με βάση την παραγωγική λογική, μπορούμε να προβλέπουμε και να εξηγούμε διάφορα γεγονότα. Ας δούμε τον παρακάτω συλλογισμό:

1. Το καθαρό νερό παγώνει στους 0 βαθμούς C.
2. Το ψυγείο του αυτοκινήτου μου περιέχει καθαρό νερό
3. Άρα, αν η θερμοκρασία πέσει κάτω από τους 0 βαθμούς C, τότε το νερό στο ψυγείο του αυτοκινήτου μου θα παγώσει.

Εδώ έχουμε έναν γενικό νόμο (μια καθολική πρόταση) που βασίζεται στην παρατήρηση (την 1), μια ακόμα παρατήρηση (την 2), και ένα συμπέρασμα (την πρόταση 3), που αποτελεί μια πρόβλεψη (ή μια εξήγηση, αν η 3 διατυπωθεί ως εξής: «Το νερό στο ψυγείο πάγωσε γιατί η θερμοκρασία έπεσε κάτω από τους 0 βαθμούς C»). Προτάσεις όπως η 2, ονομάζονται αρχικές συνθήκες και παρουσιάζουν τα δεδομένα της συγκεκριμένης παρατήρησης. Έτσι λοιπόν, η προτεινόμενη γενική μορφή όλων των επιστημονικών εξηγήσεων και προβλέψεων μπορεί να συνοψισθεί ως εξής:

1. Νόμοι και Θεωρίες.
2. Αρχικές Συνθήκες
3. Προβλέψεις και Εξηγήσεις

Αν η 3 είναι σύμφωνη με την 1, τότε η θεωρία επαληθεύεται.

Έτσι λοιπόν, οι επαγωγιστές με βάση την αρχή της επαγωγής, την αρχή της επαλήθευσης, και την υποθετικο-παραγωγική θεωρία της εξήγησης και της πρόβλεψης, μας δίνουν μια εικόνα, ένα κριτήριο για το τι είναι επιστήμη, που είναι αρκετά διαδεδομένο.

Δεν θα πρέπει λοιπόν να απορούμε γιατί πριν από αρκετά χρόνια κάποιος Λονδρέζος έκανε το παρακάτω ασυνήθιστο δώρο στην Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Λονδίνου: Έχοντας περάσει τη ζωή του περιδιαβαίνοντας διάφορα μέρη και καταγράφοντας οτιδήποτε παρατηρούσε επί σειρά ετών στα ημερολόγιά του, άφησε τα ημερολόγια αυτά κληρονομιά στην Βασιλική Ακαδημία προς χρήση των επιστημόνων για την διατύπωση μιας νέας θεωρίας. Η ευγενική αυτή προσφορά όμως έμεινε ανεκμετάλλευτη. Γιατί τέτοιος πλούτος παρατηρήσεων να μην χρησιμοποιηθεί; Ίσως γιατί, παρ’ όλη τη θελκτικότητά του, το μοντέλο των επαγωγιστών για την επιστήμη να δημιουργεί πολλά ερωτήματα και προβλήματα:

* Πώς νομιμοποιείται η αρχή της επαγωγής;
* Υπάρχουν καθαρά γεγονότα; Καθαρές παρατηρήσεις;
* Μπορεί όντως να επαληθευτεί μια θεωρία από την εμπειρία και την παρατήρηση;
* Μπορεί οι επιστημονικές θεωρίες και οι νόμοι να αναχθούν σε ατομικές παρατηρησιακές προτάσεις;

3. ΑΠΑΓΩΓΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΑΨΕΥΣΙΜΟΤΗΤΑ

3.1. Κριτική του Επαγωγισμού / Θετικισμού.

Κυρίαρχη μορφή στην άσκηση κριτικής για το μοντέλο των επαγωγιστών – θετικιστών, ήταν ο φιλόσοφος Karl Popper, ο οποίος διατύπωσε την αρχή της διαψευσιμότητας (ή επιλαθευσιμότητας = Falsifiability Principle).

Ας αρχίσουμε από την περίπτωση της κληρονομιάς που κληροδοτήθηκε στην Βασιλική Ακαδημία Επιστημών του Λονδίνου. Τι θα έκαναν οι επιστήμονες τις παρατηρήσεις των ημερολογίων; Σαφώς ήσαν «λίθοι, πλίνθοι, κέραμοι, ατάκτως ερριμμένοι».[4]

Η επιστημονική έρευνα για τον Popper δεν αρχίζει με σκέτες παρατηρήσεις. Χρειάζεται ένα πρόβλημα, υποθέσεις και εικασίες, και κατόπιν παρατηρήσεις. Το κριτήριο της επαληθευσιμότητας ουσιαστικά αποκλείει από το βασίλειο του νοήματος όλες τις επιστημονικές θεωρίες (ή τους γενικούς νόμους) γιατί δεν μπορούν να αναχθούν στις ατομικές παρατηρησιακές προτάσεις της εμπειρίας. Δεν υπάρχουν καθαρά γεγονότα, καθαρές παρατηρήσεις. Όπως το έθεσε ο Aldus Huxley:

«Τα γεγονότα είναι σαν τις κούκλες των εγγαστρίμυθων. Καθισμένες στα γόνατα ενός έξυπνου ανθρώπου λένε σοφίες, διαφορετικά λένε ανοησίες ή τίποτα».[5]

Όλες οι παρατηρήσεις είναι ερμηνείες, ποτισμένες από κάποια θεωρία και για τον λόγο αυτό φαίνεται να υποστηρίζουν τις θεωρίες εκείνες υπό το φως των οποίων ερμηνεύονται. Ο ήλιος, για παράδειγμα, υπάρχει; Ο ήλιος είναι ένα συμπέρασμα απ’ ό,τι βλέπουμε και όχι το λαμπρό σώμα για το οποίο νομίζουμε ότι έχουμε άμεση γνώση. Ένα παιδάκι, πάλι, μπορεί να διατυπώσει την θεωρία ότι όποτε κάθεται μπροστά στον καθρέφτη, τότε ένα άλλο παιδάκι εμφανίζεται από την άλλη μεριά του καθρέφτη. Και έτσι, αυτό που βλέπει δεν είναι το είδωλό του, αλλά αυτό το άλλο παιδάκι, το οποίο μάλιστα είναι πολύ κακότροπο μια και το κοροϊδεύει κάνοντας τις ίδιες ακριβώς κινήσεις με αυτό.

Το τι παρατηρούμε, το τι μελετάμε, εξαρτάται από τις υποθέσεις, από τις εικασίες που κάνουμε σχετικά με το πρόβλημα που ερευνούμε. Κατά κάποιο τρόπο φερόμαστε σαν τους καθηγητές που αντέδρασαν στον Γαλιλαίο. Μερικά πράγματα πρέπει κανείς να τα πιστεύει για να τα δει. Αυτά δε που επιλέγει κανείς για να δει, με βάση τις εικασίες του, καθορίζουν την έρευνά του. Για παράδειγμα: κάποιοι επιτίθενται σε ένα περαστικό και τον αφήνουν αναίσθητο στο πεζοδρόμιο. Δύο κοινωνιολόγοι που περνούν, βλέπουν τον τραυματία και λένε: «Πρέπει να βρούμε τον δράστη. Σίγουρα έχει πρόβλημα και θα θέλει βοήθεια».

Ίσως πάλι είναι γνωστή η ερευνητική εργασία του καθηγητού Αλφόνσου Αντάλον.

Ο Αλ. Αντάλον είχε δυο μεγάλα βάζα σε ένα τραπέζι. Το ένα βάζο ήταν γεμάτο έντομα και το άλλο άδειο. Έπαιρνε ένα έντομο από το γεμάτο βάζο, το έβαζε πάνω στο τραπέζι και του φώναζε: «Πήδα», οπότε το έντομο πήδαγε και έμπαινε στο άλλο βάζο. Με μεγάλη προσοχή, μεθοδικότητα, και σεβασμό στην παρατήρηση, έκανε το ίδιο πράγμα για όλα τα έντομα και έτσι γέμισε το δεύτερο βάζο.

Αφού τελείωσε αποφάσισε να τροποποιήσει το πείραμά του κάνοντας το εξής: Σε κάθε έντομο που έβγαζε από το βάζο, πριν του φωνάξει «Πήδα», του έκοβε τα πίσω πόδια. Παρατήρησε λοιπόν ότι παρά την προσταγή του: «Πήδα, πήδα», τα έντομα τώρα δεν πήδαγαν στο άλλο βάζο.

Για τον καθηγητή Αλ. Αντάλον, το συμπέρασμα ήταν προφανές: «Τα έντομα, όταν τους κόβεις τα πίσω πόδια κουφαίνονται». Η θεωρία του καθηγητή ήταν σύμφωνη με τον επαγωγισμό. Αυτά άλλωστε είχε παρατηρήσει.

Για να προχωρήσουμε όμως με την κριτική του Popper: Κύριο σημείο της ήταν η επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της αρχής της επαγωγής. Η επαγωγή κατά τον Popper ήταν αδύνατη.[6] Όσους ελέγχους και να έχουμε κάνει που επικυρώνουν και επαληθεύουν μια θεωρητική πρόταση, αυτό δεν σημαίνει ότι η επόμενη πρότασή μας δεν θα την αναιρεί. Το ότι ο ήλιος ανατέλλει κάθε μέρα δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι θα ανατείλει και αύριο, διότι κάλλιστα μπορεί να χτυπήσει τη γη ένας κομήτης και να την βγάλει από την πορεία της, οπότε αντίο ανατολή. Γνωστή είναι και η αντιεπαγωγική παροιμία: «Πολλές φορές πάει η στάμνα για νερό, μα μια φορά θα σπάσει».

Η λογική αιτιολόγηση της αρχής της επαγωγής μοιάζει, σύμφωνα με τον B. Russell, με το ακόλουθο επιχείρημα:

«Αν το Α αληθεύει, τότε και το Β αληθεύει.
Το Β αληθεύει, άρα και το Α αληθεύει»

Το επιχείρημα αυτό έχει την ίδια δομή με το παρακάτω:

«Αν το ψωμί είναι πέτρα και οι πέτρες είναι θρεπτικές, τότε το ψωμί θα με θρέψει.
Πραγματικά το ψωμί με τρέφει, γι’ αυτό είναι πέτρα και οι πέτρες είναι θρεπτικές».

Σίγουρα ένας άνθρωπος που θα υποστηρίξει το παραπάνω θα περάσει κάποιο μέρος της ζωής του σε κάποιο φρενοκομείο (ή θα ανοίξει ένα μοντέρνο διαιτολογικό κέντρο, αν και με κάπως βαριά φαγητά). Οι επαγωγιστές όμως, οι οποίοι χρησιμοποιούν αντίστοιχα επιχειρήματα επηρεάζουν μεγάλο μέρος του φιλοσοφικού κόσμου.

Μετά την αποτυχία των κριτηρίων τους, μερικοί επαγωγιστές (όπως ο Carnap) στράφηκαν στην πιθανοκρατία, λέγοντας ότι οι επιστημονικές θεωρίες δεν χρειάζεται να αποδεικνύονται (επαληθεύονται) από τα γεγονότα, αλλά μόνο να είναι σε υψηλό βαθμό πιθανές σε σχέση με τα γεγονότα.

Η πιθανοκρατία είναι μια ασθενέστερη εκδοχή της επαληθευσιμότητας. Μια πρόταση θα είναι καλλίτερα επικυρωμένη όσο πιο κοντά είναι στην επαλήθευσή της. Μια πρόταση δηλαδή, η οποία λέει: «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι», είναι καλλίτερα επικυρωμένη αν οι 99 στους 100 κύκνους που παρατηρήσαμε είναι άσπροι (και λιγότερο αν οι 58 στους 100 είναι άσπροι).

Σύμφωνα με τον Popper όμως, ούτε αυτή η ασθενής εκδοχή είναι καλλίτερη από την προηγούμενη, γιατί η μαθηματική πιθανότητα όλων των θεωριών, επιστημονικών ή μη, είναι μηδέν. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι δεν μπορούμε να πούμε «99 στους 100 κύκνους» μόνο. Από τη στιγμή που αναφερόμαστε σε όλους τους κύκνους, σε παρελθόντες, παρόντες και μέλλοντες, ουσιαστικά σε άπειρους κύκνους, δεν μπορούμε να έχουμε ως βάση το 100, αλλά το άπειρο (οο). Και στα μαθηματικά το 99/oo είναι ίσο με το μηδέν.

Τα κριτήρια λοιπόν των επαγωγιστών δεν μας βοηθούν. Δεν μπορούν να μας πουν πότε μια θεωρία είναι επιστημονική, και μάλιστα, μερικές φορές, αν στηριχτούμε σε αυτά, θεωρίες πού προφανώς δεν είναι επιστημονικές (όπως η προκατάληψη ότι «όλα τα κακά έρχονται τρία-τρία»), μάλλον επαληθεύονται συνεχώς από την εμπειρία (αφού μάλιστα δεν αναφέρεται το χρονικό διάστημα που περνά μεταξύ των διαφόρων κακών). Επίσης, κατά τον Popper, σαφέστατα μεταφυσικές προτάσεις όπως «Υπάρχει Θεός» μπορούν να διατυπωθούν στη γλώσσα της μαθηματικής λογικής (τη γλώσσα που προτιμούσαν οι επαγωγιστές / θετικιστές) ως αναλυτικές προτάσεις που επιδέχονται επαλήθευση και έχουν νόημα. Η πρόταση περί Θεού μπορεί να διατυπωθεί ως:

Υπάρχει x: Ax & Bx & Γx & Δx

(Υπάρχει ένα υποκείμενο x που έχει τις ιδιότητες Α [=Παντοδύναμος], Β [=Παντογνώστης], Γ [= Πανάγαθος], και Δ [= Πανταχού Παρών]). Αν δεν το έχουμε ανακαλύψει ακόμα είναι γιατί δεν έχουμε ψάξει αρκετά. Το ίδιο συμβαίνει και με το Άγιο Δισκοπότηρο, και με όλες της προτάσεις υπαρκτικού χαρακτήρα (που βεβαιώνουν δηλαδή ότι κάποιο πράγμα υπάρχει). Οι προτάσεις υπαρκτικού χαρακτήρα είναι θεμελιώδους σημασίας για τα κλασσικά μαθηματικά: χωρίς αυτές, για παράδειγμα, δεν υπάρχει Μαθηματική Ανάλυση. Από την άλλη, οι κατασκευαστικές σχολές στα Μαθηματικά, θεωρούν τα θεωρήματα υπάρξεως ως ένα είδος επιταγής: ποτέ δεν ξέρουν αν ο ισχυρισμός ισχύει μέχρι να πάνε στην τράπεζα και να ελέγξουν αν ο λογαριασμός έχει αντίκρισμα.

3.2. Το Κριτήριο της Διαψευσιμότητας.

Ενώ για τους επαγωγιστές η διαφορά μεταξύ ‘επιστήμης’ και ‘ψεδο-επιστήμης’, ή, καλλίτερα, μεταξύ προτάσεων που έχουν νόημα και προτάσεων άνευ νοήματος, είναι μια πραγματική διαφορά, μια διαφορά δηλαδή που βρίσκεται στον κόσμο των γεγονότων, για τον Popper, η οριοθέτηση της επιστήμης είναι ένα πρόβλημα κανονιστικό, είναι πρόβλημα σύμβασης και όχι κάτι που αναφέρεται στα γεγονότα.

Κατά τον Popper, τα κριτήρια των επαγωγιστών είναι λανθασμένα. Οι επιστημονικές θεωρίες δεν είναι μόνο (εξ ίσου) «μη επαληθεύσιμες», αλλά και (εξ ίσου) «μη πιθανές». Ο επιστημονικός χαρακτήρας μιας θεωρίας πρέπει να μπορεί να προσδιοριστεί ανεξάρτητα από τα γεγονότα. Για τον προσδιορισμό αυτό ο Popper μας έδωσε το κριτήριο της διαψευσιμότητας: Μια θεωρία είναι ‘επιστημονική’ αν κανείς είναι προετοιμασμένος να καθορίσει εκ των προτέρων κάποιο κρίσιμο πείραμα (κριτήριο απόρριψης) το οποίο μπορεί να την διαψεύσει.

Ο επιστήμονας προτείνει υποθέσεις και αυτές ελέγχονται μέσα από αυτά που συνεπάγονται. Ψάχνουμε να βρούμε πώς διαψεύδεται μια δεδομένη υπόθεση, ποια πειράματα και έλεγχοι διαψεύδουν ένα από τα επακόλουθά της. Όπως το θέτει ο Popper:

«Πρέπει ένα εμπειρικό επιστημονικό σύστημα να μπορεί να απορριφθεί από την εμπειρία».[7]

Έτσι η πρόταση:

«Από αύριο όλα τα λεωφορεία θα έρχονται στην ώρα τους, αλλά θα είναι αόρατα»

δεν μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά και δεν διαψεύδεται, ενώ η πρόταση:

«Αύριο θα βρέξει»

μπορεί να ελεγχθεί εμπειρικά και μπορεί να διαψευσθεί.

Όποια θεωρία δεν έχει κριτήρια απόρριψης («δυνάμει επιλαθευτές») θα θεωρείται ‘ψευδο-επιστημονική’. Παραδείγματα 'ψευδο-επιστημονικών' θεωριών, κατά τον Popper, είναι η αστρολογία, η ψυχανάλυση και ο μαρξισμός.

Όταν μια θεωρία διαψεύδεται, τότε η θεωρία αυτή ανατρέπεται και ο επιστήμονας πρέπει να προτείνει μια καλλίτερη και πιο περιεκτική από την προηγούμενη, αφού η νέα θεωρία θα πρέπει να εξηγεί όχι μόνο αυτά που εξηγούσε η παλιά, αλλά και εκείνο το φαινόμενο που την ‘αχρήστευσε’.

Το κριτήριο της διαψευσιμότητας βασίζεται σε μια λογική ασυμμετρία που υπάρχει μεταξύ επαλήθευσης και διάψευσης.[8] Αν και, άσχετα από το πόσους άσπρους κύκνους και αν παρατηρήσουμε, δεν δικαιούμαστε να πούμε ότι: «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι», εντούτοις, είναι δυνατόν η πρόταση αυτή να διαψευστεί αν παρατηρήσουμε έστω και έναν κύκνο άλλου χρώματος (π.χ. μαύρου).

Η ιδέα ότι χρειάζεται μια και μόνη παρατήρηση για να διαψευστεί μια καθολική πρόταση (ή μια θεωρία) είναι πολύ ελκυστική. Όμως, αν δεχτούμε την θέση των Duhem και Quine, η διαψευσιμότητα είναι προβληματική, γιατί η διάψευση της εμπειρίας δεν είναι ποτέ σίγουρη, ποτέ δεν ξέρουμε ποιο τμήμα της θεωρίας, που είναι ένα πλέγμα προτάσεων, διαψεύδεται: υπάρχουν πάντα εναλλακτικές λύσεις πέρα από την απόρριψη της θεωρίας ως σύνολο. Επίσης, η λογική της διαψευσιμότητας απέχει από την πράξη. Η επιστημονική δραστηριότητα μας λέει ότι κάποιος που δέχεται την πρόταση «Όλοι οι κύκνοι είναι άσπροι», μπορεί, αν παρατηρήσει έναν μαύρο κύκνο, να μην απορρίψει την θεωρία του, θεωρώντας ότι ο μαύρος κύκνος δεν είναι στην πραγματικότητα κύκνος, γιατί δεν είναι άσπρος.

4. Imre Lakatos: Επιστημονικά Ερευνητικά Προγράμματα

Το κριτήριο της διαψευσιμότητας που προτείνει ο Popper, αγνοεί «την εξαιρετική επιμονή των επιστημονικών θεωριών», όπως παρατηρεί ο Imre Lakatos.[9]

Οι επιστήμονες δεν εγκαταλείπουν μια θεωρία μόνο και μόνο επειδή τα γεγονότα βρίσκονται σε αντίθεση με αυτή. Μπορούν είτε να εφεύρουν εκ των υστέρων μια υπόθεση που θα εξηγεί την ανωμαλία που προέκυψε, ή να την αγνοήσουν τελείως. Οι επιστήμονες μιλούν συνήθως για παρεκτροπές (ανωμαλίες) και όχι για απορρίψεις. Η πράξη των επιστημόνων μοιάζει με την στάση των θεολόγων ή των πολιτικών που ποτέ δεν κλείνουν ένα κήρυγμα ή έναν λόγο τους με την δήλωση ότι οι αντιλήψεις τους μπορεί να είναι λανθασμένες.

Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, την περίπτωση της δίαιτας που προτείνει ο διαιτολόγος-ιατρός Δρ. Ναρκίσο Γιάπις. Κατά τον Γιάπις, για να αδυνατίσει κανείς 3 κιλά, πρέπει να τρώει κάθε μέρα 2 μερίδες παστίτσιο, 3 μπακλαβάδες, και να πίνει 4 μπύρες για 14 μέρες.

Την δίαιτα αυτή ακολουθεί κατά γράμμα ο αδελφός του, και μέσα σε 14 μέρες έχει χάσει 2 εβδομάδες μόνο.

Θα πρέπει ο Δρ. Γιάπις να εγκαταλείψει την θεωρία του; Σύμφωνα με τον Popper ναι, γιατί η θεωρία αυτή διαψεύστηκε. Σύμφωνα με τον Γιάπις όμως, όχι. Και τούτο, διότι μπορεί να μην φταίει η θεωρία του γι’ αυτό, αλλά το γεγονός ότι το παστίτσιο είχε παραπάνω αλάτι, ή είχε λιγότερο αλάτι, ή ο αδελφός του δεν έτρωγε σε κανονικά χρονικά διαστήματα, ή κοιμόταν πάνω από 15 ώρες την ημέρα, ή,…, ή…

Το θέμα είναι ότι ο Γιάπις είναι προετοιμασμένος να κάνει ένα σωρό βοηθητικές και εκ των υστέρων υποθέσεις για να σώσει την θεωρία του, και δεν είναι καθόλου έτοιμος να την απορρίψει.

Είναι η στάση του αντιεπιστημονική; Όχι, ίσως – κατά τον Lakatos –, μια και οι επιστημονικές θεωρίες προστατεύονται συνήθως από την απόρριψη με μια τεράστια ζώνη βοηθητικών υποθέσεων. Πως μπορούμε λοιπόν να διακρίνουμε την ‘επιστήμη’ από την ‘ψευδο-επιστήμη’ κατά τον Lakatos;

Αυτό που προτείνει ο Lakatos είναι μια εκλεπτυσμένη μεθοδολογική διαψευσιμότητα, η οποία αποδέχεται το ότι οι παρατηρήσεις είναι διαποτισμένες με θεωρία και υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει διάψευση εκεί όπου η ‘αχρηστευμένη’ θεωρία δεν αντικαθίσταται από κάποια καλλίτερη. Η διάψευση γίνεται μέσα στα αποκαλούμενα Επιστημονικά Ερευνητικά Προγράμματα. Η επιστήμη δεν είναι απλά μια σειρά εικασιών και απορρίψεων, αλλά τα ‘Ερευνητικά Προγράμματα’.

Ένα ‘ερευνητικό πρόγραμμα’ χαρακτηρίζεται από τον ‘σκληρό πυρήνα’ του (π.χ., στην θεωρία του Νεύτωνα, ο σκληρός πυρήνας αποτελείται από τους τρεις νόμους της μηχανικής και τον νόμο της Βαρύτητας, ενώ, στην θεωρία του Γιάπις, ο σκληρός πυρήνας ήταν η ποσότητα των εδεσμάτων). Ο ‘σκληρός πυρήνας’ προστατεύεται με επιμονή από την απόρριψη με μια τεράστια ‘προστατευτική ζώνη’ βοηθητικών υποθέσεων (στον Νεύτωνα, όταν παρουσιάστηκαν ανωμαλίες στην κίνηση του Ερμή, έγιναν οι βοηθητικές υποθέσεις για την ύπαρξη ενός νέου, άγνωστου έως τότε πλανήτη, και αυτό βοήθησε στην ανακάλυψη του Ποσειδώνα. Στην περίπτωση του Γιάπις είναι οι υποθέσεις για το αν το φαγητό ήταν ή όχι αλατισμένο, κ.τ.λ.). Τέλος, και πολύ σημαντικό, το ‘επιστημονικό πρόγραμμα’ έχει μια ‘ευρετική’, δηλαδή έναν μηχανισμό επίλυσης προβλημάτων, ο οποίος ‘χωνεύει’ τις ανωμαλίες και τις μετατρέπει σε θετικές μαρτυρίες. Η ‘ευρετική’ δύναμη καθιστά το ‘επιστημονικό ερευνητικό πρόγραμμα’ ικανό να ανακαλύπτει και να επεξεργάζεται πολύ περισσότερα νοητικά εργαλεία από τις υπόλοιπες θεωρίες. (Στην Νευτώνεια θεωρία, όταν υπάρξει κάποια ανωμαλία στην κίνηση ενός πλανήτη, μπορούν να εξεταστούν η ατμοσφαιρική διάθλαση, η διάδοση του φωτός σε μαγνητικές θύελλες, και άλλες πολλές υποθέσεις που είναι μέρος του προγράμματος. Στον Γιάπις, το αντίστοιχο είναι η εξέταση των βοηθητικών υποθέσεων περί αλατιού, κανονικότητας των γευμάτων, κ.τ.λ.).

Κατά τον Lakatos, όλες οι θεωρίες, όλα τα ‘ερευνητικά προγράμματα’, έχουν άλυτα προβλήματα και ανωμαλίες. Κατά κάποιο τρόπο γεννιούνται και πεθαίνουν διαψευσμένα. Είναι όμως όλα τα ‘ερευνητικά προγράμματα’ εξίσου καλά;

Μπορούμε να διακρίνουμε, μας απαντά ο Lakatos, ανάμεσα σε ‘επιστημονικά’ ή ‘προοδευτικά’ και σε ‘ψευδο-επιστημονικά’ ή ‘εκφυλιζόμενα’ ‘ερευνητικά προγράμματα’.

Ένα ‘ερευνητικό πρόγραμμα’ λέγεται ‘προοδευτικό’ αν οδηγεί στην ανακάλυψη έως τώρα άγνωστων καινούργιων γεγονότων (απρόσμενες προβλέψεις). Στο πρόγραμμα του Einstein, για παράδειγμα, γίνεται η απρόσμενη πρόβλεψη ότι αν μετρήσει κανείς την απόσταση μεταξύ δυο αστέρων το βράδυ και την μετρήσει και την ημέρα (όταν αυτά είναι ορατά σε μια έκλειψη ηλίου), οι μετρήσεις αυτές θα είναι διαφορετικές. Κανείς πριν από το πρόγραμμα του Einstein δεν είχε σκεφτεί να κάνει τέτοια πρόβλεψη.

Στα ‘εκφυλιζόμενα’ προγράμματα δεν γίνονται τέτοιες προβλέψεις. Τα προγράμματα αυτά περιορίζονται στα ήδη γνωστά γεγονότα. [Μάλλον το πρόγραμμα του Γιάπις ανήκει σ’ αυτή την κατηγορία].

Έτσι θα μπορούσαμε να πούμε ότι αντικείμενο της επιστήμης είναι το να μας δίνει μια εντελώς διαφορετική ιδέα για όσα πράγματα γνωρίζουμε καλλίτερα.

Συνήθως, τα ‘προοδευτικά ερευνητικά προγράμματα’ αντικαθιστούν τα ‘εκφυλιζόμενα’. Άρα, αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι απορρίψεις του Popper. Η απόρριψη δεν είναι η ουσία της διάψευσης. Διότι δεν υπάρχει απόρριψη αν δεν υπάρχει καλλίτερη θεωρία, και καλλίτερη θεωρία είναι αυτή που οδηγεί σε δραματικές, απρόσμενες προβλέψεις.

Με τις παρατηρήσεις αυτές δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί: αν η διαψευσιμότητα δεν είναι αναγκαία ούτε στην μορφή που προτάθηκε από τον Popper, ούτε στην εκλεπτυσμένη της μορφή που προτείνει ο Lakatos, μήπως η επιστήμη μπορεί να προχωρήσει χωρίς οι ‘διαψεύσεις’ να την οδηγούν; Και, μήπως, τελικά, με τον τρόπο αυτό, δεν επιστρέφουμε σε ένα είδος ‘επαλήθευσης’, ή, ίσως, ‘αιτιολογημένης γνώσης’, αγνοώντας εντελώς την διαψευσιμότητα;

Ίσως να συμβαίνει αυτό, αλλά τουλάχιστον έχουμε την επίγνωση ότι η επιστήμη δεν σημαίνει πλέον ένα σώμα βέβαιων και αλάθητων γνώσεων. Αυτό που κάνει η επιστήμη, είναι – όπως θα έλεγε ο Μπρεχτ στις ‘ιστορίες του κυρίου Κόϋνερ’ – να ετοιμάζει το επόμενο λάθος της. Είναι μια διαδικασία μετατροπής του σωστού σε λάθος.

5. Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΑΝΤΙΛΗΨΕΩΝ ΚΑΙ Ο TH. KUHN

Τι είναι αυτό που καθορίζει τη βαθιά αλλαγή των επιστημονικών αντιλήψεων μέσα στον χρόνο; Τόσο στην προσέγγιση του Popper όσο και του Lakatos, η επιστημονική πρόοδος, η αλλαγή των επιστημονικών θεωριών είναι μια ορθολογική διαδικασία. Η ορθολογική συζήτηση και κριτική βρίσκεται στην καρδιά της θεώρησής τους. Σε τελική ανάλυση η επιστημονική γνώση αντλεί τον ορθολογισμό της από την διυποκειμενική συμφωνία των επιστημόνων μέσα στα θεσμικά πλαίσια, όπως το έθετε ο Popper (προσπαθώντας να ξεπεράσει την θετικιστική αρχή του Μυνχάουζεν που βγήκε από τον βάλτο τραβώντας τα μαλλιά του: Επιστήμη είναι αυτό που λένε οι επιστήμονες). Ο επιστημονικός ορθολογισμός τελικά νομιμοποιείται από τα πλαίσια της κοινωνικής πρακτικής και του διαλόγου,[10] και ο διάλογος, για τον Popper, χαρακτηρίζεται τελικά από τον ορθολογισμό.[11]

Η κατ’ εξοχήν ‘κοινωνική’ προσέγγιση στην εξέλιξη της επιστήμης, είναι η προσέγγιση του Thomas Kuhn. Το έργο του προηγείται χρονικά από το έργο του Lakatos.[12] Για τον Lakatos, ο Kuhn δεν δίνει κανένα κριτήριο οριοθέτησης μεταξύ επιστήμης και ψευδο-επιστήμης: δεν υπάρχει «διάκριση μεταξύ επιστημονικής προόδου και διανοητικής παρακμής, δεν υπάρχει αντικειμενικό κριτήριο εντιμότητας». Και αυτό γιατί η επιστημονική επανάσταση του Kuhn είναι μια ανορθολογική αλλαγή. Τι λέει όμως η θεωρία του Kuhn και δέχεται τα πυρά των ορθολογιστών;

Για τον Kuhn η επιστημονική πρόοδος δεν είναι μια συνεχής και γραμμική διαδικασία συσσώρευσης νέων γνώσεων. H ιστορία της επιστήμης χαρακτηρίζεται από σοβαρές ασυνέχειες, από τομές και άλματα. Μια νέα θεωρία δεν είναι απλώς μια προσθήκη σε αυτό που μας είναι ήδη γνωστό. Είναι κατά κανόνα το προϊόν μιας ρήξης με την επιστημονική παράδοση, το αποτέλεσμα μιας επαναστατικής διαδικασίας που τροποποιεί ριζικά το θεωρητικό πλέγμα μέσα από το οποίο η επιστημονική κοινότητα αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Οι καινοτομίες δεν μπορούν να κατακτηθούν μέσα από μία συσσωρευτική διαδικασία. H επικράτηση μιας νέας θεωρίας προκύπτει από έναν αγώνα ανάμεσα σε αντιμαχόμενες σχολές επιστημονικής σκέψης. H νεότερη θεωρία δεν συνεχίζει αλλά αντίθετα απορρίπτει την προηγούμενη. H θεωρία του Αϊνστάιν, για παράδειγμα, μπορεί να γίνει αποδεκτή μόνον εφόσον αναγνωριστεί ότι η θεωρία του Nεύτονα δεν είναι ορθή. Αυτή η ασυνεχής αλλαγή συνιστά μια «επιστημονική επανάσταση».

Το σχήμα που συνοψίζει την θεωρία του Kuhn για την επιστημονική εξέλιξη είναι το εξής:

Η προ-επιστήμη αναφέρεται στην περίοδο της ψηλάφησης ενός θέματος, κατά την οποία προτείνονται εναλλακτικές, αλληλοαποκλειόμενες υποθέσεις. Όταν κατασταλάζουν οι διάφορες απόψεις, θεωρίες, μέθοδοι σε ένα και μοναδικό παράδειγμα έχουμε την περίοδο της ‘κανονικής επιστήμης’. Σε κανονικές συνθήκες, όταν δηλαδή έχουμε περιόδους ηρεμίας και το ίδιο πλαίσιο (κοσμοείδωλο) είναι αποδεκτό από το σύνολο της επιστημονικής κοινότητας, η καθιερωμένη, ‘κανονική επιστήμη’ είναι μια δραστηριότητα που ασχολείται με την λύση ‘γρίφων’ μέσα στα πλαίσια αυτού του κοσμοειδώλου. Σε περιόδους ‘κανονικής επιστήμης’ τα επιστημονικά αποτελέσματα και οι ανακαλύψεις έχουν προσθετικό χαρακτήρα. Το κυρίαρχο επιστημονικό παράδειγμα οριοθετεί τι είναι επιστήμη και τι ψευδο-επιστήμη. Όμως υπάρχουν περίοδοι ‘κρίσης’, οπότε το πλαίσιο αλλάζει απότομα. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ασφαλώς επειδή τα αποτελέσματα μερικών πειραμάτων ή ορισμένα φαινόμενα αποτελούν ‘ανώμαλες περιπτώσεις’, δηλαδή κάποιο ‘γρίφοι’ δεν επιλύονται ούτε ερμηνεύονται με τρόπο απλό μέσα στο πλαίσιο της ‘κανονικής επιστήμης’. Όταν έχουν συσσωρευτεί αρκετές ανωμαλίες, οι οποίες θεωρούνται σημαντικές – είτε γιατί αντιβαίνουν τις θεμελιώδεις αρχές του παραδείγματος, είτε γιατί, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες της επιστημονικής κοινότητας, δεν επιλύονται – τότε αρχίζει μια περίοδος κρίσης. Μερικοί επιστήμονες τότε αλλάζουν παράδειγμα, και εξετάζουν τα προβλήματα υπό νέο πρίσμα. Αυτή η αλλαγή παραδείγματος (‘paradigm shift’), παρομοιάζεται από τον Kuhn ως gestalt switch («μεταλλαγή οπτικών μορφών») και ως «θρησκευτική μεταστροφή» (σαν να λέμε οι επιστήμονες ‘αλλαξοπίστησαν’).

Δεν υπάρχει κάποιο αμιγώς λογικό επιχείρημα ούτε κάποιο αποφασιστικό πείραμα που να επηρεάζει την λήψη της απόφασης υπέρ του ενός ή του άλλου παραδείγματος. Οι λόγοι αυτοί ποικίλουν και μπορεί να είναι η απλότητα, η βολικότητα της λύσης, η εξυπηρέτηση κάποιας κοινωνικής ανάγκης, κ.α.

Όταν το νέο παράδειγμα επικρατήσει, όπως επικρατεί μια πολιτική επανάσταση, επικρατεί νέα περίοδος ηρεμίας και ‘κανονικής επιστήμης’. Το νέο παράδειγμα είναι ασύμμετρο με το προηγούμενο. Εισάγει ένα νέο κοσμοείδωλο, μια νέα γλώσσα, νέα συστήματα μέτρων αξιολόγησης, διαφορετικές (ίσως) μεταφυσικές αρχές, και γενικά βλέπει και περιγράφει τον κόσμο διαφορετικά. Η επιλογή μεταξύ διαφορετικών παραδειγμάτων «αποδεικνύεται επιλογή μεταξύ ασύμβατων τρόπων ζωής της κοινότητας».[13] Η μελέτη του γιατί οι επιστήμονες αλλάζουν παράδειγμα είναι θέμα ομαδικής ψυχολογίας και κοινωνιολογίας.

Σε αυτό το σημείο οι Popper και Lakatos άσκησαν κριτική στον Kuhn, ο μεν Popper θεωρώντας ότι μπορεί να υπάρξει κριτική συζήτηση ακόμα και μεταξύ παραδειγμάτων (The Myth of the Framework), ο δε Lakatos θεωρώντας ότι η θέση του Kuhn καθιστά αδύνατη την διάκριση μεταξύ επιστημονικής προόδου και οπισθοδρόμησης (και πρότεινε ότι η επιστημονική αλλαγή είναι το αποτέλεσμα ανταγωνισμού αντίπαλων επιστημονικών προγραμμάτων).

6. ΑΝΤΙ-ΟΡΙΟΘΕΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ

6.1. ‘ΟΛΑ ΕΠΙΤΡΕΠΟΝΤΑΙ’: PAUL FEYERABEND

Τέλος, μπορούμε να αναφερθούμε με συντομία σε δύο ακόμα απαντήσεις στο πρόβλημα της οριοθέτησης της επιστήμης.

Η πρώτη απάντηση δίνει αντι-οριοθετικές λύσεις. Σύμφωνα με τους μεθοδολόγους που ανήκουν σε αυτή την άποψη, καμία λύση στο ερώτημα του ‘τι είναι επιστήμη’ δεν είναι δυνατή, αλλά ούτε και επιθυμητή. Θεωρούν τις επιστημονικές θεωρίες ως μια ακόμα οικογένεια πεποιθήσεων, οι οποίες έχουν, επιστημολογικά, το ίδιο status με τις χιλιάδες άλλες οικογένειες πεποιθήσεων. Η πιο σημαντική εκδοχή αυτής της άποψης είναι ο ‘επιστημολογικός αναρχισμός’ του Paul Feyerabend. Ο Feyerabend υποστηρίζει ότι οι επιστήμονες, για να προάγουν την επιστήμη, θα έπρεπε να ακολουθούν τον κανόνα: «Όλα επιτρέπονται. Μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις».[14] Όπως μας λέει, κάθε σύστημα πεποιθήσεων, ακόμα και των αντιπάλων, είναι ελεύθερο να μεγαλώσει και να επηρεάσει οποιοδήποτε άλλο σύστημα πεποιθήσεων. Ο Feyerabend έχει δεχτεί οξύτατη κριτική από τους κριτικούς ορθολογιστές γιατί κατ’ αυτούς, η θέση του οδηγεί σε μια ακραία σχετικοκρατία (relativism) και δεν συμβιβάζεται με την πίστη σε ένα αντικειμενικό κόσμο.

6.2. MICHEL POLANYI

Η δεύτερη απάντηση μας δίνει υποκειμενικές λύσεις. Οι μεθοδολόγοι που ακολουθούν αυτή την άποψη, ισχυρίζονται ότι τα κριτήρια για την εκτίμηση μιας θεωρίας μπορεί να βρεθούν, αλλά δεν μπορούν να διατυπωθούν με πληρότητα (λόγω της ‘σιωπηρής διάστασης’ της επιστήμης) και συνεπώς δεν μπορούν να εκφραστούν ως ένας καθολικός κανόνας που μπορεί να εφαρμοστεί απ’ όλους και σε κάθε περίπτωση.

Σύμφωνα με τον M. Polanyi, μπορεί κανείς να κάνει επιστήμη, αλλά δεν έχει νόημα να φιλοσοφήσει γι’ αυτό.

6.3. LAKATOS ΞΑΝΑ

Ο Lakatos κατέκρινε αυτές τις απόψεις ως αντιδημοκρατικές και αυταρχικές, γιατί δεν μπορεί ο κοινός άνθρωπος να κρίνει κατά πόσο μια θεωρία είναι ή όχι επιστημονική. Εντούτοις εδώ μπορεί κανείς να αντιτάξει ότι ούτε η θεωρία των ερευνητικών προγραμμάτων είναι τόσο δημοκρατική όσο ισχυρίζεται ο Lakatos, διότι για να κρίνει κανείς αν ένα ερευνητικό πρόγραμμα είναι ‘προοδευτικό’ ή ‘εκφυλιζόμενο’, θα πρέπει να έχει τα προσόντα και τις γνώσεις ώστε να αναγνωρίζει π.χ. τις εκ των υστέρων υποθέσεις, πράγμα το οποίο ο απλός άνθρωπος μάλλον δεν μπορεί να κάνει.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] B. Russell: «Η επιστήμη και ο Άνθρωπος», Αθήνα, εκ. Αρσενίδης.
[2] Oscar Wilde: “Phrases and Philosophies for the Use of the Young”, 1894.
[3] Παραγωγή.
[4] «Λίθοι τε και πλίνθοι και ξύλα και κέραμος ατάκτως μεν ερριμμένα, ουδέν χρήσιμά εστίν», Ξενοφών ‘Απομνημονεύματα’ 3.1.7.3
[5] A. Huxley: “Time must have a stop”, 1944.
[6] Έντονη κριτική στην επαγωγή είχε κάνει και ο David Hume.
[7] Karl Popper, “The Logic of Scientific Discovery”, 1935.
[8] Εν κατακλείδι, η θεωρία του Popper για την διαψευσιμότητα βασίζεται στον κλασικό συλλογισμό modus tollens (Αν Α τότε Β και ~Β, τότε συνεπάγεται ~Α), σε αντίθεση με την λογικο-θετικιστική θεώρηση η οποία βασίζεται στο σχήμα modus ponens (Αν Α τότε Β και Α, τότε συνεπάγεται το Β).
[9] Imre Lakatos, “Science and Pseudo-Science”, διάλεξη στο Programme 11 του Open University Arts Course A303, 30 Ιουνίου 1973. Βλ. και εισαγωγή στο Imre Lakatos: The Methodology of Scientific Research Programmes: Philosophical Papers Volume 1 (edited by John Worrall and Gregory Currie) Cambridge University Press, 1978.
[10] Οπότε το ερώτημα για τον ορθολογισμό της επιστήμης μετατρέπεται σε ερώτημα για τον ορθολογισμό της κοινωνίας.
[11] Βλ. Karl Popper (1976): “The Myth of the Framework”, στο “The Abdication of Philosophy: Philosophy and the Public Good – Essays in Honor of Paul Arthur Schilpp”, (ed.) Eugene Freeman, First Edition, Open Court Publishing Company. Εδώ ο Popper ασκεί δριμύτατη κριτική στον Thomas Kuhn και στην θεωρία της ‘ασυμμετρίας’ των επιστημονικών ‘παραδειγμάτων’ (= οι γενικές θεωρητικές παραδοχές, οι νόμοι και οι τεχνικές εφαρμογής τους που υιοθετούν από κοινού τα μέλη μιας συγκεκριμένης επιστημονικής κοινότητας).
[12] Η ‘Κοπερνίκεια Επανάσταση’ του Kuhn δημοσιεύτηκε το 1957 και ‘Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων’ το 1961. Ο Lakatos δημοσίευσε το έργο του ‘Falsification and the Methodology of Scientific Research Programmes’ το 1974 (στο ‘Criticism and the Growth of Knowledge’, ed. I. Lakatos και A. Musgrave, Cambridge University Press, 1974).
[13] ‘Η Δομή των Επιστημονικών Επαναστάσεων’
[14] Paul Feyerabend: «Ενάντια στην Μέθοδο».

πηγή: http://sciencephil.blogspot.com
ΤΏΡΑ ΤΟ MANIATIKO REPORT ΚΟΝΤΆ ΣΑΣ ΚΑΙ ΜΈΣΑ ΑΠΌ ΤΟ MYWEBOOK _____Η ΕΝΣΩΜΆΤΩΣΗ ΤΩΝ ΝΈΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΏΝ ΕΊΝΑΙ ΣΕ ΕΞΈΛΙΞΗ

Δημοφιλείς αναρτήσεις