Μιά παμπάλαιη Έλληνική γραφή.
Η Γραμμική Β είναι Άρχαιοελληνική γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα.
Ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες (και όχι εικονιστικούς, όπως η μινωική ιερογλυφική γραφή) χαραγμένους σε πήλινες πινακίδες. Διέφερε όμως από μια πρωιμότερη παρόμοια γραφή, τη Γραμμική Α, που βρέθηκε επίσης στην Κνωσό και στη νότια Κρήτη. Πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β γραφής βρέθηκαν αργότερα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου στη Μεσσηνία και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Συνολικά έχουν βρεθεί περί τα 5.000 κείμενα σε Γραμμική Β (κυρίως πινακίδες και δευτερευόντως αγγεία). Από αυτά γύρω στα 3.000 προέρχονται από την Κνωσό, γύρω στα 1.400 από την Πύλο, γύρω στα 300 από τη Θήβα, 90 από τις Μυκήνες ενώ μικρότερος αριθμός προέρχεται από τα Χανιά, τα Μάλια, την Τίρυνθα, την Ελευσίνα, τον Ορχομενό και αλλού.
Αμφισβητούμενη είναι η χρονολόγηση των κειμένων. Το αρχαιότερο χρονολογείται γύρω στα 1450 π.Χ. και είναι γραμμένο σε πήλινη πινακίδα που ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2010 στην Ίκλαινα Μεσσηνίας. Άλλα, γραμμένα λίγο αργότερα, προέρχονται από την Κνωσό και ανήκουν στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο (περί τα 1400 π.Χ.). Τα υπόλοιπα κείμενα από την Κνωσό είναι κατά την κρατούσα γνώμη από το 1370 π.Χ. πριν την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτόρου. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη[εκκρεμεί παραπομπή] ότι είναι κατά έναν αιώνα νεότερα. Τα υπόλοιπα κείμενα χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Με βάση τον γραφικό χαρακτήρα των γραφέων οι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι τις πινακίδες της Κνωσού τις έγραψαν τουλάχιστον 60 διαφορετικοί γραφείς, ενώ αυτές της Πύλου τουλάχιστον 30.
Αποκρυπτογράφηση
Μυκηναϊκή επιγραφή, Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Η Γραμμική Β αρχικά δεν ταυτίστηκε με καμία γλώσσα, θεωρούμενη από τον Έβανς ότι αναπαριστούσε μια ξεχωριστή γλώσσα που ονόμαζε "Μινωϊκή", ενώ ήταν σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατο να ήταν ελληνική.
Πολύ αργότερα από την ανακάλυψη των πινακίδων και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αρχαιολόγων και γλωσσολόγων, αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από το νεαρό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (M. Ventris). Ο Βέντρις ζήτησε τη βοήθεια του κλασικού φιλολόγου Τζων Τσάντγουικ (J. Chadwick) και μαζί δημοσίευσαν ένα ιστορικό άρθρο στο Journal of Hellenic Studies [1]. Εκεί ερμήνευαν με σιγουριά 65 από τα 88 τότε γνωστά σύμβολά της, διατύπωναν τους βασικούς κανόνες ορθογραφίας της και έφερναν στο φως μια αρχαϊκή ελληνική διάλεκτο πέντε αιώνες παλαιότερη από τα Ελληνικά του Ομήρου.
Η Γραμμική Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί κλπ. και σύμβολα για την απόδοση αριθμών. Αν και τα κείμενά της είναι στην πλειοψηφία τους λίστες εφοδίων που μπαίνουν, βγαίνουν ή είναι αποθηκευμένα στα ανάκτορα και τηλεγραφικές επιγραφές εμπορευμάτων, η αξία τους ως πρωτογενείς πηγές για την οικονομία, το εμπόριο, τη θρησκεία, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη διοικητική οργάνωση της μυκηναϊκής Ελλάδας είναι τεράστια. Ως σήμερα έχει αποκρυπτογραφηθεί το 87% των κειμένων.
Μερικά λογογράμματα. Από αριστερά προς δεξιά: Άνδρας, γυναίκα, τροχός, αμφορέας, κρασί, ελαιόλαδο.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα, για να ερμηνευθούν και τα υπόλοιπα 17 περίπου σύμβολα των οποίων δεν είναι γνωστή η συλλαβική τους αξία.
Γλώσσα
Μυκηναϊκή Ελληνική
Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας δίνουν πληροφορίες για τη γλώσσα της εποχής. Είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία ελληνικής γλώσσας. Πάντως η έλλειψη διαφοροποιήσεων στη γλώσσα μεταξύ των πινακίδων διαφορετικών εποχών και περιοχών (Κρήτης, Πύλου, Μυκηνών, Θήβας) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των πινακίδων δεν είναι απαραίτητα και η ομιλούμενη γλώσσα του λαού, η οποία λογικά θα παρουσίαζε τοπικές ιδιαιτερότητες. Μάλλον πρόκειται για μια "ανακτορική" γλώσσα, γλώσσα των γραφέων των μυκηναϊκών ανακτόρων, η οποία κατά πάσα πιθανότητα έχει αποκλίσεις από την καθημερινή γλώσσα. Παρ' όλα αυτά παραμένει πολύτιμος μάρτυρας της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας.
Έτσι βλέπουμε αρχαϊσμούς όπως:
διατήρηση των χειλοϋπερωικών φθόγγων (kw, gw), οι οποίοι αποδίδονται με q: qa-si-re-u = βασιλεύς, qo-u = βους, qe = τε
διατήρηση του δίγαμμα (F): wa-na-ka = Fάναξ
διατήρηση της οργανικής πτώσης -pi (-φι): te-u-ke-pi = τεύχεσφι
διατήρηση γενικής ενικού σε –οιο: te-o-jo = θεοιο
διατήρηση της τοπικής πτώσης (-ει) ως δοτικής: po-de = ποδεί
Από την άλλη βλέπουμε νεωτερισμούς, οι οποίοι δεν έχουν λάβει χώρα σε μεταγενέστερες διαλέκτους από τις οποίες έχουμε δείγματα γραφής, όπως η συριστικοποίηση του -τ-: e-ko-si = *έχοντι>*έχονσι>έχουσι. Η εξέλιξη αυτή δεν υπάρχει σε μεταγενέστερα κείμενα άλλων διαλέκτων όπως της δωρικής, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την εποχή της Γραμμικής Β υπήρχε τουλάχιστον και άλλη μία ελληνική διάλεκτος πλην της μυκηναϊκής[4].
Κανόνες γραφής
Ο συλλαβικός χαρακτήρας της Γραμμικής Β, ιδίως το γεγονός ότι αναγράφει μόνο φωνηεντικές συλλαβές ή αποτελούμενες από σύμφωνο + φωνήεν, δυσκολεύει την ανάγνωση των λέξεων, αφού οι συλλαβές μπορούν να αναγνωστούν με διαφορετικούς τρόπους.Εικάζεται επίσης ότι λόγω αυτής της δυσχερούς απόδοσης των ελληνικών η Γραμμική Β στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.
Η Γραμμική Β είναι Άρχαιοελληνική γραφή της ελληνικής γλώσσας, μεταγενέστερη μορφή της Γραμμικής Α, και χρησιμοποιήθηκε στη Μυκηναϊκή Περίοδο, από το 17ο ως τον 13ο αι. π.Χ., κυρίως για την τήρηση λογιστικών αρχείων στα ανάκτορα.
Ανακαλύφθηκε στις αρχές του εικοστού αιώνα στην Κνωσό από τον Άρθουρ Έβανς, που την ονόμασε έτσι επειδή χρησιμοποιούσε γραμμικούς χαρακτήρες (και όχι εικονιστικούς, όπως η μινωική ιερογλυφική γραφή) χαραγμένους σε πήλινες πινακίδες. Διέφερε όμως από μια πρωιμότερη παρόμοια γραφή, τη Γραμμική Α, που βρέθηκε επίσης στην Κνωσό και στη νότια Κρήτη. Πήλινες πινακίδες με Γραμμική Β γραφής βρέθηκαν αργότερα στο μυκηναϊκό ανάκτορο της Πύλου στη Μεσσηνία και σε άλλες θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Συνολικά έχουν βρεθεί περί τα 5.000 κείμενα σε Γραμμική Β (κυρίως πινακίδες και δευτερευόντως αγγεία). Από αυτά γύρω στα 3.000 προέρχονται από την Κνωσό, γύρω στα 1.400 από την Πύλο, γύρω στα 300 από τη Θήβα, 90 από τις Μυκήνες ενώ μικρότερος αριθμός προέρχεται από τα Χανιά, τα Μάλια, την Τίρυνθα, την Ελευσίνα, τον Ορχομενό και αλλού.
Αμφισβητούμενη είναι η χρονολόγηση των κειμένων. Το αρχαιότερο χρονολογείται γύρω στα 1450 π.Χ. και είναι γραμμένο σε πήλινη πινακίδα που ανακαλύφθηκε το καλοκαίρι του 2010 στην Ίκλαινα Μεσσηνίας. Άλλα, γραμμένα λίγο αργότερα, προέρχονται από την Κνωσό και ανήκουν στην Υστερομινωική ΙΙ περίοδο (περί τα 1400 π.Χ.). Τα υπόλοιπα κείμενα από την Κνωσό είναι κατά την κρατούσα γνώμη από το 1370 π.Χ. πριν την καταστροφή του μυκηναϊκού ανακτόρου. Υποστηρίζεται όμως και η άποψη[εκκρεμεί παραπομπή] ότι είναι κατά έναν αιώνα νεότερα. Τα υπόλοιπα κείμενα χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα π.Χ.
Με βάση τον γραφικό χαρακτήρα των γραφέων οι αρχαιολόγοι υποθέτουν ότι τις πινακίδες της Κνωσού τις έγραψαν τουλάχιστον 60 διαφορετικοί γραφείς, ενώ αυτές της Πύλου τουλάχιστον 30.
Αποκρυπτογράφηση
Μυκηναϊκή επιγραφή, Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών.
Η Γραμμική Β αρχικά δεν ταυτίστηκε με καμία γλώσσα, θεωρούμενη από τον Έβανς ότι αναπαριστούσε μια ξεχωριστή γλώσσα που ονόμαζε "Μινωϊκή", ενώ ήταν σχεδόν απόλυτα πεπεισμένος ότι ήταν αδύνατο να ήταν ελληνική.
Πολύ αργότερα από την ανακάλυψη των πινακίδων και μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες αρχαιολόγων και γλωσσολόγων, αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από το νεαρό αρχιτέκτονα Μάικλ Βέντρις (M. Ventris). Ο Βέντρις ζήτησε τη βοήθεια του κλασικού φιλολόγου Τζων Τσάντγουικ (J. Chadwick) και μαζί δημοσίευσαν ένα ιστορικό άρθρο στο Journal of Hellenic Studies [1]. Εκεί ερμήνευαν με σιγουριά 65 από τα 88 τότε γνωστά σύμβολά της, διατύπωναν τους βασικούς κανόνες ορθογραφίας της και έφερναν στο φως μια αρχαϊκή ελληνική διάλεκτο πέντε αιώνες παλαιότερη από τα Ελληνικά του Ομήρου.
Η Γραμμική Β περιλαμβάνει 89 συλλαβογράμματα, που αναπαριστούν συλλαβές με φωνητική αξία και περί τα 260 ιδεογράμματα (ή λογογράμματα), που αποδίδουν έννοιες όπως άνδρας, γυναίκα, αγελάδα, λάδι, κρασί κλπ. και σύμβολα για την απόδοση αριθμών. Αν και τα κείμενά της είναι στην πλειοψηφία τους λίστες εφοδίων που μπαίνουν, βγαίνουν ή είναι αποθηκευμένα στα ανάκτορα και τηλεγραφικές επιγραφές εμπορευμάτων, η αξία τους ως πρωτογενείς πηγές για την οικονομία, το εμπόριο, τη θρησκεία, την κοινωνική διαστρωμάτωση και τη διοικητική οργάνωση της μυκηναϊκής Ελλάδας είναι τεράστια. Ως σήμερα έχει αποκρυπτογραφηθεί το 87% των κειμένων.
Μερικά λογογράμματα. Από αριστερά προς δεξιά: Άνδρας, γυναίκα, τροχός, αμφορέας, κρασί, ελαιόλαδο.
Αρκετές προσπάθειες έχουν γίνει μέχρι σήμερα, για να ερμηνευθούν και τα υπόλοιπα 17 περίπου σύμβολα των οποίων δεν είναι γνωστή η συλλαβική τους αξία.
Γλώσσα
Μυκηναϊκή Ελληνική
Οι πινακίδες της Γραμμικής Β μας δίνουν πληροφορίες για τη γλώσσα της εποχής. Είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία ελληνικής γλώσσας. Πάντως η έλλειψη διαφοροποιήσεων στη γλώσσα μεταξύ των πινακίδων διαφορετικών εποχών και περιοχών (Κρήτης, Πύλου, Μυκηνών, Θήβας) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η γλώσσα των πινακίδων δεν είναι απαραίτητα και η ομιλούμενη γλώσσα του λαού, η οποία λογικά θα παρουσίαζε τοπικές ιδιαιτερότητες. Μάλλον πρόκειται για μια "ανακτορική" γλώσσα, γλώσσα των γραφέων των μυκηναϊκών ανακτόρων, η οποία κατά πάσα πιθανότητα έχει αποκλίσεις από την καθημερινή γλώσσα. Παρ' όλα αυτά παραμένει πολύτιμος μάρτυρας της ιστορίας της Ελληνικής γλώσσας.
Έτσι βλέπουμε αρχαϊσμούς όπως:
διατήρηση των χειλοϋπερωικών φθόγγων (kw, gw), οι οποίοι αποδίδονται με q: qa-si-re-u = βασιλεύς, qo-u = βους, qe = τε
διατήρηση του δίγαμμα (F): wa-na-ka = Fάναξ
διατήρηση της οργανικής πτώσης -pi (-φι): te-u-ke-pi = τεύχεσφι
διατήρηση γενικής ενικού σε –οιο: te-o-jo = θεοιο
διατήρηση της τοπικής πτώσης (-ει) ως δοτικής: po-de = ποδεί
Από την άλλη βλέπουμε νεωτερισμούς, οι οποίοι δεν έχουν λάβει χώρα σε μεταγενέστερες διαλέκτους από τις οποίες έχουμε δείγματα γραφής, όπως η συριστικοποίηση του -τ-: e-ko-si = *έχοντι>*έχονσι>έχουσι. Η εξέλιξη αυτή δεν υπάρχει σε μεταγενέστερα κείμενα άλλων διαλέκτων όπως της δωρικής, πράγμα που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι την εποχή της Γραμμικής Β υπήρχε τουλάχιστον και άλλη μία ελληνική διάλεκτος πλην της μυκηναϊκής[4].
Κανόνες γραφής
Ο συλλαβικός χαρακτήρας της Γραμμικής Β, ιδίως το γεγονός ότι αναγράφει μόνο φωνηεντικές συλλαβές ή αποτελούμενες από σύμφωνο + φωνήεν, δυσκολεύει την ανάγνωση των λέξεων, αφού οι συλλαβές μπορούν να αναγνωστούν με διαφορετικούς τρόπους.Εικάζεται επίσης ότι λόγω αυτής της δυσχερούς απόδοσης των ελληνικών η Γραμμική Β στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε.