(Όσοι διαθέσουν τον απαιτούμενο χρόνο να το διαβάσουν είμαι σίγουρος πως θα ανταμειφθούν, enjoy!)
Νεκρικό πορτρέτο (ΦΑΓΙΟΥΜ), από την νεκρόπολη της αρχαίας Αιγύπτου Σαχάρα της Αιγύπτου 2ος μ.χ αιώνας. Απεικονίζεται ο νεκρός, στην μετά θάνατον ζωή να κρίνεται από τους Αιγυπτιακούς Θεούς του κάτω κόσμου Όσιρι και Άνουβι. Ο Όσιρις για τους Αιγυπτίους ήταν βασιλιάς των Νεκρών και κριτής του κάτω κόσμου.
Ο θεός Άνουβις, με το κεφάλι τσακαλιού, συνδεόταν με την μουμιοποίηση και γενικότερα με την μετά θάνατον ζωή στην Αίγυπτο, όντας ο συνοδοιπόρος των νεκρών στο ταξίδι τους στον άλλο κόσμο. Το σκούρο χρώμα του δέρματος του υπήρξε σύμβολο της αναγέννησης.
Με τον όρο πορτραίτα Φαγιούμ εννοείται το σώμα των προσωπογραφιών που φιλοτεχνήθηκαν από τον 1οέως τον 3ο αιώνα από συνεχιστές της ύστερης Ελληνιστικής παράδοσης της Αλεξανδρινής Σχολής και διασώθηκαν ως τη σημερινή εποχή. Σήμερα μας είναι γνωστά περισσότερα από 1000 πορτραίτα του Φαγιούμ.
Δημιουργήθηκαν τους τρεις πρώτους μετά Χριστόν αιώνες από Έλληνες ζωγράφους και ήταν νεκρικά πορτρέτα, τα οποία τοποθετούνταν πάνω στη μούμια στη θέση του προσώπου. Ήταν φτιαγμένα επάνω σε ξύλο ή λινό ύφασμα, συνήθως με τη μέθοδο της εγκαυστικής ή με τη χρήση τέμπερας.
Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι η διατήρηση της εικόνας θα διατηρήσει ζωντανή και την ψυχή του νεκρού, και γι’ αυτό έφτιαχναν τις μούμιες και τα πορτρέτα τους. Μετά την κατάκτηση της Αιγύπτου από τους Ρωμαίους (31 π.Χ.) οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι κάτοικοι της Αιγύπτου συνέχιζαν τις νεκρικές αιγυπτιακές παραδόσεις. Τα περισσότερα έργα αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής που έχουν διασωθεί είναι τα πορτρέτα Φαγιούμ.
Τα πορτραίτα είχαν ως προορισμό τους τη μελλοντική ζωή. Έγιναν για να συνοδεύσουν το νεκρό στον άγνωστο κόσμο, να εκφράσουν τον εσωτερικό κόσμο των εικονιζόμενων και να δώσουν έμφαση σε πνευματικά στοιχεία.
Το πορτραίτο εμφανίζεται στην αρχαία Ελληνική παράδοση κατά το τέλος του 6ου ή κατά τις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. . Στην Ελληνιστική εποχή, η Eλληνική τέχνη εμπλουτίζεται με στοιχεία δανεισμένα από την τέχνη και τον πολιτισμό των κατακτημένων χωρών, καθώς και με τη χρήση νέων και πολυτελών υλικών.
Η κατάλυση των ορίων του τότε γνωστού κόσμου είχε ως αποτέλεσμα την κοινοποίηση των γνωμών και το ανακάτωμα του ελληνικού λόγου με την ανατολική σκέψη και τον ανατολικό μύθο. Η σύγχυση γνωμών και ιδεών κλόνισε την πίστη των Ελλήνων στην πατροπαράδοτη θρησκεία.
Η δυσπιστία προς τους ανθρωπομορφικούς θεούς του Ολύμπου, που είχαν δεχθεί από τον 6ο κιόλας αιώνα την αυστηρή κριτική (Θεόγνις ο Μεγαρεύς, Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος κ.ά.), μεγάλωσε κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα. Η ηθική χαλάρωση, που παρατηρήθηκε κατά τον 4ο αιώνα, και η παρακμή της πόλης - κράτους έφεραν την αποδυνάμωση της επίσημης θρησκείας με άμεσο επακόλουθο την ευκολότερη εισδοχή ξένων θεών και λατρειών, που εν μέρει είχαν εισχωρήσει και πριν (κυρίως κατά τον 5ο αι . π.Χ.) στο πλαίσιο των εμπορικών σχέσεων με τι ς ξένες χώρες.
Έτσι από τον 4ο αιώνα η θρησκεία του Ολύμπου άρχισε να δέχεται επιδράσεις από τι ς ανατολικές μυστηριακέ ς θρησκείες , που υπόσχονταν στους πιστούς την απολύτρωση της ψυχής, την εξασφάλιση της αθανασίας και την ένωση με το θεό. Στις ανατολικές λατρείες ανήκουν οι μικρασιατικέ ς οργιαστικές λατρείες της Μητέρας θεάς και του Σαβάζιου, της θρακικής θεάς Βένδιδος , του φοινικικού θεού Άδωνη, του Λυβικού Άμμωνα,κ.ά.
Με την πάροδο του χρόνου οι κάτοικοι των μεγάλων Eλληνιστικών πόλεων της Ανατολής είχαν αποκτήσει τη νοοτροπία του κοσμοπολίτη.
Αισθάνονταν ήδη ότι ήταν "πολίτες του κόσμου" και όχι μιας πόλης.
Δεδομένου ότι προέρχονταν από όλα τα μέρη του γνωστού κόσμου, είχαν λησμονήσει πολλά στοιχεία της παλαιάς θρησκείας των Ελληνικών κοινοτήτων και δέχθηκαν στη θρησκεία τους ξένε ς θρησκευτικές ιδέες, μυστικιστικές τελετές, σύμβολα και δοξασίες. Παρατηρήθηκε δηλαδή ένα φαινόμενο θρησκευτικού συγκρητισμού με έντονα μυστικιστικά και μυστηριακά στοιχεία.
Τα μυστήρια, που αποτελούσαν την απάντηση στην αναζήτηση της πολυπόθητης σωτηρίας με μυθικές, συμβολικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις της εποχής, μιλούσαν για τα μεγάλα προβλήματα της ζωής και του θανάτου και υπόσχονταν στους μύστες τη σωτηρία και την αναγέννηση στην άλλη ζωή, γι" αυτό και εύκολα μπόρεσαν να περάσουν σ όλα τα λαϊκά στρώματα, να εδραιωθούν και να διαδραματίσουν το ρόλο τους.
Πιο συγκεκριμένα οι λόγοι που βοήθησαν στη γένεση των μυστηρίων και στην ταχύτατη διάδοση τους σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο ήταν πολλοί και ποικίλοι.
Ο πολιτιστικός, πολιτισμικός και θρησκευτικός συγκρητισμός υπήρξε το άμεσο αποτέλεσμα της πολιτικής του Αλεξάνδρου, ο οποίος, για να επιτύχει την ενότητα του κράτους, επιδίωξε την πολιτική και φυλετική ανάμειξη και αφομοίωση των λαών που κατακτούσε με τη θρησκευτική προσέγγιση. Γι' αυτό, όπου ίδρυε νέες πόλεις, οικοδομούσε και ναό αφιερωμένο στη μεγάλη τοπική θεότητα. Όταν λοιπόν έκτισε στην Αίγυπτο την Αλεξάνδρεια, σχεδίασε την ίδρυση ναού της Ίσιδας δίπλα στους ναούς των Ολυμπίων θεών.
Την πολιτική αυτή συνέχισαν στη συνέχεια οι διάδοχοι του. Στην Αίγυπτο, ο ρόλος των Πτολεμαίων για τη διάδοση των αιγυπτιακών θεών και της λατρείας τους σε ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου δεν ήταν καθόλου ασήμαντος. Οι θεοί διαδόθηκαν από τους Πτολεμαίους μαζί με την πολιτική τους.
Όταν το 305π.Χ. ο Πτολεμαίος Α' ο Σωτήρ (305-285 π.Χ.), φίλος , στρατηγός και σωματοφύλακας του Μ. Αλεξάνδρου, ανακηρυσσόταν βασιλιάς της Αιγύπτου, συνέδεε αμέσως τη βασιλεία του με τη φαραωνική διαδοχή και παρουσιαζόταν στο λαό ως νέος Φαραώ.
Άνθρωπος με εξαιρετικές ικανότητες, αναδιοργάνωσε την Αίγυπτο, κράτησε τις θρησκευτικές περί Φαραώ ιδέες, περιβλήθηκε ο ίδιος την εξουσία του Φαραώ και παρουσιάσθηκε ως νέος θεός Φαραώ. Αυτή η ενέργεια κρίθηκε απαραίτητη στην πολιτική του, τόσο για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το παντοδύναμο ιερατείο, που με την οικονομική και θρησκευτική του δύναμη αποτελούσε εμπόδιο στην εφαρμογή των σχεδίων της εξουσίας του, όσο και κυρίως για να επιτύχει τη θρησκευτική προσέγγιση Ελλήνων και Αιγυπτίων και την ένωση κάτω από το σκήπτρο του των δύο λαών.
Ο Πτολεμαίος έχοντας υπόψη την ανεκτικότητα των Ελλήνων απέναντι στις άλλες θρησκείες και ότι λατρείες Αιγυπτίων θεών ήταν γνωστές στον ελλαδικό χώρο από πολύ πριν, αφού συμβουλεύθηκε τον Αιγύπτιο αρχιερέα Μανέθων α, βαθύ γνώστη της Αιγυπτιακής λατρείας και τον Αθηναίο Τιμόθεο, απόστολο της Ελευσινιακής λατρείας και μύστη πολλών μυστηρίων, επέλεξε για την κοινή λατρεία το θεό της Μέμφιδας Όσιρη - Άπη που λατρευόταν εκεί ως θεός του κάτω κόσμου, όπως φαίνεται από τις αφηγήσεις του Πλουτάρχου και του Τακίτου.
Ο νέος θεός, που βγήκε από το ανάκτορο της Αλεξανδρείας με την καθοδήγηση και το πρόγραμμα των Πτολεμαίων, ήταν θεός κυρίαρχος του ουρανού, της γης και του Άδη, ένας παντοδύναμος και σωτήρας θεός , που ονομάσθηκε Σάραπης ή Σέραπης ('Οσιρης - Άπης).
Τη λατρεία του Σέραπη εισήγαγε για πρώτη φορά ο Πτολεμαίος στην Αλεξάνδρεια και έκτισε εκεί ναό Ελληνικού ρυθμού ("Σεραπείον"). όπου εκτός από τον Σέραπη λατρεύονταν και η Ίσιδα, όπως και οι άλλοι Αιγυπτιακοί θεοί που λατρεύονταν ήδη μαζί του πριν στη Μέμφιδα. Η μορφή του Σέραπη δεν ήταν ασφαλώς η παραδοσιακή αιγυπτιακή. Ο νέος θεός δεν είχε τίποτε από την παραδοσιακή μορφή των Αιγυπτίων θεών. Έμοιαζε περισσότερο με το Δία, τον Πλούτωνα, τον Ασκληπιό, τον Ήλιο, τον Διόνυσο, τον Ποσειδώνα κ.ά., γεγονός που δείχνει ότι ήταν χαρακτηριστικό δημιούργημα του Ελληνιστικού συγκρητιστικού πνεύματος.
Οι αντιλήψεις όμως που δημιουργήθηκαν γύρω από αυτόν το νέο θεό είχαν πολλά αιγυπτιακά στοιχεία. Στο περίφημο άγαλμα, που κατά την παράδοση είχε κατασκευάσει ο Βρύαξης και έφερε ο Πτολεμαίος στην Αλεξάνδρεια, ο Σέραπης με πολλά μαλλιά και γένεια και με "μόδιον" στο κεφάλι (μέτρο για τα σιτηρά καθιστός σε θρόνο έχει στο πλευρό του έναν τρικέφαλο Κέρβερο μαζί με φίδι (ήταν δηλαδή θεός του κάτω κόσμου και της γονιμότητας).
Ως θεός της επίσημης θρησκείας του κράτους των Λαγιδων ο Σέραπης κατέλαβε την πρώτη θέση στο αιγυπτιακό πάνθεο. Συγχρόνως η Ίσιδα είναι στο εξής η κυρία θεά του Αιγυπτιακού πανθέου και φυσικά ως σύζυγος του Όσιρη είναι τώρα η σύζυγος του Σέραπη. Και από τα μέσα του 3ου π.Χ., ο Σέραπης μαζί με την Ίσιδα ήταν οι θεοί που περιβάλλονταν τις ιδιότητες όλων των άλλων θεών και οι μόνοι, ενώπιον των οποίων οι υπήκοοι έδιναν όρκο υποταγής στο βασιλιά και τους θεϊκούς προγόνους.
Πρέπει να υποθέσουμε ότι ο Μανέθων ως εκπρόσωπος των Αιγυπτίων συγκέντρωσε και άλλες παλαιότερε ς θρησκευτικέ ς παραδόσεις στα μυστήρια της Ίσιδας .
Για τους αρχαίους Αιγυπτίους τα νοήματα των ιερών συμβόλων αποκαλύπτονται με συμβολικές ιεροτελεστίες , που είναι μυστικές τελετές και συσχετίζουν τη ζωή, το θάνατο και την ανάσταση του Όσιρη με τη βλάστηση ή τη μαγεία και την προσωπική αθανασία του μύστη. Οι Αιγύπτιοι πίστευαν ότι επικοινωνώντας με τους θεούς επιτύγχαναν τη θεοποίηση τους.
Το βαθύτερο νόημα του θρησκευτικού περιεχομένου των μυστηρίων είναι δύσκολο να κατανοηθεί, γιατί δεν υπάρχουν τα απαραίτητα στοιχεία, αφού οι τελετές αυτές ήταν απόλυτα μυστικές και κατά του βέβηλου παραβάτη.
Φαίνεται όμως ότι ο μυούμενος δοκίμαζε τα παθήματα του σωζόμενου θεού Όσιρη, μέσω των οποίων ενωνόταν με αυτόν και επιτύγχανε την αποθέωση και την αθανασία. Την έννοια της αποθέωσης είχε η φράση του μύστη "γίνομαι Όσι - ρις" . Δηλαδή ο Όσιρης δεν ήταν θεός σωτήρας , αλλά θεός σωζόμενος, όχι λυτρώνοντας τους άλλους με το θάνατο του , "άλλά υπό της μοίρας και τινός από μηχανής θεού αποσπώμενος εκ του θανάτου και της καταστροφής".
Επιβεβαίωση αυτού αποτελεί η ρήτρα του μυστηριακού τελετουργικού, κατά την οποία ο ιεροφάντης λέγε ι προς τους μυημένους :
- "θαρσείτε , μύσται, διότ ι ο Θεός εσώθη θα υπάρξη και δια σας σωτηρία από πάντων των συνεχόντων ύμας δεινών ".
Στα έργα των αρχαίων Ελλήνων υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και αναμνήσεις από τα ταξίδια τους στην Αίγυπτο. Υπαινιγμοί για την εκατοντάπυλη Αιγυπτιακή Θήβα, το λαβύρινθο, τις πυραμίδες, τη σφίγγα, τη στήλη του Μέμνωνα, που χαιρετίζει τον ανατέλλοντα ήλιο, δείχνουν ότι ο πλούσιος ιερός μυστηριακός συμβολισμός των αρχαίων Αιγυπτίων δε ν ήταν άγνωστος στους Έλληνες.
Υπέρ αυτού συνηγορούν ακόμη οι ιεροί οβελίσκοι, τα ανθρωποκέφαλα πτηνά που παρίσταναν τη σκεπτόμενη ψυχή" ιεροί σκαραβαίοι που συμβόλιζαν τη δημιουργική δύναμη, φίδια που εξ εικόνιζαν τη ζωή και την αιωνιότητα κ.ά .
Όλα αυτά τα σύμβολα αναμφίβολα αποτελούσαν τη γλώσσα των ιεροφαντών μυσταγωγών της αρχαίας Αιγύπτου, οι οποίο απέκρυπταν με επιμέλεια, μέσω συμβολικών παραστάσεων, καθετί που τελούνταν στο χώρο των μυστηρίων και το μετέδιδαν ύστερα από αδιάκοπες δοκιμασίες και μυήσεις σ' εκείνους, που ήταν ικανοί και άξιοι να την κρατήσουν, να την καλλιεργήσουν και να την προαγάγουν, όπως το απαιτούσε η μυστική τους διδασκαλία.
Οι αντιλήψεις αυτές, που επηρέασαν την ελληνική θρησκεία από παλαιά, έγιναν κατά την Ελληνιστική εποχή το πρώτο υλικό για τη γένεση των μυστηρίων. Η εισαγωγή στην Ολύμπια θρησκεία και λατρεία ανατολικών στοιχείων ενίσχυσε περισσότερο τη θρησκευτικότητα των Ελλήνων ιδιαίτερα η Αιγυπτιακή λατρεία έφερε κάποια ζέση στην πίστη, γιατί ήταν περισσότερο θερμή και παρήγορη και με συναρπαστικές επαγγελίες για την πέραν του τάφου ζωή. Αντίθετα προς τους θεούς του Ολύμπου, οι θεοί των μυστηρίων είχαν συνήθως δοκιμάσει τον πόνο, τι ς θλίψει ς και το θάνατο και αυτό τους έκανε μετόχους στα βάσανα και τι ς χαρές των οπαδών τους...
Η μύηση ήταν μία καινούργια αντιμετώπιση της ζωής, μία πνευματική θεώρηση, που οι άνθρωποι είχαν χάσει κατά τη διάρρηξη της σχέσης τους με το θεό, την "πτώση τους από τον παράδεισο". Η ψυχή μέσω της μύησης ξαναενωνόταν με το θεό ή τη θεά και ζούσε για πάντα μαζί του σε μια απεριόριστη ευδαιμονία.
Η μύηση στα Αιγυπτιακά μυστήρια ήταν η αυστηρότερη και η πλέον επιβλητική απ’ όλα τα μυστήρια που εμφανίσθηκαν κατά την αρχαιότητα. Αυτή παρεχόταν μόνο σε αυτούς που η ψυχή τους φλεγόταν από ανησυχίες για εμβάθυνση στη σοφία, η οποία θα συντελούσε στην απολύτρωση τους.
Με τη μύηση ο άνθρωπος υψωνόταν και πάλι από την ύλη προς το πνεύμα και σιγά σιγά οδηγούνταν στη γνώση. Μέσω αυτής επιδιωκόταν να δημιουργηθούν στην ψυχή των μυουμένων ισχυρές συναισθηματικές συγκινήσεις, με τις οποίες επιτυγχάνονταν η αποκάθαρση και ο εξαγνισμός της Ψυχής.
Στα Αιγυπτιακά μυστήρια είχαν μυηθεί ο Πυθαγόρας, ο Ηρόδοτος, ο Πλούταρχος, κ.ά. Απ' αυτούς μόνο οι δύο τελευταίοι ομιλούν γι' αυτά. Αλλά και αυτών οι μαρτυρίες είναι ελάχιστες, ίσως γιατί ήταν δεσμευμένοι από τον όρκο της μύησης ή ακόμη διότι και αυτοί οι ίδιοι τα αγνοούσαν, δεδομένου ότι τα μεγάλα μυστικά αποκαλύπτονταν μόνο σε ελάχιστους μύστες ιερείς Αιγυπτίους. Τα μυστήρια γίνονταν με τρόπο δραματικό. Οι ιεροφάντες, που είχαν τη δύναμη να κάνουν το άτομο να περνά σε μία άλλη διάσταση, να απελευθερώνεται από το συνειδητό μέρος του εαυτού του, ήταν λίγοι τον αριθμό.
Η μυστικότητα που επικρατούσε, από την αρχαία εποχή, γύρω από τις τελετουργίες, έδωσε στην αρχαία Αίγυπτο τον τίτλο της χώρας του μυστηρίου, όπως φαίνεται από την επιγραφή του Τύμβου του Φθα-Μερ, αρχιερέα της Μέμφιδας (Μουσείο του Λούβρου), που διαλαμβάνει τα ακόλουθα λόγια:
- "Γνώρισε τα Μυστήρια σε Ολο το βάθος τους" τίποτε δεν ήταν κρυφό γι' αυτόν. Κράτησε μυστικό καθετί πού είχε ίδεί".
Οι ιεροφάντες είχαν και έναν ειδικότερο λόγο να μην αποκαλύπτουν τα τελούμενα κατά τη μύηση. Πάντως φαίνεται ότι ο χαρακτήρας και η σημασία των μυστηρίων άλλαξαν σημαντικά με την είσοδο των Αιγυπτιακών μυστηρίων στον Ελληνιστικό χώρο, όπου προσαρμόσθηκαν σε ατμόσφαιρα αναζήτησης κάποιας ανώτερης ηθικής φιλοσοφίας, η οποία εκφράστηκε με τον Νεο- Πλατωνισμό/(Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Υπατία, Πρόκλος, Δαμάσκιος, Συριανός, Ιεροκλής κ.λ.π).
Η εξομοίωση του πιστού με το θείο γινόταν μέσω εκστάσεως και ελλάμψεων του πνεύματος , κατά τι ς οποίες ο άνθρωπος "ξεπερνούσε τον εαυτό του" ("έξίστασθαι") , ή με το μυστήριο της ιεροφαγίας (βρώση ιερών ζώων), με την οποία ο πιστός έφερνε και είχε μέσα του το θεό ("ένθεος", "έν - θουσιασμός") . Επίσης η ένωση του μύστη με το θεό πραγματοποιούνταν με περιπέτειες του θνήσκοντος και αναστημένου θεού (διαβάστε σχετικά τον μύθο διαμελισμού του Όσιρι).
Στις μυστικές τελετές γινόταν ένας τύπος ιερού γάμου, δηλαδή ένα είδος ένωσης μυστικής με τον Όσιρη, όπου ο μυούμενος ολοκληρωνόταν στο συμβολικό ανδρόγυνο. Φαίνεται ότι αυτό συνδεόταν με μία παράσταση ιερής συνουσίας. Όλα αυτά δείχνουν κάποια ένταση ανάμεσα στην ηθική και την ασκητική πλευρά των μυστηρίων της αρχαίας Αιγύπτου και του πιο πρωτόγονου σεξουαλικού συμβολισμού τους.
Επιδίωξη της μυστικής τελετής ήταν να ασκηθεί στο μυούμενο, με τις νηστείες, τις μηχανικές, στερεότυπες και μιμητικές τελετουργικές πράξεις, κάποια εξωτερική και μαγική μάλλον επίδραση και όχι τόσο η εσωτερική και ηθική ανύψωση και μεταβολή, γιατί μετά τη μύηση ο μύστης επανερχόταν στη συνηθισμένη ζωή, χωρίς να δείχνει καμία διάθεση να ζήσει μία ζωή αγία, με λιτότητα και εγκράτεια.
Προϋπόθεση της μύησης ήταν η κατάλληλη προπαρασκευή και κάθαρση της ψυχής. Αυτή επιτυγχανόταν με τη λαμπρότητα των τελετών της μύησης και με τις αυστηρές προπαρασκευαστικές δοκιμασίες. Έτσι, προκαλούνταν η θρησκευτική συγκίνηση, η κάθαρση της Ψυχής από κάθε ρύπο και κατωφερή τάση, και δημιουργούνταν η κατάλληλη ψυχική διάθεση.
Οι ιερείς υποδέχονταν το μυούμενο, ντυμένοι με "άσπρες τηβέννους πού έπεφταν ως τα πόδια τους" και με μυστηριώδη σύμβολα στα χέρια τους, που ήταν σύμβολα της μέλλουσας κρίσης των ψυχών κατά την εμφάνιση τους μπροστά στο υπέρτατο ον.
Επικεφαλής των ιερέων ήταν ο δαδούχος, ο οποίος κρατούσε ένα χρυσό δοχείο, σχήματος πλοίου, από το οποίο έβγαινε μεγάλη φλόγα, εικόνα του ηλίου που φωτίζει τον κόσμο.
Ακολουθούσε ο φέρων μικρό βωμό που συμβόλιζε τη σελήνη και τρίτος ιερέας που κρατούσε το κηρύκειο του Ερμή "απεικονίζον την θείαν φωνήν, τον Λόγον, την παγκόσμιον ζωήν".
Άλλος κρατούσε το σύμβολο της δικαιοσύνης, παριστανόμενο με ένα αριστερό χέρι ανοιχτό, που από τη φύση του φαινόταν ότι ταίριαζε καλύτερα στη δικαιοσύνη παρά το δεξί. Άλλος κρατούσε το ιερό κόσκινο, που απεικόνιζε το χωρισμό των ψυχών σε αγαθές και κακές και ταυτόχρονα τη μύηση.
Άλλος έφερε δοχείο γεμάτο με νερό, σύμβολο των καθάρσεων και του εξαγνισμού που κάνει τις ψυχές άξιες να ανεβούν στον ουρανό.
Άλλος μία μικρή υδρία σχήματος αυγού,που στο άκρο της συσπειρωνόταν ένα φίδι και που η ερμηνεία του σχετιζόταν με τον κόσμο, όπου γύρω του περιστρέφεται ο ζωδιακός κύκλος.
Άλλος ένα καλάθι, "που περιείχε κρυμμένα τα μυστικά αντικείμενα και τα μυστήρια της μεγαλόπρεπης αυτής θρησκείας", και τέλος άλλος βαστούσε στους ώμους του "μια αγελάδα που παρίστανε την οικουμενική μητέρα της φύσης".
Αν ο μύστης πέρναγε τις προπαρασκευαστικές δοκιμασίες του αέρος του νερού της φωτιάς και της γης, οδηγούταν σε μια μεγάλη οπή φρέατος που ο υποψήφιος το έβλεπε ως "άνευ πυθμένος και εντός του οποίου, εν τούτοις, ώφειλε να εισέλθει.
Η κάθοδος παρουσίαζε πολλούς κινδύνους , γιατί το σκοτάδι κάλυπτε την απότομη, στενή και περιστρεφόμενη κλίμακα δια της οποίας μπορούσε να κατέλθει, και πολλές φορές ο υποψήφιος αναμετρώντας τον κίνδυνο εγκατέλειπε το ριψοκίνδυνο εγχείρημα. Αν διατηρούσε το θάρρος του, με τη βοήθεια του συνοδεύοντος ιεροφάντη έφθανε στον πυθμένα του φρέατος. Στο εξηκοστό σκαλοπάτι ι της κλίμακας συναντούσε δύο θύρες.
Η μία ήταν ερμητικά κλεισμένη, ενώ η άλλη άνοιγε κατά την είσοδο του μυουμένου και έκλεινε με σφοδρότατο ήχο που ακουγόταν από πολύ μακριά και φαινόταν "ως διασείων τους υποχθονίους θόλους". Ο θόρυβος αυτός "ανήγγειε τοις ιερεύσιν ότι βέβηλος διεκινδύνευεν εν ταις δοκιμασίας της μυήσεως" και από τη στιγμή αυτή οι ιερείς προετοίμαζαν τα πάντα για να τον υποδεχθούν.
Ακολούθως ο υποψήφιος έφθανε στην είσοδο υψηλής και μεγαλόπρεπης ιερής στοάς, απ' όπου "ήκουε τας φωνάς των ιερέων και των ιερειών της Ίσιδος, αδόντων ύμνους πένθιμους , ους συνώδευον εναρμόνια όργανα" .
Οι ύμνοι απορροφούσαν την προσοχή του υποψηφίου και τον βύθιζαν σε μελαγχολική έκσταση. Οι πυλώνες της ιερής στοάς ήταν καλυμμένοι με συμβολικά ανάγλυφα και επιγραφές . Μία από τι ς επιγραφές έγραφε:
"Ο θνητός , όστις μόνος θέλει διατρέξη την οδόν ταύτην, χωρίς να στροφή και χωρίς να παρατήρηση όπισθεν αυτού, θα καθαρισθή δια του πυρός, δια του ύδατος και δια του αέρος, και εάν δυνηθή να υπερνίκηση τον τρόμον του θανάτου, θα εξέλθη του κόλπου της γης , θα λάβη το φως και θα δικαιούται να παρασκευάση την ψυχήν αυτού ει ς την αποκάλυψιν των μυστηρίων της μεγάλης θεάς Ίσιδος.
Ύστερα από το πέρας των δοκιμασιών οδηγούνταν σε φωτεινό χώρο, τέλειος πλέον και καθαρός, βαπτιζόταν και ραντιζόταν με αγιασμό.
Οδηγούνταν από ιερεύς φορώντας άσπρο λινό ένδυμα, βάδιζε ελεύθερος, δοξασμένος στο χώρο των "εκλεκτών". Πριν όμως περάσει στο φως έπρεπε για ένα χρονικό διάστημα να παραμείνει στο σκοτάδι, για να δραματοποιήσει τη σκοτισμένη κατάσταση του και να του εντυπωθεί η ιδέα ότι η εσωτερική σοφία και θεογνωσία ακολουθούν ύστερα από σκληρή δοκιμασία, πόνο και καρτερία, που θα αντιμετώπιζε μόνο με την απόλυτη πίστη στην Ίσιδα.
Τέλος ο μυούμενος έφθανε μπροστά σε σιδηρά θύρα, της οποίας οι φύλακες του επισήμαιναν την κρίσιμη απόφαση του. "Δεν είμεθα ενταύθα, ίνα σε εμποδίοωμεν όπως διαβής . Εξακολουθεί την οδόν σου, εάν οι Θεοί σοι έδωκαν το προς τούτο απαιτούμενον σθένος . Πρόσεξον όμως, διότι αν διαβής τον ουδόν της θύρας ταύτης,οφείλει να φθάσης ει ς τον σκοπόν της επιχειρήσεως σου χωρίς να στρέψεις το βλέμμα σου πίσω..”!
Στοιχεία περί της Αιγυπτιακής μυήσεως αντλήθηκαν από την διδακτορική διατριβή του Περικλή Τσέργα, “ΟΙ ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΕΣ ΘΕΟΤΗΤΕΣ ΟΣΙΡΗΣ ΚΑΙ ΙΣΙΔΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΟ ΚΟΣΜΟ Α.Π.Θ, 1988.”